Κατά Μίλαν Κούντερα,«το κιτς είναι ένα παραπέτασμα που συγκαλύπτει τον θάνατο». Παραπέτασμα κατά την περίοδο 1967-1974 στην Ελλάδα ήταν η τοιχογραφία των θρησκευτικών εορτών, των αναπαραστάσεων ιστορικών στιγμών από την αρχαιότητα και το 1821 από τον Στρατό, η «χαρούμενη» ανοικοδόμηση, το φολκόρ του ανέμελου μαζικού τουρισμού, οι εικόνες από τα γήπεδα και τα γεμάτα Καλλιμάρμαρα, οι σούβλες στα στρατόπεδα, τα καλλιστεία και οι επιδείξεις μόδας.

Θάνατος ήταν η ίδια η τυραννία των συνταγματαρχών. Και το κιτς ο αρμός που συνέδεε τις δύο συνθήκες. Αυτό το κιτς (η αισθητική των ταινιών ιστορικού περιεχομένου του Τζέιμς Πάρις, η αρχαιολαγνεία, το δόγμα πατρίς – θρησκεία – οικογένεια) κατοικούσε έντονα και επιδρούσε μέσω της μαζικής εικόνας και διάδοσης στα περίφημα κινηματογραφικά Επίκαιρα της Χούντας, που όμως δεν ξεκινούν την «εθνοσωτήρια» 21η Απριλίου του 1967, αλλά έχουν μακρά ιστορία. Τα κρατικά Επίκαιρα (κινηματογραφικά πάντα) πρωτοεμφανίζονται το 1936, επί δικτατορίας Μεταξά, με προϊστάμενο τον υφυπουργό Προπαγάνδας του δικτατορικού καθεστώτος Θεολόγο Νικολούδη και με στόχο την προπαγάνδα του κυβερνητικού έργου της μεταξικής δικτατορίας, όπως μας ενημερώνει ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Φώτος Λαμπρινός.
Σε αυτήν όμως την περίοδο (1967-74) στα Επίκαιρα αποτυπώνονται όλες οι συλλογικές μεταβολές της συμπεριφοράς μιας κοινωνίας που μικροαστικοποιείται και νεοπλουτίζει ραγδαία, ιδίως μετά το 1969. «Στα Επίκαιρα απεικονίζεται τότε η αύξηση των ΙΧ, τα απέραντα εργοτάξια που ανοικοδομούσαν την επαρχία. Οι Ελληνες βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο, έχουμε εξοχικές κατοικίες και σκυλάδικα με πιάτα και λουλούδια και μια νοοτροπία που παγιώνεται τότε του τύπου «αφού περνάμε καλά, δεν μας ενδιαφέρει αν η χώρα έχει δικτατορία». Ενας νεόπλουτος ραγιαδισμός, με την έννοια του βολέματος όμως, όχι της υποταγής, και μια κληρονομιά της χούντας που πληρώνουμε και σήμερα» δηλώνει στα «ΝΕΑ» ο Φώτος Λαμπρινός.
Ο ίδιος, εξάλλου, είναι η αφορμή να ξανασκύψουμε πάνω στα Επίκαιρα της εποχής, αφού με βάση το υλικό της περιόδου 1967-1974 δημιούργησε τη σειρά δεκατριών ημίωρων επεισοδίων με τον γενικό τίτλο «Χούντα είναι. Θα περάσει;», ενώ τώρα αυτό το υλικό μεταπλάστηκε σε μια απολαυστική μελέτη που έχει τη μορφή βιβλίου με τον ομώνυμο τίτλο.
Εδώ, στα Επίκαιρα επί χούντας έχουμε την εικόνα που το καθεστώς σκηνοθετεί για τον εαυτό του. Κάτω από το βελούδινο χαλί των εγκαινίων, των καλλιστείων, των συναυλιών στο Καλλιμάρμαρο κρύβεται, επιμελώς βέβαια, η παράλληλη Ελλάδα των συλλήψεων, των βασανιστηρίων, των εξοριών, του στραγγαλισμού της Δημοκρατίας και των ελευθεριών.
Ας πάμε όμως στο ψητό των εικόνων και της σημειολογίας τους από την πρώτη ημέρα του 1967: Οι Ενοπλες Δυνάμεις αυτοπροωθούνται στο προσκήνιο με ρίψη αλεξιπτωτιστών σε ανοιχτό χώρο της Αττικής όπου περιμένουν παιδιά. Οι αλεξιπτωτιστές είναι ντυμένοι με κόκκινες στολές, φέρουν λευκή γενειάδα, φορούν τον γνωστό κόκκινο σκούφο και έχουν ριγμένο στον ώμο ένα τσουβάλι. Οι Αγιοβασίληδες εξ ουρανού προσγειώνονται και με εμφανή πλέον τα μπαμπάκια της μεταμφίεσής τους μοιράζουν δώρα στα παιδιά. Ο Στρατός δεν έμπαινε τυχαία συχνά στο κάδρο των Επίκαιρων: «Είναι το κυρίαρχο εργαλείο της εξουσίας. Ακόμη κι όταν φτιάχνει Σύνταγμα ο Παπαδόπουλος ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, διατηρεί την άμυνα και τον Στρατό ο ίδιος» σημειώνει ο Φώτος Λαμπρινός.

Η επόμενη εικόνα από τα Επίκαιραδεν είναι στρατοκρατική, αλλά φανερώνει μια άλλη όψη του καθεστώτος: Ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος βαδίζει πλάι στα κύματα πάνω στην άμμο και ανάμεσα στα ξερόχορτα μιας παραλίας. Στη συνοδεία του είναι και ο ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας Τομ Πάππας και λίγο μετά ο φακός δείχνει τον Ιάκωβο να επιδεικνύει τα σχέδια των θερινών κατασκηνώσεων της Αρχιεπισκοπής Αμερικής για τις διακοπές των παιδιών της Ομογένειας των ΗΠΑ.

Η τρίτη εικόνα είναι καταναλωτική: Στο ρεπορτάζ για την επάρκεια της πασχαλινής αγοράς το 1968 και τις χαμηλές τιμές, ο σπίκερ λέει: «Ο εργαζόμενος ηδυνήθη να προμηθευθή ό,τι του εχρειάζετο διά να εορτάση με χαράν το Πάσχα. Το οποίον εφέτος περιέκλειε διπλήν έννοιαν, την χριστιανική και την εθνικήν, την εθνοσωτήριον Επανάστασιν του στρατού και του λαού, η οποία εξεδηλώθη, πριν από ένα ακριβώς έτος, την 21ην Απριλίου 1967».
Στην κεντρική κρεαταγορά, μάλιστα, δεσπόζει το πανό με την επιγραφή «21η Απριλίου – Ημέρα Αναστάσεως του Εθνους». Ακολουθούν εικόνες με τον κόσμο που ψωνίζει και στο τέλος φαίνεται μια γιγαντοαφίσα με την επιγραφή «21η Απριλίου 1967», το έμβλημα με τον φαντάρο και το «πουλί» και στη μέση μια αναστάσιμη καμπάνα. Στη βάση της αφίσας η επιγραφή: «Διπλή Ανάστασις».
Αν το μέσο είναι το μήνυμα, εδώ υπάρχει οριστική ταύτιση των δύο, ενώ η γνώριμη εικόνα από γλέντια στα διάφορα στρατόπεδα της Αττικής όπου παρίσταται το επιτελείο της χούντας σύσσωμο (Ζωιτάκης, Παπαδόπουλος, Παττακός, Μακαρέζος) να γυρίζει σούβλες, να τσουγκρίζει αυγά, να χορεύει τσάμικα ή καλαματιανά είναι κάτι παραπάνω από εμβληματική για το κιτς καθεστώς.

Εικόνα τρίτη: Φοιτητές επιβαίνοντες σε καρότσες αγροτικών αυτοκινήτων που κινούνται σε επαρχιακούς δρόμους «ανταποκρινόμενοι εις την έκκλησιν του πρωθυπουργού» να εξωραΐσουν και να καλλωπίσουν δρόμους, πλατείες και άλλους χώρους της ελληνικής επαρχίας (την ίδια στιγμήδεκάδες συνάδελφοι των καλλωπιστών συλλαμβάνονται, δικάζονται και καταδικάζονται για αντιστασιακή δράση). Μάλιστα, μια μπουλντόζα που φέρει το όνομα «Ταρζάν της ερήμου» και γκρεμίζει χαμόσπιτα ντύνεται από ένα πομπώδες σπικάζ που πληροφορεί πως η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο εργοτάξιο. Ετσι, η κυβέρνηση των πραξικοπηματιών δίνει μεγάλη ώθηση στα δημόσια έργα και στην ανοικοδόμηση προκειμένου να εμφανίσει εικόνα ανάπτυξης και προόδου, όπως μας ενημερώνει η μελέτη του Φώτου Λαμπρινού, απ’ όπου και αντλούμε τις πληροφορίες. Ειδικότερα, με μπουλντόζες, εκσκαφείς και οδοστρωτήρες αρχίζει το θέμα με τα δημόσια έργα στην Κρήτη. Οδικό δίκτυο, ελαιοτριβεία, ηλεκτρικές μονάδες, σχολεία, νοσοκομεία, ξενοδοχεία και τουριστικές υποδομές επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό των Επίκαιρων: «Βάσει του προγράμματος οικονομικής αναπτύξεως για όλα τα διαμερίσματα της χώρας, η Κρήτη έχει μετεβληθή σε ένα απέραντο εργοτάξιο. Μια προσπάθεια πολύπλευρος εντατική, που σύντομα θα μεταβάλη την όψη της μεγαλονήσου και θα εξασφαλίση την ευημερία εις τους κατοίκους της». «Είχα πάει παλιά στην Αγία Γαλήνη Ρεθύμνου και ήταν μαγικά.

Ξαναπήγα λίγο μετά τη χούντα και ήταν αγνώριστη» μας λέει ο Λαμπρινός, αλλά η ανοικοδόμηση δεν είναι το μόνο εργαλείο προπαγάνδας των Επικαίρων. Η εμφάνιση της γαλλίδας σταρ Δαλιδά και οι επιδείξεις μόδας στη Μύκονο και αλλού είναι ακόμη μερικά. Και βέβαια η λεγόμενη «Πολεμική Αρετή» που καθιερώνεται ως εθνική εορτή και περιλαμβάνει φαντάρους με στολές της εποχής του Εμφυλίου σε άρμα που παριστάνει κάποιο ύψωμα, ιππείς και αρχαίους ημών προγόνους σε παράταξη με μίνι χλαμύδες, ασπίδες και δόρατα, τα οποία τρέχοντας πετάνε προς κάποια άγνωστη κατεύθυνση. Εδώ μάλιστα ακολουθεί μάχη σώμα με σώμα που μάλλον αφορά Ελληνες και Πέρσες (οι Πέρσες είναι για το καθεστώς το ίδιο κακοί με τους «κομμουνιστοσυμμορίτες»).

Το κιτς χτυπάει κόκκινο. Κοπέλες με λευκές εσθήτες στέκονται στον μόλο του χωριού Παλούκια της Σαλαμίνας και βλέπουν τις τριήρεις που πλέουν η μία κατά της άλλης. «Η χυδαιότητα κορυφώνεται και στα 150 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση με αναπαραστάσεις ηρώων τύπου Καραϊσκάκη στο Φάληρο, με Διάκο, στο Σούλι, στην Καλαμάτα, στην Αγία Λαύρα», προσθέτει στα «ΝΕΑ» ο κ. Λαμπρινός και υπό τον ήχο τού «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» στην Καλαμάτα, παρουσία του Παττακού, ένας οπλαρχηγός φιλάει το Ευαγγέλιο καιαπό το βάθος της κεντρικής πλατείας της Καλαμάτας έρχονται οι φουστανελοφόροι αρματολοί, με προπορευόμενο τον Κολοκοτρώνη με μουστάκι και περικεφαλαία.

«Το πιο κιτς είναι η αναπαράσταση της διαχρονικότητας και της συνέχειας του ελληνισμού, που πάντωςζήσαμε και στα νεότερα χρόνια, όπως το 1996 στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου» λέει ο συγγραφέας του βιβλίου για τα Επίκαιρα της χούντας.

Πάντως, στις στημένες φιέστες δεν λείπουν και τα ευτράπελα: Το 1968, στην πρώτη επέτειο της «Επαναστάσεως», ο σπίκερ «ντύνει» την ομιλία του Παπαδόπουλου με συνοδεία ενός αλλοπρόσαλλου μοντάζ από νυχτερινά και ημερήσια πλάνα –κι αυτό αφού η σκηνοθετημένη φιέστα είχε ένα πρόβλημα: Οι μαθητές και οι φοιτητές επιδοκίμαζαν ασταμάτητα τον Παπαδόπουλο τόσο που δεν τον άφηναν να μιλήσει.

Η φαιδρή πραγματικότητα με τα εικονογραφημένα εμβατήρια και το ουδέτερο ρεπερτόριό τους που είχε κάτι από Στρατό, Εκκλησία, μόδα, τουρισμό, εγκαίνια έργων, συνεχίστηκε από τον Ιούλιο ώς τον Δεκέμβριο του ’74 για άγνωστο λόγο και παρά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.

Παράλληλα όλη την εποχή οι έντονες ζυμώσεις και δράσεις στον χώρο της τέχνης παραμένουν εκτός πλάνου (θυμηθείτε μόνο πως στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1975 προβάλλεται ο «Θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου που απέσπασε επτά βραβεία και είχε ρεκόρ προσέλευσης θεατών). Και έπρεπε να μεσολαβήσει πολύς καιρός για να αποκωδικοποιηθούν τα ρεύματα που κρύβονταν επιμελώς κάτω απ’ το χαλάκι της χούντας και των κινηματογραφικών της προπαγανδιστικών Επικαίρων. Που πάντως σήμερα έχουν τη θέση τεκμηρίου επίσης.