Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr. 29/11 14:00

tamasou hsaias 1

Του Μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαία


Ο Μοναχισμός, ως θεσμός, ανάγει τις απαρχές του στην αρχέγονη Εκκλησία. Ο Απόστολος Παύλος, σε σχετική ερώτηση των Κορινθίων, για το θέμα των «Παρθένων», μεταξύ άλλων, συνιστά: «Νομίζω ουν τούτο καλόν υπάρχειν… (είναι δηλαδή καλό στον άνθρωπο, είτε άνδρα είτε γυναίκα) το ούτως είναι» (να μένει, δηλαδή, έτσι, άγαμος και παρθένος).

Άλλωστε, και ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος, όπως και άλλοι Απόστολοι, και, μάλιστα, ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ήταν άγαμοι, γι’ αυτό και αποκαλείται «Παρθένος». Ακόμη, στο ιεραποστολικό έργο της πρώτης Εκκλησίας, επιστρατεύονται και γυναίκες «Παρθένες», όπως η Χλόη ή η Φοίβη και άλλες.

Για την τάξη των «Παρθένων» μέσα στην Εκκλησία αναφέρεται και ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, σε σχετική επιστολή του (112 μ.Χ.), λέγοντας: «Ει τις δύναται εν αγνεία μένειν, εις τιμήν της σαρκός του Κυρίου εν ακαυχησία μενέτω».

Ο ίδιος ο άγιος Ιγνάτιος, όντας Αποστολικός Πατέρας, δηλαδή μαθητής και διάδοχος των Αποστόλων, διετέλεσε Επίσκοπος Αντιοχείας, ήταν άγαμος και, ως γνωστό, μαρτύρησε στο Κολοσσαίο της Ρώμης, γενόμενος βορά των θηρίων (113 μ.Χ.).

Ανάλογη μαρτυρική πορεία είχε και ο άγιος Πολύκαρπος, Επίσκοπος Σμύρνης, ο οποίος, όντας αφιερωμένος στον Θεό, δηλώνει ενώπιον των ρωμαϊκών Αρχών, ότι: «Ογδόντα εξ έτη υπηρετεί τον Χριστό και δεν τον αδίκησε. Και πώς τώρα μπορεί να αρνηθεί τον ευεργέτη του;».

Χαρακτηριστικές, επίσης, είναι και οι αναφορές του αποκαλυπτικού βιβλίου των αρχών του β΄ αι. μ.Χ., το οποίο ονομάζεται «Ποιμήν του Ερμά», όπου γίνεται λόγος για την τάξη των «Παρθένων» και επαινείται ο ρόλος τους μέσα στην Εκκλησία.

Έτσι, κατά τους δύο πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού και μέχρι τα μέσα του γ΄ αι. μ.Χ., δεν μπορεί να γίνει λόγος για Μοναχισμό και, μάλιστα, οργανωμένο σύστημα.

Αναφέρεται στον βίο του Μεγάλου Αντωνίου, ότι, όταν ο Αντώνιος άκουσε τη θεία κλήση «ει θέλεις τέλειος είναι…», τότε αποφάσισε να αφιερωθεί στον Θεό. Οπότε «παρέθετο την αδελφήν (αυτού) γνωρίμοις και πισταίς παρθένοις» και «αυτός τοις Σπουδαίοις… γνησίως υπετάσσετω».

Από την είδηση αυτή για τον Μέγα Αντώνιο προκύπτουν δύο αξιόλογες πληροφορίες:

Πρώτο, ότι ο Αντώνιος, προνοώντας για την αδελφή του, η οποία πρέπει να ήταν μικρότερή του και άγαμος, την παρέδωσε σε Γυναικείο Παρθενώνα. Και

Δεύτερο, ότι ο ίδιος «τοις Σπουδαίοις υπετάσσετο», το οποίο σημαίνει, τι; Από παράλληλες ιστορικές πηγές, πληροφορούμαστε, ότι η τάξη των «Σπουδαίων» ήταν μια εν τω κόσμω Χριστιανική Αδελφότητα, η οποία διακρινόταν σε γυναικεία και ανδρώα αφιερωμένα άτομα, με σκοπό να συνδράμουν μέσα στον κόσμο το πνευματικό, ιεραποστολικό και φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας.

Και σ’ αυτή την Αδελφότητα, ο Αντώνιος παρέμεινε, συνεισφέροντας οικονομικά και εργαζόμενος χειρωνακτικά από το 270 μέχρι το 285 μ.Χ., για να αναχωρήσει στη συνέχεια μόνος μέσα στην έρημο.

Και αυτή η Αδελφότητα των «Σπουδαίων», με αυτόνομη μορφή, δραστηριοποιείτο και σε άλλες τοπικές Εκκλησίες, όπως, για παράδειγμα, και στην Κύπρο, κατά την πληροφορία του αγίου Επιφανίου.

Παράλληλα, λειτουργούσε στην Αλεξάνδρεια και σε άλλες Εκκλησίες η Αδελφότητα των «Φιλοπόνων», η οποία και επιτελούσε ανάλογο έργο.

Αναφέρεται, ότι οι άγιοι Ανδρόνικος και Αθανασία, μετά την απόκτηση των δύο τέκνων τους, Ιωάννη και Μαρίας, αποφάσισαν από κοινού την παρθενία και την αφιέρωση στην Αδελφότητα των «Φιλοπόνων».

Και σ’ αυτή παρέμειναν 12 χρόνια, όταν, δηλαδή, τα παιδιά τους, όντας σε ηλικία 14 και 12 ετών, απέθαναν από ασθένεια.

Αλλά και οι Αδελφότητες των «Σπουδαίων», όπως και των «Φιλοπόνων» βοηθούσαν τον άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα, τόσο στο φιλανθρωπικό, όσο και στο πνευματικό του έργο και, προπάντων, στην επιστροφή των Χριστιανών από την αίρεση του Μονοφυσιτισμού στην Εκκλησία.

Εκτός από τις πιο πάνω Αδελφότητες, υπήρχαν και άλλες, όπως της «Διακονίας», της «Αγίας Θεοτόκου», των «Πρεσβειών», των «Παννυχίδων» και άλλες, οι οποίες βοηθούσαν και τον Ιερό Χρυσόστομο και άλλους Πατέρες στο εκκλησιαστικό έργο.

Βέβαια, στη συνέχεια, και όντας η εποχή των διωγμών, μέλη των Αδελφοτήτων αυτών εγκατέλειπαν τον κόσμο, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε, ο Μέγας Αντώνιος, ο όσιος Παύλος ο Απλούς και άλλοι, και ακολουθούσαν τον ερημιτικό τρόπο άσκησης και ζωής.

Και τούτο, γιατί ακόμη δεν είχε οργανωθεί ο Κοινοβιακός Μοναχισμός, ο οποίος γνωρίζει τη μοναστηριακή του μορφή, κυρίως, με τον όσιο Παχώμιο.

Πρώτος, ο οποίος επιχειρεί και επιτυγχάνει, λόγω του κύρους του, τη νομοκανονική και συστηματική συγκρότηση και λειτουργία του Κοινοβιακού Μοναχισμού είναι ο Μέγας Βασίλειος.

Τα έργα του, «Όροι κατά πλάτος» και «Όροι κατ’ επιτομήν», είναι καρπός της μελέτης και της άσκησής του με τον Θεολόγο Γρηγόριο στον Ίριν ποταμό, στο αγρόκτημά του στον Πόντο.

Και αυτές οι διατάξεις του αποβαίνουν, γενικώς, ρυθμιστικοί κανόνες της Μοναχικής Πολιτείας μέχρι και σήμερα.

Ωστόσο, ο Μέγας Βασίλειος, αναλαμβάνοντας το υπούργημα του Επισκόπου και βιώνοντας τις άθλιες συνθήκες της εποχής του, αφού μόνο η Καισάρεια είχε 200,000 κατοίκους, πολλοί από τους οποίους πένονταν και λιμοκτονούσαν, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να παραμείνει αδιάφορος μπροστά στη δοκιμασία του λαού του Θεού.

Γι’ αυτό έθεσε σε εφαρμογή και λειτούργησε το μεγαλεπήβολο, μοναδικό και ανεπανάληπτο, θα μπορούσαμε να πούμε, συγκρότημα της «Βασιλειάδος», ένα, δηλαδή, πολυδύναμο και πολυεπίπεδο φιλανθρωπικό και ανθρωπιστικό κέντρο.

Εκεί είχαν την άνεση να ευρίσκουν καταφύγιο οι άστεγοι και οι πεινασμένοι, φιλοξενία οι ξένοι, περίθαλψη και ιατρική φροντίδα οι άρρωστοι, περιποίηση οι λεπροί και, γενικά, οι εμπερίστατοι, ανεξάρτητα από την καταγωγή ή τη θρησκεία, στην οποία ανήκαν.

Αποτελούσε η «Βασιλειάδα» πτωχοκομείο, ξενοδοχείο, ορφανοτροφείο, λεπροκομείο, νοσοκομείο και, γενικά, καταφύγιο των εχόντων ανάγκη, όπως και σε σχετική ομιλία του, την οποία επιγράφει ο Βασίλειος: «Εν λιμώ και αυχμώ».

Και να υπολογίσει κανένας, ότι ο Βασίλειος διετέλεσε Επίσκοπος μόνο για οκτώ χρόνια και η ζωή του έκλεισε σε ηλικία 48 ετών. Και, ακόμη, για αρκετό χρονικό διάστημα βασανιζόταν από δύο χρόνιες ασθένειες: Από τα νεφρά και το συκώτι του.

Και εδώ ακριβώς περικλείεται και αποκαλύπτεται το μεγαλείο του θεόσοφου νου και της πεπληρωμένης από αγάπη καρδίας του.

Ότι, δηλαδή, σ’ αυτό το θεοφιλές έργο του, εκτός από τις Χριστιανικές Αδελφότητες των εν τω κόσμω «Παρθένων» και παρά το αυστηρό των Μοναχικών του Διατάξεων, ο Βασίλειος κάλεσε και ενέπλεκε και τους Μοναχούς του.

Πόσο θεόλεκτα το ερμηνεύει τούτο ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον Επιτάφιο Λόγο του στον Μέγα Βασίλειο.

Λέγει, χαρακτηριστικά, ότι ο Βασίλειος ήθελε τους Μοναχούς να ασκούνται και στο έργο της φιλανθρωπίας· «Ίνα μη το φιλόσοφον ακοινώνητον η, μήτε το πρακτικόν αφιλόσοφον, ώσπερ δε γη και θάλασσα, τα παρ’ εαυτοίς αλλήλοις αντιδιδόντες, εις μίαν δόξαν Θεού συντρέχουσι».

[Ενέπλεκε, δηλαδή, ο Βασίλειος τους Μοναχούς στο έργο της φιλανθρωπίας, ώστε να αποκτήσουν εμπειρία της αγάπης προς τον συνάνθρωπο, αλλά, ταυτόχρονα, επιδίωκε και, οι ερχόμενοι σε επικοινωνία με τους Μοναχούς, να εμβολιάζονται από το πνεύμα της μοναστικής ζωής. Και αυτή η αμφίδρομη επικοινωνία Μοναχών και Κόσμου, την οποία εφάρμοζε ο Βασίλειος, παρατηρείται και στη φύση, όπου η γη εισέρχεται στη θάλασσα και η θάλασσα εισχωρεί στην ξηρά, οπότε προκαλείται μια εναρμόνια λειτουργική κοινωνία των δύο μεγεθών, ώστε και τα δύο να συντρέχουν στη δόξα του Θεού].

Και σ’αυτό, ακριβώς, το θεοπρεπές σχήμα στοιχούν και συντρέχουν με αμοιβαιότητα τα δύο μεγέθη, Μοναχισμός και Κόσμος, μέσα στο σώμα της Εκκλησίας, όπου το ένα λειτουργεί, - πρέπει να λειτουργεί -, σε μια αμφίδρομη λειτουργία με το άλλο.

Ναι, ο Βασίλειος συγκρότησε τη μοναχική ζωή, αλλά, ταυτόχρονα, και ο Βασίλειος καθιέρωσε την κοινωνική λειτουργία Μοναχισμού και Κόσμου.

Και αυτό, ως έμπρακτη έκφραση της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο. Και προκαλεί εντύπωση το γεγονός, ότι ο Βασίλειος, ενώ συνιστά στους Μοναχούς «την παντελή αναχώρησιν» από τον κόσμο, και, ακόμη, τους καλεί να ακολουθήσουν το πολίτευμα «του ετέρου κόσμου», ταυτόχρονα, υπαγορεύει και συνιστά στους Μοναχούς να θεωρούν ως οικείους τους, προπάντων, τους ομόφρονές τους στην πίστη και ως «μητέρα και αδελφούς τους, τους ακούοντας τον λόγον του Θεού και να ελεούν ακόμη και εκείνους, οι οποίοι δεν βρίσκονται κοντά στον Θεό».

Ωστόσο, πριν από τον Μέγα Βασίλειο, χαρακτηριστικά είναι τα όσα γράφει και μας διασώζει στον βίο του Μεγάλου Αντωνίου ο Μέγας Αθανάσιος.

Αναφέρει για τον Μεγάλο Καθηγητή της Ερήμου, τα εξής: «Ξεκίνησε ο διωγμός κατά της Εκκλησίας από τον Μαξιμίνο. Και, ενώ οι άγιοι Μάρτυρες οδηγούνταν για το μαρτύριο στην Αλεξάνδρεια, «ηκολούθησε και αυτός (ο Αντώνιος), αφείς το Μοναστήριον (το Ασκητήριό του), λέγων· απέλθωμεν και ημείς, ίνα αγωνιζώμεθα, κληθέντες (εάν μας καλέσουν να μαρτυρήσουμε) ή θεωρήσωμεν (να δούμε και να θαυμάσουμε από κοντά) τους αγωνιζομένους. Και πόθον μεν είχεν (ο Αντώνιος) μαρτυρήσαι. (Επειδή, όμως) παραδούναι μη θέλων εαυτόν (και τούτο, γιατί η Εκκλησία απαγόρευε την αυτόκλητη ομολογία πίστης ή το λεγόμενο εισπηδητικό μαρτύριο, γι’ αυτό και ο Αντώνιος) υπηρέτει τοις ομολογηταίς εν τε τοις μετάλλοις (στα κάτεργα) και εν ταις φυλακαίς».

Και, ακόμη, όταν κλήθηκε ο Αντώνιος «παρά τε των Επισκόπων και των Αδελφών πάντων, κατήλθεν από του όρους, και εισελθών εις Αλεξάνδρειαν, εδίδασκε τον λαόν μη είναι κτίσμα τον Υιόν του Θεού. Οι μεν ουν λαοί πάντες έχαιρον ακούοντες παρά του τοιούτου ανδρός αναθεματιζομένην την χριστομάχον αίρεσιν (του Αρείου). Οι δε της πόλεως πάντες συνέτρεχον ιδείν Αντώνιον, Έλληνές τε (δηλαδή οι εθνικοί ειδωλολάτρες) και αυτοί οι λεγόμενοι αυτών ιερείς, εις το κυριακόν (την εκκλησία) ήρχοντο, λέγοντες: Αξιούμεν ιδείν τον του Θεού άνθρωπον. Πάντες γαρ αυτόν ούτως εκάλουν. Και γαρ κακεί (και εκεί) πολλούς δι’ αυτού (του Αντωνίου) εκαθάρισεν ο Κύριος από δαιμόνων… Πολλοί δε και Έλληνες (οι εθνικοί) ηξίουν καν μόνον άπτεσθαι του Γέροντος, πιστεύοντες ωφελείσθαι. Αμέλει (παράβλεψε το γεγονός ότι) τοσούτοι γεγόνασι Χριστιανοί εν ταις ημέραις εκείναις, όσους αν τις είδεν ενιαυτώ (για ένα χρόνο) γενομένους».

Από τα πιο πάνω χαρακτηριστικά δεδομένα, σε μεγάλες μορφές της Εκκλησίας και του Μοναχισμού, τα οποία αναφέρονται τόσο στη ζωή όσο και στη διδασκαλία τους και οι οποίοι παραμένουν ως βάσεις και «απλανείς αστέρες του νοητού στερεώματος» της εκκλησιαστικής πράξης και ζωής, επίτηδες επελέγησαν, και τούτο, γιατί οι εν λόγω αποτελούν «την μικρά ζύμη», η οποία έκτοτε και διαχρονικά παραμένει στη ζωή της Εκκλησίας, ώστε να ζυμώνει όλο το φύραμα, δηλαδή τον κλήρο και τον λαό του Θεού, και όχι μόνο.

Ναι, ο Μοναχισμός κινείται απαρχής μέχρι σήμερα σ’ αυτούς τους δύο πυλώνες, της κατά Θεό φιλοσοφίας (Μοναχισμού) και της του λαού του Θεού ωφελείας. Και ας μην υποστηρίξει κάποιος, ότι υπάρχουν οι περιπτώσεις των Αναχωρητών, οι οποίοι παραμένουν απρόσιτοι, εξαιτίας του μοναχικού και ασκητικού τρόπου ζωής τους, και δεν εξέρχονται από τον τόπο της μετανοίας τους, γιατί αυτοί πολλά και πολλούς ωφέλησαν και ωφελούν.

Πώς; Ασφαλώς, διά μέσου των αδιάληπτων και των μετά δακρύων προσευχών τους. Έγραφε, χαρακτηριστικά, ο όσιος, σύγχρονος άγιος Παΐσιος απ’ έξω από την περίφραξη του χθαμαλού οικίσκου και παρεκκλησίου του στην «Παναγούδα» του Αγίου Όρους: «Παρακαλώ μην με ενοχλείτε.

Πιο πολύ θα σας βοηθήσω, όταν μιλώ στον Θεό για εσάς, προσευχόμενος, παρά όταν μιλώ σε εσάς για τον Θεό». Και κατέθετε για τη ζωή του την αλήθεια ο Όσιος, αφού όλο το βράδυ το χώριζε σε διαστήματα, μνημονεύοντας ονόματα, ανάλογα με την περίπτωση, ανθρώπων.

Και εδώ είναι εύκαιρο να ενθυμηθούμε τον διάλογο του Αβραάμ με τον Ένα από τους Τρεις Αγγέλους, τους οποίους φιλοξένησε στη Δρυ του Μαμβρή στη Χεβρών.

Στην ανακοίνωση του Αγγέλου, τον οποίο ο Αβραάμ, μάλιστα, αποκαλεί «Κύριε», ότι οι δύο άλλοι Άγγελοι μετέβησαν στα Σόδομα προς τον ανεψιό του Λωτ, για να του ανακοινώσουν να φύγει, γιατί, εξαιτίας της αμαρτίας τους η κραυγή προς τον Θεό ήταν μεγάλη, προκειμένου την επαύριο τα Σόδομα να καταστραφούν με φωτιά.

Τότε ο Πατριάρχης αντιπρόβαλε: «Και αν υπάρχουν πενήντα δίκαιοι, «απολείς αυτούς»; Για να απαντήσει ο Κύριος στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις του Αβραάμ, ότι, όχι μόνο για χάρη των πενήντα, αλλά «εάν ευρεθώσιν εκεί δέκα (δίκαιοι)… ου μη απολέσω ένεκεν των δέκα».

Τούτο διαδηλώνει, ότι η θεοσεβής αναστροφή ακόμη και ενός Αγίου, και τούτο και, κατά τον σύγχρονό μας όσιο Παΐσιο, λειτουργεί σωστικά για τους ανθρώπους και τον κόσμο.

Υπερέβαιναν τους χιλίους οι Μοναστές της Μονής του Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά αυτοί, όπως και άλλοι συμμοναστές τους, όχι μόνο άσκησαν καθοριστικό ρόλο και έργο στην ανάσχεση της λαίλαπας της Εικονομαχίας, αλλά πρόσφεραν και αρκετοί από αυτούς, ύστερα από φοβερά βασανιστήρια, και τη ζωή τους.

Γι’ αυτό και ο Πρόεδρος της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, κατά τη διάρκεια των εργασιών της, επανειλημμένα ερωτά και λαμβάνει τη γνώμη των εκπροσώπων των Μοναχών για διάφορα λεπτά και καίρια ζητήματα, που αφορούσαν στις εικόνες.

Χαρακτηριστικά, στην Πρώτη Πράξη της Συνόδου και στο ερώτημα του Προέδρου της αγίου Ταρασίου, πώς πρέπει η Σύνοδος να συμπεριφερθεί στους εικονομαχήσαντας Επισκόπους, «οι ευλαβέστατοι Μοναχοί είπον.

Καθώς εδέξαντο αι Άγιαι και Οικουμενικαί εξ Σύνοδοι τους εξ αιρέσεως επιστρέφοντας και ημείς δεχόμεθα». Και η Σύνοδος όλη απάντησε: «Αρέσκει τούτο πάσιν ημίν». [Και μπορούσαν τότε να παρίστανται και να συμμετέχουν στις εργασίες των Συνόδων και οι Μοναχοί].

Παρακάμπτοντας, λόγω του περιορισμένου της παρούσας αναφοράς χώρου, όσα ο Μοναχισμός πρόσφερε στους τομείς της πίστης, της λατρείας, του ήθους, της φιλανθρωπίας, των τεχνών και των γραμμάτων στη ζωή της Εκκλησίας και οι οποίο τομείς αποτελούν την ανεκτίμητη προίκα της Εκκλησίας, ερχόμαστε στη σύγχρονη εποχή, για να επανατονίσουμε, ότι το μέγεθος του Μοναχισμού εξακολουθεί να παραμένει και να αποβαίνει ο πνεύμονας και η εμπροσθοφυλακή της Εκκλησίας.

Ο τρόπος ζωής των Μοναχών στις διάφορες Μοναστικές Κοινότητες, που αγκαλιάζει όλες τις κατά τόπους ανά τον κόσμο Εκκλησίες, μεταγγίζει στα μέλη της Εκκλησίας, και όχι μόνο, τη διαχρονική και αγέραστη θεία της Εκκλησίας ζωτική παράδοση, η οποία «αρχήν λαβούσα λαλείσθαι διά του Κυρίου, υπό των ακουσάντων εις ημάς εβεβαιώθη».

Και αυτή η παράδοση, προπάντων, και διά μέσου του Μοναχισμού διακρατήθηκε, διασώθηκε ακέραιη και διαδόθηκε.

Το «ην αυτοίς άπαντα κοινά» της ζωής της αρχέγονης Εκκλησίας ευρίσκει την κατάφαση και την εφαρμογή του και σήμερα στην κοινοβιακή μοναστική ζωή. Αλλά και το «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι» απαντάται, προπάντων, στους Μοναχούς.

Και ποιος μπορεί να αμφισβητήσει, ότι ο λόγος του Χριστού «ούτω λαμψάτω το φως ημών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν ημών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα ημών των εν τοις ουρανοίς» δεν επαληθεύεται στην κάθετη, αλλά και στην οριζόντια διάσταση της ζωής του Μοναχού, σε σχέση με τον Θεό και τον κόσμο;

Και στη διαχρονική πορεία της ζωής του Μοναχισμού, ο θεσμός αυτός κατέχει τα σκήπτρα στην παραγωγή Αγίων.

Το Αγιολόγιο της Εκκλησίας μας εμπλουτίζεται διαρκώς με νέες οσιακές μορφές Μοναχών, των οποίων το παράδειγμα αποτελεί πρότυπο μίμησης και τα σκηνώματά τους ευωδιάζουν και θαυματουργούν.

Παράλληλα, και ένας ικανός αριθμός ευπαίδευκτων Ιερομονάχων αναλαμβάνουν θέσεις καίριες μέσα στη ζωή της Εκκλησίας και στις βαθμίδες της Ιερωσύνης.

Και τα θεολογικά γράμματα ευρίσκουν την καταξίωσή τους στο πρόσωπο πολλών Μοναχών ή και στο έργο της Ιεραποστολής διαχρονικά οι Μοναχοί έχουν επίδοση.

Και εδώ υπάρχει μια πολυσήμαντη προσφορά του Μοναχισμού σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου.

Περαίνοντας, ως σύνοψη των όσων έχουμε στην ευσύνοπτη αυτή αναφορά μας για τον Μοναχισμό και τον κόσμο αναφέρει, καταθέτομε τον θεόσοφο λόγο του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, ο οποίος διαδηλώνει και επιβεβαιώνει την αλήθεια, το εξής: «Φως Μοναχοίς Άγγελοι. Φως δε πάντων ανθρώπων μοναδική (μοναχική) πολιτεία».

Εμφανίσεις: 302179
H αναδημοσίευση του παραπάνω άρθρου ή μέρους του επιτρέπεται μόνο αν αναφέρεται ως πηγή το Romfea.gr με ενεργό σύνδεσμο στην εν λόγω καταχώρηση.
FOLLOW ROMFEA: