MENU

Αθήνα, ξημερώματα Κυριακής 8 Οκτωβρίου 1944...

 Έξω το σκοτάδι ήταν ακόμα βαθύ. Το δυνατό κλείσιμο μιας σιδερένιας πόρτας τάραζε την ησυχία της πρωτεύουσας, η οποία, από τις 27 Απριλίου 1941, βρισκόταν ήδη υπό γερμανική κατοχή. Ο Αντώνης Βρεττός, φρεσκοξυρισμένος όπως πάντα, με το λευκό μαντίλι στο πέτο και το κλασικό λευκό «καβουράκι» στο κεφάλι του, άφηνε το ένα σπίτι του και έπαιρνε το δρόμο για το άλλο του σπίτι, το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ο Βρεττός, ως διευθυντής του ιστορικού γηπέδου εδώ και κάποια χρόνια, ένιωθε ένα σφίξιμο στην καρδιά κάθε φορά που αντίκριζε, αντί για αθλητές με πράσινες φανέλες και τριφύλλια, στρατιώτες με μελανέρυθρες σβάστικες και πολυβόλα MP-40, τα αγαπημένα όπλα της Βέρμαχτ.

 Όφειλε όμως να δίνει πάντα το «παρών». Γνωρίζοντας κάθε χιλιοστό του γηπέδου του Παναθηναϊκού καλύτερα από κάθε άλλον, είχε διαμορφώσει, παρέα με μέλη της διοικούσας επιτροπής του Τριφυλλιού και απλούς φίλους της ομάδας, ένα κρυφό και απρόσιτο δωμάτιο σε χώρο αντίστασης και ανάτασης εθνικού φρονήματος! Εκεί οι ηρωικοί και παράτολμοι Παναθηναϊκοί είχαν τη δυνατότητα να ακούν από ένα λαθραίο ραδιόφωνο τα νέα του BBC, περιμένοντας καρτερικά την πολυπόθητη απελευθέρωση.

 Η πόλη ήταν ακόμη έρημη και οι μόνοι οι οποίοι κυκλοφορούσαν στους δρόμους ήταν οι Γερμανοί στρατιώτες. Καθ’ οδόν για το γήπεδο, ο Βρεττός συνάντησε έναν από αυτούς και σταμάτησε το βιαστικό του βήμα. Οι δύο άνδρες ήταν σε απόσταση αναπνοής μεταξύ τους και ο Βρεττός τον κοίταξε επίμονα μες στα μάτια. Τη στιγμή εκείνη πέρασαν με κινηματογραφική ταχύτητα από το μυαλό του όλες εκείνες οι κτηνώδεις πράξεις των Γερμανών στην πρωτεύουσα αλλά και στο γήπεδο του Τριφυλλιού, όπου σχεδόν τα πάντα είχαν γίνει βορά στις ορέξεις των κατακτητών.

 Η τροπαιοθήκη του συλλόγου, με τα εκατοντάδες κύπελλα που ο Παναθηναϊκός είχε κατακτήσει στο στίβο, στο ποδόσφαιρο, στο χόκεϊ, στις αθλοπαιδιές και στα υπόλοιπα αθλήματα, είχε λεηλατηθεί. Κύπελλα που κατακτήθηκαν με ιδρώτα και ενίοτε με αίμα, χρησιμοποιούνταν από τους αδίστακτους Ιταλούς και τους αιμοσταγείς Γερμανούς ως τρόπαια νίκης σε εσωτερικούς φιλικούς τους αγώνες. Οι καταστροφές ήταν γενικευμένες σε όλους τους χώρους του γηπέδου και, με βάση τους υπολογισμούς που έκαναν οι διοικούντες τον Όμιλο, το κόστος τους ξεπερνούσε τα δύο εκατομμύρια δραχμές, ποσό δυσβάσταχτο για τα δεδομένα της εποχής. Το γήπεδο είχε επιταχθεί εξ ολοκλήρου από τους κατακτητές. Σχεδόν όλοι οι υαλοπίνακες ήταν σπασμένοι, ενώ γραφεία και έπιπλα είχαν κλαπεί για τις ανάγκες των βαρβάρων. Ακόμα και η μεγάλη στεγασμένη εξέδρα επί της οδού Τσόχα, το καμάρι του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου και ένα έργο που προκάλεσε το γενικό θαυμασμό σύσσωμης της αθλητικής Ελλάδας, καθώς ήταν η πρώτη παρόμοια εξέδρα που χτίστηκε ποτέ και μπορούσε να φιλοξενήσει μέχρι και τρεις χιλιάδες θεατές, ήταν κατεστραμμένη ολοσχερώς. Αυτό πονούσε πολύ τον Βρεττό, ο οποίος, το 1932 που εγκαινιάστηκε η εξέδρα, ήταν ενεργό μέλος του Παναθηναϊκού. Το έργο αυτό καθιέρωσε για τα επόμενα χρόνια το γήπεδο της Λεωφόρου ως τόπο τέλεσης των αγώνων της Εθνικής Ελλάδας και άλλων σημαντικών διεθνών συναντήσεων. Ο Παναθηναϊκός του είχε πρωτοπορήσει για ακόμη μία φορά, και η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, σε ένδειξη θαυμασμού, εντοίχισε τότε στην εξέδρα μια μαρμάρινη αναμνηστική πλάκα, στην οποία χαράχτηκαν τα ακόλουθα:

 «Οι εκπρόσωποι των εν Γενική Συνελεύσει Ποδοσφαιρικών Σωματείων της Ελλάδος εντοιχίζουν την πλάκαν ταύτην εις ένδειξιν θαυμασμού προς το έργον του ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΥ ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ, κοσμήσαντος την πόλιν των Αθηνών με το λαμπρόν τούτο εντευκτήριον της ασκούμενης ελληνικής νεολαίας. 1 Οκτωβρίου 1932»

 Το ιστορικό αυτό κειμήλιο είχε πέσει θύμα στις ορέξεις κάποιου Γερμανού στρατιώτη, ο οποίος, χωρίς καμία ένδειξη σεβασμού, το έκανε κομμάτια. Ένα από τα κομμάτια αυτά πρόλαβαν και κράτησαν οι άνθρωποι του Παναθηναϊκού, ώστε να τους θυμίζει εκείνη την, περήφανη για το Τριφύλλι, ημέρα του 1932.

 Ο Βρεττός συνέχιζε να κοιτάζει τον Γερμανό σκοπό, ενθυμούμενος τα εκατοντάδες σκελετωμένα άψυχα κορμιά που κείτονταν ακόμα και εκείνες τις ώρες στους δρόμους της Αθήνας. Ο σκοπός, κραδαίνοντας το όπλο του, τον ρώτησε θυμωμένος τι ακριβώς θέλει. O Βρεττός δεν αποκρίθηκε και συνέχιζε να τον κοιτάζει. Ο σκοπός τον σημάδεψε με το πολυβόλο, ζητώντας του να φύγει. Οι Γερμανοί δεν αστειεύονταν... Όσο το τέλος της κυριαρχίας τους πλησίαζε τόσο πιο αδίστακτοι γίνονταν. Μέσα σε αυτά τα δευτερόλεπτα που ο Βρεττός κοίταζε το στρατιώτη, ήδη είχαν ακουστεί δύο πυροβολισμοί που προέρχονταν από τις φυλακές Αβέρωφ, απέναντι από το γήπεδο, εκεί που σήμερα βρίσκεται ο Άρειος Πάγος. Οι Γερμανοί, ακόμα και τις ύστατες στιγμές, εκτελούσαν Έλληνες πατριώτες.

 Ο Βρεττός, προτού αποχωρήσει, σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τις σημαίες με τις σβάστικες, που υψώνονταν ακόμα σε όλα τα κτίρια της πρωτεύουσας, σκεπτόμενος ότι το κόκκινο και το μαύρο δεν ταιριάζουν με τον καταγάλανο αττικό ουρανό. Οι γαλανόλευκες σημαίες, από τον Απρίλη του 1941 και έπειτα, ήταν εξαφανισμένες από την Αθήνα. Η καρδιά του Βρεττού, όπως και όλων των Αθηναίων, υπέφερε στη θέα αυτή.

 «Δεν πάει άλλο. Σήμερα θα το κάνω», σκέφτηκε και άφησε πίσω του τον Γερμανό, συνεχίζοντας το γοργό του βήμα.

 Η ώρα ήταν ήδη μία μετά τα μεσάνυχτα και ο Αντώνης Βρεττός άνοιγε την πόρτα του «κρυφού σχολειού», όπως συνήθιζαν να ονομάζουν το δωμάτιο που συγκεντρώνονταν τα μέλη και οι αθλητές του Παναθηναϊκού, παρέα με τους νέους του Εμπειρίκειου Ορφανοτροφείου, το οποίο στεγαζόταν σε αίθουσες του γηπέδου. Ο Βρεττός, κάθε νύχτα, ετοίμαζε κρυφά μια εφημερίδα με τίτλο «Η Φωνή του Π.Α.Ο.», η οποία δημοσίευε όλες τις ειδήσεις που μετέδιδε το βρετανικό ραδιοφωνικό δίκτυο, και την οποία κυκλοφορούσε εμπιστευτικά κάθε πρωί. Οργάνωνε επίσης συγκεντρώσεις μεταξύ αθλητών με αντιστασιακούς σκοπούς, με την πρόφαση πως επρόκειτο για προπονήσεις...

 Σε λίγη ώρα, η αίθουσα είχε ήδη γεμίσει ασφυκτικά και όλοι ήταν μαζεμένοι γύρω από το ραδιοφωνικό δέκτη. Ο Βρεττός, ο οποίος γνώριζε καλά την αγγλική γλώσσα, εκτελούσε χρέη μεταφραστή των ειδήσεων. Τα πρώτα νέα ήταν εξαιρετικά. Οι συμμαχικές δυνάμεις ήδη προχωρούσαν ακάθεκτες στην Ευρώπη και η νίκη ήταν πλέον κοντά. Μέχρι που μια αναγγελία έγινε η αιτία να σειστεί συθέμελα η αίθουσα από τα πανηγύρια και τις ζητωκραυγές των παρευρισκομένων.

 Από το προηγούμενο απόγευμα της 7ης Οκτωβρίου 1944, οι πρώτες αγγλικές στρατιωτικές δυνάμεις είχαν ήδη ξεκινήσει να αποβιβάζονται στην Πελοπόννησο. Με τη μετάδοση της είδησης αυτής, ο Βρεττός ξέσπασε σε αναφιλητά και η φωνή του «έσπασε» από συγκίνηση. Οι φίλοι του κατάλαβαν πως μάλλον για καλό πρόκειται.

 - Τι είναι, ρε Αντώνη; Πες μας! Τι έγινε; Θα μας σκάσεις!

 Τα δάκρυα τώρα κυλούσαν ποτάμι στο πρόσωπο του Βρεττού. Με τρεμάμενη φωνή σηκώθηκε από την καρέκλα του και βροντοφώναξε, χωρίς καθόλου να τον νοιάζει αν θα τον ακούσει κάποιος Γερμανός φρουρός, όπως αυτοί οι οποίοι έκοβαν βόλτες γύρω από το γήπεδο.

 - Οι Σύμμαχοι μπήκαν στην Πελοπόννησο! Σε λίγες ημέρες, η Αθήνα θα είναι ελεύθερη! Το ακούτε; Το είπε το Μπι-Μπι-Σι! ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!

 Η Λεωφόρος είχε να ζήσει τόσο έντονους πανηγυρισμούς από το 8-2 της 1ης Ιουνίου 1930! Κυριακή τότε, Κυριακή και τώρα. Όχι, δεν είχε πετύχει κάποιο τέρμα ο Μεσσάρης, όπως εκείνο το απόγευμα. Το γκολ αυτό, όμως, ήταν πολύ πιο σημαντικό. Ήταν το γκολ της λευτεριάς! Η αίθουσα ήταν πολύ μικρή αλλά ο ενθουσιασμός τεράστιος. Όλοι αγκαλιάζονταν, αντάλλασσαν φιλιά και με δάκρυα στα μάτια τραγουδούσαν και φώναζαν εθνικά συνθήματα. Ύστερα από αρκετή ώρα, όταν τα πανηγύρια είχαν κοπάσει αρκετά και άρχιζε να ξεπροβάλλει δειλά-δειλά ο ήλιος, η παρέα συνειδητοποίησε ότι κάποιος έλειπε από το δωμάτιο.

 - Πού πήγε ο Αντώνης ρε παιδιά;

 Και ενώ όλοι έψαχναν τον Βρεττό, εκείνος ξεπρόβαλε στην πόρτα του δωματίου, χωρίς δάκρυα πλέον, αλλά με ένα πελώριο χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό του, ανακοινώνοντάς τους το εξής:

 - Ελάτε όλοι έξω. Μη φοβάστε! Θέλω να δείτε κάτι!

 Ο Αντώνης Βρεττός ήταν ένας γενναίος και τολμηρός άνθρωπος. Η δράση του, στην περίοδο της Κατοχής, ήταν πολυσήμαντη. Ο ίδιος αγνοούσε την έννοια του φόβου. Γνώριζε καλά πως όποιος δεν φοβάται πεθαίνει μόνο μία φορά. Αντιθέτως, αυτός ο οποίος φοβάται πεθαίνει κάθε μέρα...

 Και έτσι τόλμησε. Και νίκησε. Κρατώντας μια κιμωλία και μια σημαία, εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό του Οκτώβρη στη Λεωφόρο, έγραψε Ιστορία. Γεμάτοι λαχτάρα οι φίλοι του έσπευσαν να δουν τι ήταν εκείνο που ήθελε να τους δείξει ο ηρωικός διευθυντής της Λεωφόρου. Σε ένα μαυροπίνακα, έξω από την εξέδρα που βρισκόταν στην πλευρά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, ο Βρεττός είχε γράψει τα εξής:

 «Την προσεχή Κυριακή μέγας ποδοσφαιρικός αγών Παναθηναϊκού - Αγγλικής Αεροπορίας. Ζήτω η Ελευθερία!»

 Κατάπληκτοι οι διαβάτες διάβαζαν τη συγκεκριμένη αναγγελία και τα στήθη τους φούσκωναν από εθνική υπερηφάνεια, παρά το γεγονός ότι οι Γερμανοί φρουροί βρίσκονταν ακόμα σε απόσταση αναπνοής! Ο Βρεττός, όμως, προχώρησε ακόμα περισσότερο, υψώνοντας, στις επτά το πρωί της 8ης Οκτωβρίου 1944, την ελληνική σημαία στον ψηλότερο ιστό του γηπέδου του Παναθηναϊκού.

Η γαλανόλευκη στόλιζε ξανά τον αττικό ουρανό, για πρώτη φορά έπειτα από τριάμισι χρόνια. Ο Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος, μέσω της γενναίας πράξης του Βρεττού, μπορεί να υπερηφανεύεται για μια κοινωνική πρωτοπορία και έναν «εθνικό τίτλο», ο οποίος ίσως αξίζει περισσότερο από κάθε έναν εκ των 1.583 αγωνιστικών τίτλων που έχει κατακτήσει ο αθηναϊκός σύλλογος στην υπεραιωνόβια ιστορία του.

 Η πρώτη ελληνική σημαία που υψώθηκε στην Αθήνα στην περίοδο της Κατοχής, τέσσερις ημέρες προτού οι κατακτητές αποχωρήσουν οριστικά από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου, υψώθηκε στο γήπεδο που Παναθηναϊκού, μια ημέρα σαν τη σημερινή.

 Ο Αντώνης Βρεττός θα κοινοποιήσει αμέσως την κίνησή του αυτή στον αμφιλεγόμενο, διορισμένο από τους Γερμανούς δήμαρχο Αθηναίων, Άγγελο Γεωργάτο (1907-1969), με μια επιστολή που θα αφήσει εποχή και η οποία ανέφερε τα εξής:

 «Κύριε Δήμαρχε, λαμβάνω την τιμή να σας γνωστοποιήσω ότι υπό την ιδιότητα μου ως διευθυντού του Γυμναστηρίου του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου ύψωσα εν αυτώ σήμερον την 8 Οκτωβρίου 1944 και ώραν 7ην π.μ. την Ελληνικήν Σημαίαν. Με βαθύτατην συγκίνησιν, Αξιότιμε Δήμαρχε, σας αναφέρω τα ανωτέρω, με συγκίνησιν την οποίαν επαυξάνει το γεγονός ότι δια πρώτην φοράν υψούται η Ελληνική Σημαία εις την περιοχής της κυρίως πρωτευούσης»...

 Η Λεωφόρος μας, κατά καιρούς, έχει κινδυνεύσει από άλλης μορφής κατακτητές, οι οποίοι την απειλούν με κάτι χειρότερο από όσα της προξένησαν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί την περίοδο 1941-1944. Την απειλούν με οριστική κατεδάφιση. Ίσως δεν ένιωσαν και δεν θα νιώσουν ποτέ τι πρεσβεύει αυτό το γήπεδο-μνημείο για τον ελληνικό αθλητισμό και για την ελληνική κοινωνία γενικότερα. Αυτό το γήπεδο, στο οποίο γράφτηκαν χρυσές αλλά και μαύρες σελίδες της Ιστορίας μας, θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως Παρθενώνας για το ελληνικό ποδόσφαιρο.

 Σήμερα, η Λεωφόρος μας, γνήσιο τέκνο των Αμπελοκήπων και καμάρι όλης της πρωτεύουσας, στέκει ακόμα περήφανη και εκφραστική στους πρόποδες του Λυκαβηττού, λαβωμένη και ρυτιδιασμένη από το χρόνο, αλλά όχι ηττημένη. Σε αυτόν τον ιερό πολυχώρο κατοικούν «πράσινες» ψυχές μεγάλων προσωπικοτήτων όπως οι Απόστολος Νικολαΐδης, Αντώνης Μαντζαβελάκης, Λουκάς Πανουργιάς, Μιχάλης Παπάζογλου, Μήτσος Μπακούρος, Θανάσης Νίκαινας, Μπλούης Διακάκης, Πέτρος Γκιουράνοβιτς, ο παππούς Ανδρέας Βγενόπουλος μαζί με τον εγγονό του, καθώς και οι Άγγελος Μεσσάρης, Μήτσος Μπαλτάσης, Αντώνης Μηγιάκης, Λύσανδρος Δικαιόπουλος, Σπύρος Υποφάντης, Βαγγέλης Πανάκης, Τάκης Λουκανίδης, Ζαχαρίας Πιτυχούτης, Τάσος Στεφάνου... Κάπου εκεί, τριγυρίζουν και τα πνεύματα των Παύλου, Θανάση και Κώστα Γιαννακόπουλου αλλά και του Αντώνη Βρεττού, ο οποίος, κάθε χρόνο, την ίδια πάντα ημέρα και ώρα, όταν το γήπεδο είναι έρημο και κανένας δεν βρίσκεται εκεί για να τον αντιληφθεί, κάνει την καθιερωμένη έπαρση σημαίας. Όπως τότε...

 Υ.Γ.: Η παραπάνω ιστορία έχει αντληθεί από το βιβλίο «Λεωφόρος Αλεξάνδρας 160» - 160 άγνωστες ιστορίες για τον Παναθηναϊκό» (2019 - Αριστοτέλης Μπενόγλου, Ανδρέας Οικονόμου). Χρησιμοποιήθηκαν επίσης στοιχεία από το βιβλίο «Λεωφόρος Ηρώων - Η ιστορία του Παναθηναϊκού στα χρόνια της Κατοχής (1941-1944)», του Ανδρέα Οικονόμου (2014).

Η Λεωφόρος σήκωσε πρώτη τη σημαία της Απελευθέρωσης!