Εχουν περάσει 30 χρόνια. Νεαρός δημοσιογράφος προσπαθούσα να ξεχωρίσω τους «καλούς» από τους «κακούς». Θυμάμαι τους στρατιώτες στα φυλάκια και τους άλλους με τα πολιτικά να με ρωτάνε για τον σκοπό της επίσκεψης. Επρεπε να έχεις άδεια για να μπεις στα χωριά. Αδεια από την Αστυνομική Διεύθυνση Ξάνθης! Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τα Πομακοχώρια φόβιζαν τόσο το κράτος των Αθηνών. Είχαν μπερδέψει τους κινδύνους. Μουσουλμάνοι που μιλούν «άγνωστη σλαβική διάλεκτο». Και «Τούρκοι» και «Βούλγαροι» μαζί. Ο,τι χειρότερο δηλαδή. Στους φόβους του Εμφυλίου προστέθηκαν τα κόμπλεξ των χουντικών και η περιοχή παρέμεινε επιτηρούμενη ζώνη. Η Μεταπολίτευση δεν τα άλλαξε τα πράγματα. Ούτε η αλλαγή του Παπανδρέου. Επρεπε να φτάσουμε στο 1996 για να ξηλωθεί και η τελευταία μπάρα και να σταματήσει η ντροπή. Σήμερα έχει μείνει μόνο η ξεθωριασμένη ταμπέλα. Τα φυλάκια έχουν γίνει στάσεις λεωφορείων.
Για τέσσερις ημέρες γυρνάω από χωριό σε χωριό. Σμίνθη, Μύκη, Γλαύκη, Κύκνος, Ωραίον, Σιρόκο, Εχίνος, Τέμενος, Σάτρες, Θέρμες, Μέδουσα, Κοττάνη, Κένταυρος. Θα δείτε την ομορφιά τους, αύριο, στους «Πρωταγωνιστές» στο Mega. Οι κάτοικοι δεν μου χαμογελούν. Δεν έχουν συνηθίσει να βλέπουν ξένους στα χωριά τους. Ή μάλλον συνήθως οι ξένοι που τους επισκέπτονται είναι πραγματικά ξένοι. Κρατικοί υπάλληλοι δηλαδή που υπερασπίζονται κρατικές υποθέσεις. Ελληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι, Αμερικανοί κατά καιρούς, που έχουν βάλει στο μικροσκόπιο τη μειονότητα και προσπαθούν να βγάλουν συμπεράσματα. Στα καφενεία που είναι ταυτόχρονα και μπακάλικα είναι όλοι τους ευγενικοί. Το ίδιο και στα τζαμιά και στα παζάρια. «Μπορεί να μη γελάμε, αλλά έχουμε στο αίμα μας και εμείς την ελληνική φιλοξενία», θα μου πει ο ξυλουργός στην είσοδο του Κενταύρου.

Γιουτζέλ: Ερωτας, διακρίσεις και ο δρόμος της ξενιτιάς

Τον συνάντησα στο κρεοπωλείο του πατέρα του στη Μύκη, το πιο συντηρητικό ίσως χωριό του βουνού. Τεμάχιζαν ένα τεράστιο μπούτι αγελάδας. «5 ευρώ το κιλό».

Μόλις γύρισες από Γερμανία, έμαθα.

«Ναι, γύρισα γιατί είναι βαρύς ο χειμώνας και σταμάτησαν οι βαφές στα ναυπηγεία».

Δουλειά στην Ελλάδα δεν βρίσκεις;

«Στην Αθήνα για να βρεις καλή δουλειά πρέπει να έχεις γνωστούς. Κάποιο κόμμα, κανένα πολιτικό, χίλια δυο άτομα πρέπει να ξέρεις».

Εξω είναι καλύτερο το μεροκάματο;

«Με μηνιάτικο δουλεύουμε. Είναι διπλάσιο, μπορεί και τριπλάσιο της Ελλάδας».

Σχολείο έβγαλες;

«Το λύκειο δεν το τελείωσα. Δεν υπήρχαν λεφτά στην οικογένεια και έπρεπε να δουλέψω».

Απ’ το χωριό θα παντρευτείς;

«Είμαι αρραβωνιασμένος με μια κοπέλα από το χωριό».

Από άλλα χωριά δεν παίρνετε κοπέλες;

«Στους είκοσι, ένας δυο θα πάρουν κοπέλα από αλλού».

Μουσουλμάνοι και χριστιανοί παντρεύονται ποτέ;

«Οχι, γιατί η θρησκεία μας μάς έχει περιορίσει. Δεν μπορούμε να έχουμε επαφές με τους χριστιανούς».

Εσύ φίλους χριστιανούς δεν έχεις;

«Φίλους χριστιανούς έχω. Και στην Ξάνθη και στη Γερμανία. Εξω από το χωριό δηλαδή».

Πόσα παιδιά είναι έξω για δουλειές;

«Το 70% είναι έξω. Μένουν μόνο αυτοί που έχουν τα μαγαζιά εδώ στο χωριό ή έχουν βρει κανένα καλό μηνιάτικο στην Ξάνθη».

Στο τζαμί πας;

«Τις Παρασκευές θα πάω. Εντάξει, οι νέοι οι πιο πολλοί δεν κάνουμε συνέχεια προσευχή».

Ρατσισμός;

«Ρατσισμός όχι. Μόνο καμιά φορά για να πάρουμε κανένα χαρτί μάς βγάζουν την ψυχή. Ενα απλό θέμα το κάνουν τεράστιο. Και λες «εντάξει, και εγώ στην Ελλάδα ζω»»…

Αφού υποτίθεται ότι έχει τελειώσει αυτή η ιστορία των διακρίσεων…

«Κάποιοι όμως τη συνεχίζουν. Δεν υπάρχει ρατσισμός, αλλά κάτι ενδιάμεσο υπάρχει. Και εμείς έχουμε κάποιους ηλικιωμένους που λένε «οι χριστιανοί μάς έκαναν ζημιά», έτσι σκέφτονται και μερικοί χριστιανοί. Πάντως σε σχέση με τις ιστορίες που μας λένε οι πατεράδες μας, εμείς είμαστε πάρα πολύ καλά».

Τους απαγορευόταν ακόμα και να κυκλοφορούν το βράδυ.

«Ναι, τα ακούμε και εμείς σαν παραμύθι. Για να κατέβεις στην Ξάνθη περνούσες από τελωνεία. Δηλαδή στα 20 χιλιόμετρα είχαν δύο ελέγχους».

Πώς τη λένε την κοπέλα;

«Σενγκιούλ».

Αν εγώ τώρα τη Σενγκιούλ την έβλεπα στον δρόμο και τη ρωτούσα κάτι, μπορούσε να μου μιλήσει;

«Αυτό όχι. Αυτό το κακό το ‘χουμε στο χωριό. Δυστυχώς οι γυναίκες οι ελεύθερες δεν μπορούν να μιλήσουν. Πρέπει να ‘ναι κάποιος από την οικογένεια μπροστά. Οχι ότι οι άλλοι άνθρωποι είναι ζώα και δεν αξίζουνε να τους πει ένα «γεια», απλά με αυτές τις συνήθειες μεγαλώσαμε. Και αν γίνει κάτι διαφορετικό, μετά θα γίνει συζήτηση σε όλο το χωριό».

Πότε έφυγες για πρώτη φορά έξω;

«Το 2008 στα 18. Πήγα Γερμανία και μετά με τον ίδιο εργολάβο πήγαμε Δανία. Βάφαμε πολεμικά πλοία, μετά κάτι φορτηγά, μέχρι που γύρισα για να πάω φαντάρος».

Πού παρουσιάστηκες;

«Αυλώνα. Και μετά ήρθα εδώ στην Ξάνθη, στο Πετροχώρι. Ημουνα από τους τυχερούς. Παλιά ο παππούς μου υπηρέτησε τέσσερα χρόνια στη Βουλγαρία και άλλα τρία στην Ελλάδα».

Να φανταστώ ότι ξέρεις και γερμανικά…

«Αυτά που θα χρειαστώ πάνω στη δουλειά. Και λίγα αγγλικά. Να ζητήσω το νερό, τα τσιγάρα μου, την κάρτα μου. Και διαβάζω ελληνικά και τούρκικα που τα μάθαμε στο δημοτικό».

Στο σπίτι τι απ’ όλα μιλάτε;

«Πομάκικα. Τη δικιά μας γλώσσα που δεν έχει γραφή. Μόνο προφορική είναι. Αλλά τώρα τελευταία πολλοί γονείς μιλάνε στα παιδιά μόνο τούρκικα ή ελληνικά. Να μη δυσκολεύονται όταν πάνε στα νήπια».

Πολιτικοί έρχονται;

«Μόνο στις εκλογές. Από Θεσσαλονίκη, Αθήνα και από την Τουρκία έρχονται λόγω της θρησκείας. Τις άλλες ημέρες δεν μπορείς να δεις κανέναν».

Πότε θα γίνει ο γάμος;

«Αργεί ακόμη. Πρέπει να τελειώσει το λύκειο. Είναι 16 χρονών. Θέλει να πάει και στο πανεπιστήμιο».

Πώς γνωριστήκατε, θα μου πεις;

«Την είχα δει στο μαγαζί του πατέρα της. Κατάφερα και βρήκα το κινητό της και της έστειλα μήνυμα».

Ραντεβού;

«Ραντεβού και τέτοια δεν υπάρχουν πριν από τον αρραβώνα».

Τι της είχες γράψει δηλαδή στο μήνυμα;

«Γεια σου, είμαι ο Γιουτζέλ, ενδιαφέρομαι για σένα, αν ήθελες μπορούμε να συνεχίσουμε την κουβέντα μας…».

Από την ομορφιά τη διάλεξες;

«Δεν πιστεύω ότι όλα είναι η ομορφιά».

Ναι, αλλά εσύ πώς κατάλαβες τι άνθρωπος είναι; Από τα μάτια;

«Ακριβώς, το είδα. Και για τον χαρακτήρα της έμαθα από τις άλλες γυναίκες. Γίνεται το κουτσομπολιό, που λέμε. «Αυτή η κοπέλα ωραία φέρεται, προστατεύει τα μικρά της αδέλφια…». Εναν μήνα, δύο μήνες, τρεις μήνες, μαθαίνεις τι χαρακτήρας είναι».

Και μπορείς τώρα, ας πούμε, να την πάρεις και να πάτε μια εκδρομή;

«Εκδρομή μόνοι μας δεν μπορούμε να πάμε. Με τους γονείς όμως μπορούμε να κάνουμε όσες εκδρομές θέλουμε. Πήγαμε στην Τουρκία πρόσφατα, αλλά μαζί με τους γονείς».

Οπότε, με τη Σενγκιούλ, ούτε φιλιά ούτε τίποτα;

«Οχι, αυτά δεν υπάρχουνε. Μετά, όταν παντρευτείς, είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι θες. Βγαίνουμε όμως βόλτα στο χωριό –αλλά όταν έχει φως. Οταν δεν έχει, μαζί με τη μάνα».

Ο γάμος;

«Πρώτα πηγαίνουμε στον μουφτή και μετά στο δημαρχείο. Πρώτα δηλαδή κάνουμε τον θρησκευτικό και ύστερα τον πολιτικό γάμο».

Και τι θα χορέψετε;

«Εχουμε δύο ορχήστρες στο χωριό. Μπουζούκι, κιθάρα και το τούρκικο σάζι. Λαϊκά, τσιφτετέλια, χασάπικο, συρτάκι, ζεμπεκιές. Ο,τι υπάρχει στα ελληνικά, υπάρχει και στα τούρκικα. Δηλαδή η ορχήστρα παίζει και από τα δύο».

Τζεϊλάν: Σπουδές, μπιλιάρδο και Σουλεϊμάν

Τη βρήκα να ετοιμάζει κλιν –τις πομάκικες πίτες –στις Σάτρες. Την προηγούμενη ημέρα την είχα συναντήσει στο Τέμενος –το πιο προοδευτικό ίσως χωριό του βουνού –να παίζει μπιλιάρδο στο μπακάλικο.

Εχω μάθει ότι είσαι από τις καλύτερες μαγείρισσες του κλιν. Ποιος σου ‘χει μάθει τη συνταγή;

«Η γιαγιά μου, η μαμά του πατέρα μου. Ημουνα 13 χρονών, στο γυμνάσιο, και μου είπε «ξεκίνα να σε μάθω να ανοίγεις φύλλο»».

Τι βάζεις μέσα;

«Στη μια έχω βάλει ρύζι, που το έβρασα πρώτα, μετά λίγο γιαούρτι και μερικά αυγά. Και στην άλλη πατάτες με ρύζι».

Τι άλλο σου ‘χει μάθει η γιαγιά;

«Η γιαγιά έχει παντρευτεί πολύ μικρή, 15 χρονών. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μου έλεγε, την έκρυβε η μαμά της στα σκουπίδια για να μην τη βρουν, ο πατέρας της είχε σκοτωθεί στον πόλεμο. Τον χειμώνα κοιμόντουσαν σε ένα δωμάτιο εννιά άτομα, μαζί με τα ζώα τους. Βέβαια ούτε σχολείο πήγε η γιαγιά, ούτε ελληνικά έμαθε, ούτε τίποτα. Μόνο πομάκικα. Ο παππούς μου όμως, επειδή ήταν τσοπάνος και έφτανε μέχρι τη Θεσσαλονίκη, ήξερε και ελληνικά και τούρκικα».

Τι βλέπετε στην τηλεόραση;

«Τούρκικα κυρίως, αλλά υπάρχουν σπίτια που πιάνουν και ελληνικά».

«Σιλά», «Σουλεϊμάν» και τέτοια;

«Ναι, ναι, αυτά. Είμαστε όμως πιο μπροστά. Και καμιά φορά με παίρνουν οι φίλες μου από τη Θεσσαλονίκη και με ρωτάνε «στο άλλο επεισόδιο τι θα γίνει;»».

Εσένα ποιο είναι το αγαπημένο σου σίριαλ;

«Ο «Σουλεϊμάν»».

Με ποια ταυτίζεσαι από όλες αυτές τις γυναίκες που έχει;

«Παραδέχομαι τη Χιουρέμ που είναι η πιο σκληρή απ’ όλες και τα κάνει όλα όπως θέλει».

Εδώ οι άντρες όμως δεν έχουνε χαρέμια…

«Οχι, όχι, κανένας. Εντάξει, δεν υπάρχει απαγόρευση, αλλά ποια γυναίκα σήμερα δέχεται μια δεύτερη γυναίκα στο σπίτι της; Η θρησκεία βέβαια σου λέει ότι μπορείς να πάρεις και δεύτερη και τρίτη, μέχρι εφτά, αρκεί να μη μαλώνουν η μία με την άλλη».

Και ένα ζευγάρι βέβαια δεν έχει σχέσεις μέχρι τον γάμο, έτσι;

«Ναι, αυτό απαγορεύεται. Ασχετο που δεν το τηρούν όλοι πλέον. Και το ποτό απαγορεύεται, αλλά όλοι πίνουν και μετά δεν ξέρουν τι κάνουν».

Συνεχίζεις τις σπουδές στη Θεσσαλονίκη, έτσι;

«Ναι, είμαι στο τέταρτο έτος στο Τμήμα Λογιστικής, θα κάνω κανένα χρόνο πρακτική και μετά θα ανοίξω το δικό μου γραφείο».

Εδώ; Στα χωριά;

«Οχι, Ξάνθη, θα ‘χω πελάτες όλο το χωριό μου και θα πάμε μια χαρά, πιστεύω».

Δεν θέλεις να εγκαταλείψεις το χωριό σου;

«Μ’ αρέσει εδώ. Τα βράδια μαζευόμαστε αγόρια και κορίτσια, γελάμε, βλέπουμε ταινίες, ακούμε μουσική –είναι σαν νυχτέρι, δεν υπάρχει σ’ άλλο χωριό. Γουστάρω να είμαι στο χωριό. Και άμα μου έρθει η τρέλα, κατεβαίνω Ξάνθη, Θεσσαλονίκη και κάνω ό,τι θέλω. Εντάξει, άμα είσαι κοπέλα, δεν κάνεις αυτό που απαγορεύεται, αλλά μπορείς να κάνεις ό,τι άλλο θέλεις».

Στη Θεσσαλονίκη αντιμετώπισες προβλήματα; Του στυλ «η μουσουλμάνα, η χωριάτισσα».

«Οχι, ευτυχώς, ρατσισμός δεν υπάρχει. Βέβαια στη Θεσσαλονίκη δεν κυκλοφορώ με τη μαντίλα, αυτή είναι για τα χωριά».

Πώς δικαιολόγησες στην αρχή αυτή την ξενική προφορά που έχεις;

«Τους λέω ότι είμαι μουσουλμάνα, ότι οι γονείς μου δεν μιλάνε τα ελληνικά, αλλά εγώ ξέρω εκτός από ελληνικά, αραβικά, πομάκικα, τούρκικα».

Ο φίλος πώς είναι στα πομάκικα;

«Ο φίλος, γκάλενικ. Ο φίλος φίλος, ο γκόμενος που λένε. Αλλιώς είναι ο αρκαντάς, όπως λέγεται και στα τούρκικα.