• 19 Απριλίου 2024,

ΔιαΠέντε

 ΔιαΠέντε

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Χίλια εννιακόσια εβδομήντα οχτώ. Μόλις είχε αποφάει και παρήγγειλε μια ακόμα ρετσίνα. Μικρή αυτή τη φορά. Και μια φέτα. Να διασκεδάσει τη μοναχικότητά του… να ευχαριστηθεί τη λίγη ώρα που του απέμεινε μέχρι να χαθεί ο ήλιος πίσω από τα βουνοκορφές, της Μαγνησίας, και να γυρίσει στον κοιτώνα του. Πλήρης “πνεύματος”.

Έστρεψε τα μάτια λίγο προς τα πάνω. Μια αχτίδα του ήλιου βρήκε τρόπο και τόπο, διαπέρασε τα βαρυφορτωμένα κλαδιά με τα γυαλιστερά, καρδιόσχημα πράσινα φύλλα, και τον χτυπούσε ίσα στα μάτια. Έγερναν από το βάρος των φύλλων τους τα άμυαλα κλαδιά της πλατανόφυλλης μουριάς που σημάδεψαν και θέλησαν να ανεβούν τα ύψη – δεν γίνεται – , και εκεί, ανάμεσα από το παχύ τους φύλλωμα, την ώρα που ο ήλιος έπαιρνε τη κατηφόρα για να δύσει, δεν έχασε την ευκαιρία να του υπενθυμίσει, ότι παρόλο που ο Αύγουστος τους είχε αποχαιρετήσει εδώ και τρεις εβδομάδες περίπου, το καλοκαίρι ήταν ακόμα εκεί. Ανθίστατο σθεναρά. Και αυτό, και η ζέστη. Έσκυψε, αναδίπλωσε δυο τρεις φορές τα μπατζάκια της στρατιωτικής του φόρμας, φόρεσε τις λαστιχένιες καφέ μενακαιρίσιες παντόφλες του που τις είχε παρατήσει δίπλα του για να πατά ξυπόλητος στο βρεμένο δροσερό τσιμέντο, τράβηξε την ψάθινη καρέκλα του πιο κει στρέφοντάς την ταυτόχρονα προς το μέρος τού εφέδρου ανθυπολοχαγού που ήταν ο διοικητής μιας ομάδας φαντάρων αγγαρείας. Συναδέλφων του.

Καθόταν στο παραδιπλανό τραπέζι, κι αυτός τον αγνοούσε επιδεικτικά. Δεν του είχε δώσει την πρέπουσα προσοχή και σημασία καθώς τις προηγούμενες μέρες είχαν προηγηθεί κάποιες λογομαχίες με τον “ανώτερο”, μα η αλήθεια ήταν πως τον “έγραφε” κανονικά. Να μη πει, που. Ένας τσόγλανος πολιτικός μηχανικός ήταν ο έφεδρος ανθυπολοχαγός. Σειρά του. Μαζί ήταν στη Κόρινθο και έγινε εκείνος δόκιμος έφεδρος αξιωματικός, κι αυτός, απλός φαντάρος. Τυφεκιοφόρος πεζικού. Οι φάκελοι της εποχής βλέπεις. Κακό πρόσφατο φοιτητικό παρελθόν. Επί “σοσιαλδημοκρατίας” Ράλλη. Λέμε τώρα. Και η αξιωματικάρα την ψώνισε, το πήρε πάνω του.

Στα ΚΑΟΑ του Βόλου ήταν. Στα Καλά Νερά είχε αποσπαστεί με μερικούς ακόμα φαντάρους της σειράς του από ένα τάγμα της Καστοριάς. Χωματουργικές εργασίες. Κατασκευή αποστραγγιστικών χαντακιών στις στρατιωτικές κατοικίες αναψυχής ήταν η αποστολή τους. Και ο ανθυπολοχαγός, ήταν ας πούμε, ο “εργολήπτης” της κατασκευής. Σκατά κατασκευή δηλαδή. Του κώλου. Πίσω θα γυρνούσαν τα νερά σαν έβρεχε, αντίς για να φεύγουν προς τη θάλασσα. Παπαριές.

Και ήθελε ο μαλάκας ο “εργολήπτης”, ο ανθυπολοχαγός, ο έφεδρος, η σειρά του, να πηγαίνουν στη ταβέρνα με τη στολή εξόδου. Ρε άντε από κει, μαλάκα. Άντε μη πει καμιά πιο βαριά κουβέντα.

“Θα σε αναφέρω”, του είχε πει.

“Στα αποτέτοια μου”, του απάντησε και γύρισε τη καρέκλα του απ’ την άλλη μεριά. Να κοιτά τον πισινό του κι ας τον χτυπά ο ήλιος κατακούτελα. Έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα χάνονταν. Και εκείνος, το έκανε. Τον ανέφερε. Και πήρε η αναφορά τον δρόμο της. Έγγραφη αναφορά. μεραρχία, τάγμα, διοικητής τάγματος κ.τ.λ. Πεντάρα.

 

Δεύτερη ημέρα του Αυγούστου του δύο χιλιάδες είκοσι. Ημέρα Κυριακή. Ώρα επτά και σαράντα πέντε. Έτσι τα έφερε ο χρόνος κι άρχισαν τα πισωγυρίσματα.

Κοιτώ από μακριά τη ταμπέλα:

“Καλά Νερά”.

 

Μετά τη χθεσινή μεσημεροβραδινή  τσιπουροκατάνυξη στο Βόλο, και την βραδινοπρωινή τζινοκατάνυξη με δικές μας μουσικές στο μπαρ του Βασίλη ψηλά στο χωριό Κισσός του δήμου Ζαγοράς – Μουρεσίου στο Πήλιο, ο πρωινός – ας πούμε πρωινός – καφές στη πλατεία του χωριού κάτω από τα πλατάνια. Απέναντί μας το στολίδι του χωριού, η εκκλησιά της Αγιά Μαρίνας. Χωριό πανέμορφο ο Κισσός, που μοιάζει να κρέμεται σαν αγιοκάντηλο, σε μια πλαγιά του Πηλίου και να αγναντεύει το Αρχιπέλαγος του Αιγαία, της Νταμούχαρης τα γαλανά νερά. Τέλειωσε κι ο καφές. Επιστροφή. Κατηφορίσαμε. Οι τρεις μπροστά με τη λιμουζίνα κι οι δύο πίσω προς τις Μηλιές, όπου το μεσημεριανό μας φαγητό κράτησε μερικές, πολλές μερικές ώρες με κουβέντα πειράγματα και γέλια. Ήπιαμε τον απογευματινό μας καφέ στη Βυζίτσα όπου έγινε ο απολογισμός της συνάντησης, σφραγίστηκε η ανανέωσή της, και ακολούθησε ο αποχαιρετισμός. Αγκαλιές σφιχτές. Χτυπήματα στις πλάτες. Έφυγαν. Η συμμορία των “ΔιαΠέντε” σκόρπισε. Ως, πότε; Έφυγαν οι τρεις και μείναμε οι δυο μας. Και αρχίσαμε πάλι να κατηφορίζουμε. Μόνοι μας αυτή τη φορά. Ήσυχα ήσυχα με τη “Μερσεντέεεε”. Κάτω, δεσπόζει η θάλασσα του Παγασητικού. Χαμηλά στα νοτιοδυτικά διακρίνεται το Τρικερόνησο.

Σαν να βλέπω τον εαυτό μου και τον αδελφοποιτό μου να τα πίνουμε λίγα χρόνια πριν στο λιμανάκι του μικρού πανέμορφου νησιού, και εκείνος να τραγουδά τον Παγασητικό του Αργύρη Μπακιρτζή…”Στον Παγασητικό, χαθήκαμε το βράδυ, στον Παγασητικό σε δρόμους σε νταμάρια…”.

Ναι, χάθηκαν. Χάθηκαν και βρέθηκαν. Και ξαναβρέθηκαν.

Ύστερα το απόβραδο, νιώθω τον άνεμο να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και να φουσκώνουν τα πανιά. Δίαυλος Τρικερίου – Ωρεών. Ρότα…ο Μαλιακός.

Χαμένος ακόμα, αλλά λίγο μετά συνέρχομαι και τον βλέπω δίπλα μου. Συνοδηγό. Αυτόν με τον οποίο ένωσα το αίμα του μισό περίπου αιώνα πριν, βλέπω. Τραγουδά. Το ίδιο τραγούδι, τραγουδά….

Μπροστά μου η ταμπέλα:

“Καλά Νερά”.

Καλά νερά Βόλου.

Έφυγε πάλι ο νους μου πίσω.

Σαράντα δύο χρόνια τώρα. Ολόκληρα σαράντα δύο χρόνια. Τέσσερις δεκαετίες και δύο χρόνια. Παρελθόν. Φαντάρος. Στη ταβέρνα κάτω από τη μουριά. Ξυπόλητος με τις λαστιχένιες παντόφλες μου παρατημένες δίπλα στο τσιμεντένιο δάπεδο. Και εκείνος, ο έφεδρος ανθυπολοχαγός το έκανε. Με ανέφερε. Ναι, με ανέφερε. Πέντε μέρες είπε ο διοικητής του τάγματος στη Καστοριά.

Στα αποτέτοια μου.

 

Κοιτώ την ταμπέλα με την κόκκινη πλαγιαστή γραμμή. Καλά Νερά, τέλος. Θολώνουν τα μάτια μου. Δακρυσμένο χαμόγελο στα χείλη μου.

Πόσα “τέλος”, έχει η ζωή μας;

 

Δευτέρα τρεις Αυγούστου.

“Τα Πάγια”. Σωκράτης Μάλαμας: “Τα βράδια είναι ατέλειωτα, αιώνες μαζεμένοι….”.

Έτσι γράφει στη πλώρη της η βάρκα μας. “Τα Πάγια”, γράφει. Πηδώ μέσα της και ταλαντεύομαι. Κοντά να πέσω στη θάλασσα. Πέρασαν τα χρόνια. Λυγούν τα γόνατα, δεν κρατούν τα πόδια.

Ο Ήλιος έγειρε και χάθηκε αφήνοντας πίσω του, αίμα, τη θάλασσα του Μαλιακού. Και πριν καλά καλά σβήσει η φλόγα του, έκανε την εμφάνισή του πάνω από τη κορυφή του Άη Λια το φεγγάρι. Ολόγιομο. Του Αυγούστου η πανσέληνος.

Ακουμπά απαλά η βάρκα στο όμορφο σκαρί, κι ύστερα από λίγο εκείνο γλιστρά στα μαύρα νερά…

Στα Λιχαδονήσια, μαζεύουμε πανιά…

Ακίνητοι.

Κατάφωτη πίστα ο Μαλιακός…

Φωτεινή φεγγαρολεωφόρος στη θάλασσα…

Ρότα προς το μέλλον…

Πίσω μας το παρελθόν με τις όμορφες στιγμές του…

Με τις άσχημες να φαντάζουν γλυκιά ανάμνηση…

Σβήνει ο χρόνος την ασχήμια…. κρατά την ομορφιά….

 

*****

“ΔιαΠέντε”: Μια παρέα πέντε ανδρών, που μοιράζονται τα πάντα, και προπάντων τα αισθήματά τους, τα συναισθήματά τους, και τις σκέψεις τους.

Διά, πέντε!!!

 

Τρεις Αυγούστου του 2020

Διαβάστε επίσης