«Ήπεσε ένα βλήμα στον Αβρακόντε και σκοτώθηκε η μάνα μου»! (Ελένη Καλυκάκη, 7 Οκτωβρίου 1943)

ΚΡΗΤΗ 1940-45: Ιστορικες σελιδες

Η Ελένη Καλυκάκη από το χωριό Αβρακόντε Λασιθίου. Σκοτώθηκε από βλήμα αντιαεροπορικού πυροβόλου, στην αυλή του σπιτιού της στον Αβρακόντε, στις 7 Οκτωβρίου 1943

Την κατάληψη της Κρήτης από τα Γερμανοϊταλικά στρατεύματα, ακολούθησε η κατασκευή στρατιωτικών εγκαταστάσεων, συγχρόνως με την κατάληψη και ενίσχυση των ήδη υπαρχόντων. Οι Γερμανοί αξιωματούχοι ήθελαν να καταστήσουν την Κρήτη απόρθητη, την ονόμασαν «Φρούριο Κρήτη» και μετέφεραν βαρύ οπλισμό για την άμυνά της. Κυρίαρχο ρόλο είχαν τα αεροδρόμια Μάλεμε, Ηρακλείου, Καστελλίου Πεδιάδος και Τυμπακίου.

Τα λιμάνια της Σούδας, του Ηρακλείου και της Αγίας Γαλήνης. Αποθηκευτικοί χώροι στα Σπήλια Ηρακλείου, στους Αρμένους Ρεθύμνου, στο Δράσι Μεραμβέλλου. Η έδρα του Γερμανού Στρατηγού Κρήτης ήταν στα Χανιά, η έδρα του Διοικητή της 22ας Μεραρχίας στις Αρχάνες, (η διαμονή του στη Βίλα Αριάδνη), οχυρά σε πολλές παραλίες της Κρήτης, (Χερσόνησος κα.) και πολλά φυλάκια κατά μήκος των κεντρικών οδικών αρτηριών της Κρήτης.

Τα κομβικά αυτά σημεία της γερμανικής πολεμικής μηχανής φυλάγονταν μέρα νύχτα και υποστηρίζονταν από αντιαεροπορικά πυροβόλα. Η συμμαχική αεροπορία συχνά επιχειρούσε επιδρομές βάζοντας ως στόχους τα παραπάνω οχυρωματικά έργα, κυρίως τα αεροδρόμια. Οι περισσότεροι συμμαχικοί βομβαρδισμοί γίνονταν τη νύχτα, λιγότεροι την ημέρα.

Στις 7 Οκτωβρίου 1943, σε ημερήσια αεροπορική επιδρομή εναντίον του αεροδρομίου Καστελλίου, ένα αντιαεροπορικό γερμανικό βλήμα χτύπησε το σπίτι του Κωνσταντίνου Καλυκάκη στο χωριό Αβρακόντε Λασιθίου, σκοτώνοντας τη γυναίκα του Ελένη, την ώρα που ετοιμαζόταν στην αυλή του σπιτιού της να στήσει το τσουκάλι της οικογένειας στη φωτιά να μαγειρέψει.

Το χωριό Αβρακόντε είχε διθέσιο σχολείο και εκατό παιδιά τα χρόνια της κατοχής. Ο Δημήτριος Αρχαύλης και η Ευαγγελία Μαρκάκη ήταν οι δάσκαλοι. Καθημερινά, καλούνταν να αντιμετωπίσουν τις επιδρομές των συμμάχων στο αεροδρόμιο Καστελλίου, αφού τα συμμαχικά αεροπλάνα διέσχιζαν το Οροπέδιο και ξεπρόβαλαν ξαφνικά στον Καστελλιανό κάμπο.

Μία από τις τέσσερις πυροβολαρχίες που προστάτευε το αεροδρόμιο Καστελλίου από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Βρισκόταν δυτικά του αεροδρομίου, κοντά στο χωριό Μουχτάρω που διακρίνεται στο βάθος της φωτογραφίας. Από ένα πυροβόλο έφυγε το βλήμα που σκότωσε στο χωριό Αβρακόντε Λασιθίου την Ελένη Καλυκάκη
Μία από τις τέσσερις πυροβολαρχίες που προστάτευε το αεροδρόμιο Καστελλίου από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Βρισκόταν δυτικά του αεροδρομίου, κοντά στο χωριό Μουχτάρω που διακρίνεται στο βάθος της φωτογραφίας. Από ένα πυροβόλο έφυγε το βλήμα που σκότωσε στο χωριό Αβρακόντε Λασιθίου την Ελένη Καλυκάκη

Οι τέσσερις πυροβολαρχίες που υποστήριζαν το πολεμικό αεροδρόμιο ξεκινούσαν τα πυρά, με αποτέλεσμα πολλά βλήματα να πέφτουν στα χωριά του Οροπεδίου. Τον τρόπο που οι δάσκαλοι προφύλαγαν τα παιδιά, περιγράφει ο Ιωάννης Χριστοφάκης, μαθητής τότε του Δημοτικού Σχολείου Αβρακόντε, ως εξής:

«…ερχότανε κάθε Πέμπτη οι Γερμανοί στο χωριό μας. Κάθε Πέμπτη απόγευμα ήρχουντανε και μας εμοιράζανε κουραμάνες στα παιδιά. Μια φέτα και μια κουταλιά μαρμελάδα απάνω. Γιατί το κάνανε δε ξέρω. Από ανθρωπισμό ή για δικούς τωνε λόγους δε ξέρω.

Οι Ιταλοί είχανε φύγει από το Λασίθι. Και επηγαίνανε σε όλα τα χωριά στο Οροπέδιο. Εμείς τα κοπέλια επεριμέναμε στη πλατεία. Επεριμένανε και  μεγάλοι, αλλά αυτοί δεν ετρώγανε. Εξέραμε ότι κάθε απόγεμα τση Πέμπτης θα έρθει ένα αμάξι, ανοιχτό σα το τζιπ, από το Τζερμιάδω. Και τσι περιμέναμε να φάμε τη μαρμελάδα. Η κουραμάνα ήτανε ξινή, ένα ωραίο πράμα.

Εβομβαρδίζανε το αεροδρόμιο στο Καστέλλι. Τα αντιαεροπορικά τα’χανε οι Γερμανοί στο Καστέλλι. Και όποτε ήθελα περάσει αεροπλάνο ή μέρα ή νύχτα του βάνανε από το Καστέλλι τα αντιαεροπορικά. Τη νύχτα ερίχνανε τσι προβολείς από το Καστέλλι. Εμείς τα βλέπαμε. Και βγαίναμε στην αυλή του σπιθιού μας και εξανοίγαμε.

Αυτή την εικόνα παρουσίαζαν τα συμμαχικά αεροπλάνα, όταν πρόβαιναν ξαφνικά από το Οροπέδιο Λασιθίου και βομβάρδιζαν το πολεμικό αεροδρόμιο στο Καστέλλι.
Αυτή την εικόνα παρουσίαζαν τα συμμαχικά αεροπλάνα, όταν πρόβαιναν ξαφνικά από το Οροπέδιο Λασιθίου και βομβάρδιζαν το πολεμικό αεροδρόμιο στο Καστέλλι. Το χωριό Διαβαϊδέ, εγγύτερα του αεροδρομίου ανατολικά, δέχτηκε στην περιφέρειά του πολλές συμμαχικές βόμβες και κατέγραψε αρκετές «παράπλευρες απώλειες». Η ζωγράφος Στέλλα Ξυδάκη – Γιαγαλάκη δημιούργησε αυτόν τον πίνακα από τις διηγήσεις του πατέρα της που βίωσε τους κατοχικούς ,συμμαχικούς βομβαρδισμούς

Του ρίχνανε τσι προβολείς αλλά δε θυμούμαι να ρίξανε ποτέ κανένα. Έβλεπες το καπνό που΄’σκανε το βλήμα δεξιά αριστερά από τ’αεροπλάνο, αλλά δεν επετύχανε κανένα. Το Σχολειό μας ήτανε στον Αβρακόντε. Τη κατοχή είχε εκατό δύο παιδιά. Όταν εβομβαρδίζανε οι Γερμανοί και εκάναμε μάθημα, μας έβανε ο δάσκαλος στο ρυάκι. Εβγαίναμε όξω και μας ε πήγαινε στο διπλανό ρυάκι.

Αν ήθελα πέσει κανένα βλήμα, να μη μας ε χτυπήσει, εχτός να πέσει μέσα στο ρυάκι. Μας εκαταβάζανε οι δασκάλοι όλους τσι μαθητές. Το δάσκαλό μας ελέγανε Αρχαύλη Δημήτρη. Αυτός ήτανε από τον Άγιο Κωνσταντίνο. Και είχαμε μια δασκάλα και τη λέγανε Μαρκάκη Ευαγγελία. Δυο δασκάλους είχε το Δημοτικό Σχολειό στον Αβρακόντε…”ª.1

Ο κτηνοτρόφος Κωνσταντίνος Καλυκάκης από το χωριό Αβρακόντε Λασιθίου είχε παντρευτεί την Ελένη (το γένος Βισκαδούρου) και είχαν αποκτήσει πέντε παιδιά. Δυο αγόρια και τρεις κόρες. Το πρωινό της 7ης Οκτωβρίου 1943, σμήνος συμμαχικών αεροπλάνων κατευθύνεται στο αεροδρόμιο Καστελλίου.

Ο ίδιος βρίσκονταν στην περιοχή «Ζυγωματάρη» των Λασιθιώτικων βουνών. Στο σπίτι του ήταν μόνο η γυναίκα του Ελένη. Όλα τα παιδιά του έλειπαν σε διάφορες γεωργικές δουλειές εκείνη την ημέρα. Η «παρασιά» του σπιτιού ήταν στην αυλή. Η γυναίκα του Ελένη ετοιμάζονταν να μαγειρέψει.

Τότε, ένα βλήμα από τα αντιαεροπορικά πυροβόλα του αεροδρομίου που είχαν αρχίσει να ξερνούν φωτιά, χτύπησε το σπίτι. Από τη δύναμη της κρούσης το σπίτι διαλύθηκε και η Ελένη χτυπήθηκε στο λαιμό με αποτέλεσμα τον θάνατό της. Την τραγική ιστορία του θανάτου της Ελένης Καλυκάκη, περιγράφει η κόρη της Ελευθερία Στεφανάκη – Καλυκάκη, δεκατριών χρονών τότε με τα παρακάτω λόγια:

“Όταν σκοτώθηκε η μάνα μου το 1943, εκείνη τη χρονιά ετελείωσα το δημοτικό. Εσκοτώθηκε μέρα, στο χωριό. Είχενε τσικάλι στεμένο, στη παρασιά με ξύλα να μαγερέψει. Και βάστα ξύλα στη χέρα τση κι έχομε μια μεγάλη αυλόπορτα, έτσι την έκαμε ο πατέρας μου. Κι έχει ένα αδερφό ο πατέρας μου δίπλα, τα σπίθια ντως κοντά.

Και μετρούσα με τη μάνα μου τ’αεροπλάνα. Ο πατέρας μου ελέγουντονε Κωστής Καλυκάκης και στο Ζυγωμαρτάρη στα όρη είχενε οζά. Στο Καστέλλι από πάνω. Ήθελα μας εμαγερέψει η μάνα μας εκείνη την ημέρα. Όλα μας τα παιδιά ελείπαμε. Η μια μου αδερφή η Μαρία επήγαινε στα όρη με το χτήμα να του πάει φαί του πατέρα μου να φέρει ξύλα.

Μια αδερφή μου Δεσποινιά, την είχαμε πρώτη, μ’ένα μου αδερφό Μανολιό πέντε χρονών, επήγαινε να μαζώξει απίδια που φύσανε νότος τση 7 του Οχτώβρη. Εγώ μ’έπεψε η μάνα μου να πάω να μαζώξω απίδια που φύσανε αέρας να βλέπω και τα ζώα, στο Καμινάκι το χωριό εκειά που’ναι το τυροκομείο είναι το χωράφι δικό μας. Ήμουνε εκειά κι ήβλεπα τα ζούμπερα να μαζώξω κι απίδια απού τα φύσανε ο νότος. Λοιπόν εκεί που ήμουνε εγώ, περνά ένας άθρωπος. Και μου λέει ήντα κάνεις επαέ; Λέω τα ζούμπερά βλέπω.

Λέει ντα τίνος είσαι; Εμά δε με γνωρίζεις; Του Κωστή του Καλυκάκη είμαι. Λέει κι ήντα κάνεις εδώ πέρα; Η μάνα σου ήπεσε ένα βλήμα στο σπίτι και σκοτώθηκε. Ω Παναγία μου! Εγώ να μου το πει φήνω τα οζά. Δέκα, έντεκα η ώρα θαν ήτανε. Και ούτε ζούμπερα κοίταξα, ούτε τίποτα. Και παίρνω πέρα και γλάκουνα και λέω τη μάνα μου, τη μάνα μου! Και πάω στο σπίτι, ήντα να δω. Στο σπίτι πήε το βλήμα, κεραμίδια ήτονε κι από κάτω ταβάνι.

Επήε μιαν οβίδα τόση νιε μεγάλη κι ήπεσε σε μια λάμπα, λάμπες ελέγανε τα μεγάλα και μακρά ξύλα που στεγιάζανε τα σπίθια. Σ’ένα δοκάρι απάνω ήπαιξε η οβίδα και γίνηκε χίλια κομμάθια και το σπίτι εχάλασε, εσπάσα όλα τα κεραμίδια ήσπασε το μισό ταβάνι, επήγανε τα βλήματα στσι τοίχους, στα αργαστήρια. Και η μάνα μου ήτανε πέρα στην αυλόπορτα και επήε τόσο να ένα βληματάκι και τη χτύπησε. Εκεί που σφάζου τα οζά, ένα βληματάκι και τη σκότωσε. Όντεν εκουβέδιαζε με το θείο μου, του πατέρα μου τον αδερφό, ελέγανε γιάε κουνιάδο δεκαεφτά’ναι.

Που πηγαίνανε στο Καστέλλι και βομβαρδίζανε και τα ξανοίγανε και κουβέδιαζε. Και κατέβηκε εδά ο θείος μου αποκάτω στο σπίτι του και η μάνα μου βάστα τα ξύλα να πα νάψει τη φωθιά γιατί’χε το τσικάλι στεμένο στη παρασιά να μας εμαγερέψει που θα νεμαζωχτούμε το μεσημέρι.  Και μια στιγμή γροικά ο θείος μου εκειά που κατέβηκε στο σπίτι μπουμμμ! Και πορίζει και πάει και τη βρίσκει εκεί στη πόρτα από πίσω, εκεί που κουβεδιάζανε πεσμένη και τα ξύλα από πάνω τση.

Με τ’αυτό το τρόπο πεσμένη. Και τη βρίσκει το βλήμα και τρέχα τα αίματα και την εκούμπησε με το δάχτυλό του και εκεί ετελείωσε η μάνα μου. Εκεί εκάρφωσε το βλήμα, στο λαιμό, εκειά που σφάζου τα οζά και τελείωσε. Και από πάνω είχε μια γειτόνισσα ένα μωρό και πήανε βλήματα και λιγώθηκε το μωρό. Και γλάκανε και φώνιαζε γειτόνισσα, γειτόνισσα  να πάει να ξελιγώσου το μωρό κι εκείνη ήτονε σκοτωμένη.

Ο πατέρας μου, επήε ένας άθρωπος στα όρη και τον εγύρευγε. Ο κουνιάδος του ο Κωστής επήαινε. Την ώρα που ’πεφτενε το βλήμα στο σπίτι, εφτιαρμίστηκε λέει ο πατέρας μου τρεις φορές. Και είπενε ο πατέρας μου, είχαμε τότε στο κάμπο μύλους π’αλέθανε κι είχαμε κήπο και είπε ότι η γυναίκα μου είπε σε κιανένα κοπέλι να πα μολάρει το μύλο να ποτίσει τα φασόλια τσι φυλλάδες, κι ήσπασε ο μύλος, εφύσανε αέρας. Και σκότωσέ μου το κοπέλι. Ετσά το πήρε ιδέα ο πατέρας μου όντεν εφτιαρμίστηκε τρεις φορές. Και πάει και του φωνιάζει. Όντεν τον ήκουσε, λέει να βγει θέλει το φτιάρνισμά μου.

Ε γείτονα Κωστή, ε γείτονα Κωστή! Πού’σαι; Κι ήτρεξε και τον ήβρηκε. Λέει ήντα συμβαίνει γείτονα;  Εσκότωσέ μου κια δυο κοπέλια ο μύλος στο κάμπο; Λέει όχι γείτονα. Ένα βλήμα ήπεσε στο σπίτι σου και χάλασε  μόνο να’ρθείς να το σάξεις. Λέει μη μου λες γείτονα πως εχάλασε το σπίτι μόνο πόσους νομάτους εσκότωσε. Γιατί’χαμε ένα μικιό κοπέλι πέντε χρονώ και μιαν αδερφή δεκαφτά και κεινιά οι δυο δεν επορίζανε κι η μάνα μου. Οι άλλοι επορίζαμε, είχαμε ένα αδερφό και πήγαινε στο σχολείο.

Άλλος στο σκολειό κι εγώ στα ζούμπερα, η αδερφή μου ήτυχε να πάει κι αυτή στ’απίδια. Και λέει δεν εσκότωσε κιανένα μόνο να φύγομε να πάμε. Λέει πε μου μπρε ποιο σκότωσε, λέει κανένα μόνο δα ρθεις να σάξεις το σπίτι. Φεύγουνε με την αδερφή μου κι ο άθρωπος μαζί.  Στο Σελί ήρχουντανε πώδε και στάθηκε ο κουνιάδος είχενε δουλειά και κείνοι τρέχανε η αδερφή μου με το πατέρα μου και τοσε παντήχνει ένας άθρωπος.

Και τόνε ρωτά ο πατέρας μου. Δε μου λες μπρε κουμπάρε από παδέ τα χωριά που’ρχεσαι ήκουσες πράμα νέο; ­Λέει ήντα να σου πω. Ήκουσα μπρε κουμπάρε πως ήπεσε στου Κωστή του Καλυκάκη ένα βλήμα και του σκότωσε τη γυναίκα. Ένας άγνωστος άθρωπος. Δεν τόνε γνώριζε ο πατέρας μου. Ο κουνιάδος του που τον είδε και κουβέδιαζε λέει ωχ και να του πει θέλει πράμα. Και του το’πενε ο άθρωπος. Και έρχεται δα και κείνος ήντα να δει, πώς να μπει μέσα. Τάβλες, κεραμίδια, το σπίτι ένα γόνατο κεραμίδια σπασμένα. Και γεμάτο κοπέλια που κλαίγαμε και αθρώπους.

Είχαμε κι ένα γουρούνι και το τραυμάτισε κι αυτό.  Εγώ είχα ένα αργαστήρι, το πήρα από το σπίτι μας για μοιράσι, μπορεί να’χενε εκατό βλήματα. Οι τοίχοι του σπιθιού φαίνουνται γεμάτοι βλήματα ακόμη. Εστενοχωρηθήκαμε πολύ. Για να πας να δεις τη μάνα σου σφαμένη θαρρώ πως τη βλέπω εδά την αλλαξά τση γιατί’τανε μια μακρά ψηλή στεκούμενη γυναίκα. Ήτανε από τσι Βισκαδούρηδες από τη Κουδουμαλιά.

Κι εξάνοιγε μετά ο πατέρας μου την αρφανιά του. Άγιος ο πατέρας μου.  Κι ήζησε ενενήντα εννιά χρόνια. Δεν εξαναπατρεύτηκε. Και μας έλεγε συνέχεια ειρήνη ημίν είπε ο Κύριος, ειρήνη ημίν παιδιά μου. Την ευκή μου να’χετε. Μας επάντρεψε και τα πέντε. Μας επόσασε ότι μπόριενε. Αγαπημένοι όλοι.

Ετότες φαίναμε στα τελάρα στα αργαστήρια. Και μου’βανε μασούρια, μας ήξαινε μαλλιά που ξαίναμε τότες, μαγέρευγε, όλα τα’κανε. Οι πρώτες αδερφήδες μου  ήτανε δυο κι απωπίσω εγώ και τα δυο αγόρια ύστερα. Επαντρευτήκανε οι δυο μου αδερεφήδες και πόμεινα γω με το πατέρα και με τ’αδέρφια μου. Και επαντρεύτηκα είκοσι εφτά χρονώ γιατί είχα τρεις άντρες στο σπίτι και δεν ήθελα να παντρευτώ ογλήγορα να μη τσ’αφήσω αμοναχούς. Και πόθανε ο άγιος πατέρας μου ενενήντα εννιά χρονώ”.2

Τον νομό Λασιθίου μετά τη μεγαλειώδη Μάχη της Κρήτης κράτησαν οι Ιταλοί. Τους άλλους τρεις νομούς οι Γερμανοί.  Το Οροπέδιο Λασιθίου ήταν τόπος παραγωγής της φημισμένης ΄ασιθιώτικης πατάτας, η καλλιέργειά της δεν είχε σταματήσει τα χρόνια της κατοχής.

Οι Ιταλοί με διαταγή του Διοικητή του νομού Στρατηγού Άγγελου Κάρτα, είχαν απαγορεύσει το εμπόριο της πατάτας σε πολίτες εκτός του νομού Λασιθίου. Πολλοί όμως κάτοικοι του νομού Ηρακλείου, αψηφούσαν τις διαταγές, πήγαιναν με γαϊδουράκια κρυφά στο Λασίθι και έπαιρναν πατάτες για τη διατροφή της οικογένειάς τους. Η μεταφορά τους γινόταν τη νύχτα.

Χωριό Αβρακόντε Λασιθίου, φθινόπωρο 1941. Ο +Μανόλης Μακράκης  (ΡΑΔΙΟ ΜΑΚΡΑΚΗ), με το γαϊδουράκι και τη βαλίτσα με την πραμάτεια του
Χωριό Αβρακόντε Λασιθίου, φθινόπωρο 1941. Ο +Μανόλης Μακράκης (ΡΑΔΙΟ ΜΑΚΡΑΚΗ), με το γαϊδουράκι και τη βαλίτσα με την πραμάτεια του

Ο επιχειρηματίας +Μανόλης Μακράκης, (ΡΑΔΙΟ ΜΑΚΡΑΚΗ), δεκαεφτάχρονο παιδί το 1942, αφηγείται την περιπέτεια τεσσάρων τσουβαλιών πατάτες, που είχαν μεταφέρει από το Αβρακόντε Λασιθίου με τον αδερφό του κρυφά στο σπίτι τους και την απληστία και βαρβαρότητα των γερμανικών κατοχικών στρατευμάτων:

«Την περίοδο της γερμανικής κατοχής, όλοι στο χωριό μου, την Κασταμονίτσα, όπως και σε όλη την Κρήτη, έκαναν σκληρό αγώνα επιβίωσης, για να θρέψουν τις πολυμελείς οικογένειές τους. Τα βασικά τρόφιμα επιβίωσης ήταν το ψωμί, το λάδι, οι πατάτες.

Για να πάρομε πατάτες, πήγαμε με τον αδερφό μου στο Λασίθι, με δυο γαϊδουράκια, φορτωμένα ψιλικά, για να τα αναταλλάξομε με πατάτες.

Πουλήσαμε, δηλαδή ανταλλάξαμε τα ψιλικά  με τις πατάτες, φορτώσαμε τα γαϊδουράκια και όταν νύχτωσε, ξεκινήσαμε για το χωριό, με χίλιους κινδύνους, γιατί οι Ιταλοί κατακτητές, απαγόρευαν την εξαγωγή πατατών από το Οροπέδιο. Η χαρά της οικογένειας μεγάλη, γιατί είχαμε εξασφαλίσει την προμήθεια πατατών αρκετό καιρό.

Όμως, ύστερα από λίγες μέρες, καταφτάνουν Γερμανοί από το Καστέλλι, κάνουν έρευνα στο σπίτι, μας παίρνουν τις πατάτες, παρά τα κλάματα και τα παρακάλια της μάνας μας. Τότε η μάνα μας αναγκάστηκε να ψήσει τις σπορικές πατάτες που δεν τις είχαν ανακαλύψει οι Γερμανοί, πράγμα που δεν το είχε για καλό, να ξοδέψει τις σπορικές.

Εγώ, για να την καθησυχάσω, της υποσχέθηκα ότι θα πάω ξανά στο Λασίθι, να φέρω πάλι πατάτες, για τις ανάγκες του σπιτιού. Πραγματικά, πραγματοποίησα αυτήν μου την υπόσχεση, πήγα ξανά στο Λασίθι, έφερα πατάτες πάντοτε με κίνδυνο της ζωής μου και του αδερφού μου. Αυτές τις εικόνες φόβου, απελπισίας, δεν θα τις λησμονήσω ποτέ, αλλά, σαν πραγματικός εφιάλτης, θα με ακολουθούν σε όλη μου τη ζωή».

Ο ίδιος ο +Μανόλης Μακράκης, ως δεκαεφτάχρονο και δεκαοκτάχρονο παιδί, ασχολούνταν τα χρόνια της κατοχής με το εμπόριο, κυριολεκτικά με την ανταλλαγή προϊόντων. Διέθετε μια βαλίτσα με την πραμάτεια του. Μικρά χτενάκια, καθρεπτάκια, λιβάνι, μερτζουβί, βελόνες και κλωστές, δαχτυλήθρες, πιαστράκια, μαντηλάκια, μολυβάκια, χαρτί, μπαχαρικά σε αυτοσχέδια φακελάκια κ.ά. Με τη βαλίτσα του ο Μανόλης Μακράκης έκανε περιοδείες.

Πότε στο Μονοφάτσι, πότε στα χωριά της Πεδιάδας και πότε στο Οροπέδιο Λασιθίου. Τα προϊόντα του τα αντάλλαζε συνήθως με άλλα πράγματα, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είχαν χρήματα. Στο Λασίθι έπαιρνε ως αντάλλαγμα μόνο πατάτες. Τις περιοδείες του τις έκανε με προσοχή γιατί ήταν κατοχή και συναντούσε συχνά Γερμανούς και Ιταλούς στη στράτα του. Το Φθινόπωρο του 1941, βρέθηκε στο χωριό Αβρακόντε Λασιθίου.

Ο Μανώλης Μακράκης, δεκαεφτάχρονο παιδί, με όλη η πραμάτεια του σε μια βαλίτσα. Κι ένα γαϊδουράκι για να φορτώσει τις λασιθιώτικες πατάτες κρυφά, για το πατρικό του σπίτι στην Κασταμονίτσα. Στον κεντρικό δρόμο του χωριού, συνάντησε έναν Ιταλό υπαξιωματικό. Ο Ιταλός του ζήτησε να ανοίξει τη βαλίτσα και να αγοράσει δυο χτενάκια. Ο Μανόλης πρόσεξε ότι στον ώμο του Υπαξιωματικού κρέμονταν μια φωτογραφική μηχανή. Ο Μανόλης του έδωσε τα χτενάκια και πρόλαβε τον Ιταλό, στην κίνησή του να βγάλει χρήματα να τον πληρώσει.

-Δεν θέλω λεφτά, του είπε

-Και τι θέλεις; απάντησε ο Ιταλός.

-Μπορείς να μου βγάλεις μια φωτογραφία; τον ρώτησε.

Ο Ιταλός δέχτηκε. Η φωτογραφική μηχανή τύπωνε αμέσως τις φωτογραφίες.

Αυτή η φωτογραφία από το χωριό Αβρακόντε Λασιθίου, αποτυπώνει τον νεαρό Μανόλη, το γαϊδουράκι και τη βαλίτσα με την πραμάτεια του. Μια βαλίτσα γεμάτη όνειρα, ονόμασε ο ίδιος την φωτογραφία που σηματοδότησε και την μελλοντική επιχειρηματική του πορεία. Μια βαλίτσα γεμάτη όνειρα, στο χωριό Αβρακόντε Λασιθίου.

1 Απομαγνητοφωνημένη διήγηση Ιωάννη Χριστοφάκη, Αβρακόντε, Ιούνιος 2008.
2 Απομαγνητοφωνημένη διήγηση Ελευθερίας Στεφανάκη – Καλυκάκη, Αγριανά Ηρακλείου, Ιούνιος 2008.

 

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,  διευθυντής Δημοτικού Σχολείου  Θραψανού Πεδιάδος

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει