Να αποσυμφορήσει τα νεκροταφεία στα οποία αυτή τη στιγμή έχουν συγκεντρωθεί περίπου τρία εκατομμύρια οστά νεκρών στα χωνευτήρια – σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Κοινωνίας Αποτέφρωσης – επιχειρεί η κυβέρνηση.

Για τον σκοπό αυτό έχει ήδη συνταχθεί από το υπουργείο Περιβάλλοντος η Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) που προβλέπει την ίδρυση και λειτουργία κέντρων αποτέφρωσης οστών νεκρών.

Η προώθηση της όμως αναμένεται να καθυστερήσει μετά την αλλαγή σύνθεσης της κυβέρνησης, καθώς θα πρέπει να μπουν υπογραφές από όλα τα συναρμόδια υπουργεία. Πάντως, όπως λένε πηγές του υπουργείου Περιβάλλοντος, η κίνηση αυτή είναι πλέον επιβεβλημένη εξαιτίας της έλλειψης χώρου στα νεκροταφεία και της σκληρής ψυχολογικής δοκιμασίας στην οποία υποβάλλονται οι συγγενείς, όταν στην τριετία χρειάζεται να ανοίξουν τον τάφο του νεκρού τους και να τοποθετήσουν τα κόκαλά του στο οστεοφυλάκιο. Επιπλέον, λόγω της οικονομικής κρίσης, πολλοί συγγενείς αδυνατούν να πληρώσουν για την εκταφή και τη φύλαξη των οστών στα οστεοφυλάκια.

Σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν καλά το θέμα, τα χωνευτήρια, δηλαδή τα πηγάδια στα οποία καταλήγουν τα οστά των νεκρών – των οποίων οι συγγενείς δεν μπορούν να πληρώσουν για τη φύλαξή τους στα οστεοφυλάκια – προκειμένου να διαλυθούν, ανοίγουν το ένα μετά το άλλο με συνέπεια η κατάσταση να μην είναι πλέον διαχειρίσιμη. Εκτιμάται ότι ήδη λειτουργούν στα νεκροταφεία χιλιάδες χωνευτήρια, με την κατάσταση να είναι πλέον οριακή στα κοιμητήρια των μεγάλων αστικών κέντρων.

Η ρύπανση του περιβάλλοντος

Ωστόσο, τίθεται και ένα άλλο ζήτημα. Αυτό της ρύπανσης του περιβάλλοντος, αφού προκειμένου να μην ανοίγονται περισσότερα χωνευτήρια είναι πλέον κοινό μυστικό ότι ρίχνουν σε αυτά χημικά τα οποία καταλήγουν στον υδροφόρο ορίζοντα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των πολιτών.

«Επειδή τα οστά δεν διαλύονται με την πάροδο του χρόνου, ας μας πουν οι αρμόδιοι με ποιο τρόπο αυτά διαλύονται. Διότι εάν διαλύονται με χημικά δεν είναι καλύτερα να αποτεφρώνονται σε μικρούς κλιβάνους χωρίς να μολύνεται το περιβάλλον με χημικά;» επισημαίνει ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινωνίας Αποτέφρωσης (πρόκειται για αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία) Αντώνης Αλακιώτης.

Ενα ταμπού αιώνων

Με την προώθηση της καύσης των οστών ανοίγει και πάλι το θέμα της αποτέφρωσης των νεκρών. Εάν και το ζήτημα δεν υφίσταται νομικά αφού προβλέπεται από τη νομοθεσία εδώ και μια δεκαετία, εν τούτοις ταμπού αιώνων το καθιστούν ανενεργό.

Ετσι, ένα δικαίωμα και μια επιλογή για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο δεν συνιστά επιλογή – μέχρι στιγμής τουλάχιστον – για τον Ελληνα καθώς στη χώρα μας δεν υπάρχει ούτε ένα αποτεφρωτήριο.

Αυτό έχει ως συνέπεια περίπου 4.000 νεκροί να μεταφέρονται ετησίως για αποτέφρωση στη Βουλγαρία, με τεράστιο οικονομικό και συναισθηματικό κόστος για τις οικογένειές τους.

Το θέμα έχει πολλές πτυχές. Από τη μια πλευρά υπάρχει η Εκκλησία που αντιδρά. Από την άλλη είναι η βιομηχανία που έχει στηθεί εδώ και χρόνια γύρω από τη διαδικασία της ταφής, αφού όσο ο νεκρός παραμένει στο νεκροταφείο (είτε θαμμένος είτε σε οστεοφυλάκιο) αποφέρει χρήματα.

Ο τιμοκατάλογος

Η εκταφή για παράδειγμα κοστίζει ανάλογα με το νεκροταφείο περίπου 300 ευρώ, η φύλαξη των οστών στα οστεοφυλάκια από 30 έως 50 ευρώ τον χρόνο, ενώ τρισάγια, μνημόσυνα και ευχές πληρώνονται και αυτά από τους συγγενείς.

Σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν καλά το θέμα, οι αντιδράσεις της Εκκλησίας βοηθούν – όσο κι αν φαίνεται παράξενο – πολλούς δήμους να οχυρώνονται πίσω από αυτές και να μην κάνουν τίποτα επικαλούμενοι την έλλειψη χώρων στα νεκροταφεία, χωρίς μάλιστα να κινδυνεύουν να χάσουν τις ψήφους τους.

Και όλα αυτά, την ώρα που ο νόμος έχει προνοήσει και έχει κατατάξει τέτοιου είδους δραστηριότητες στην κατηγορία της χαμηλής όχλησης ενώ παράλληλα δίνει τη δυνατότητα να φτιαχτούν τέτοιου

Και ο… μπαμπούλας

Η στάση της Εκκλησίας στην περίπτωση αυτή βολεύει καθώς παίζει τον ρόλο του… μπαμπούλα. Ετσι, αποσιωπάται το μεγάλο θέμα με τις πολεοδομικές παραβάσεις, τις αυθαιρεσίες και τους ανύπαρκτους τίτλους ιδιοκτησίας στην πλειονότητα των νεκροταφείων. «Το 99% των νεκροταφείων έχει πολεοδομικά προβλήματα» λέει στα « ΝΕΑ» ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινωνίας Αποτέφρωσης.

Η Υπουργική Απόφαση

Υπεύθυνοι για την εγκατάσταση και λειτουργία των Κέντρων Αποτέφρωσης Οστών Νεκρών (ΚΑΟΝ) είναι μόνο οι δήμοι και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου των ΟΤΑ ενώ αποκλείονται οι ιδιώτες. Οι άδειες χορηγούνται από τις περιφέρειες εντός των διοικητικών ορίων των οποίων πρόκειται να εγκατασταθούν τα ΚΑΟΝ. Και όπως επισημαίνουν πηγές από το ΥΠΕΚΑ, τέτοια κέντρα δεν μπορούν να διαχειριστούν ιδιώτες. Τα ΚΑΟΝ μπορεί να λειτουργήσουν είτε εντός των κέντρων αποτέφρωσης νεκρών είτε εντός των νόμιμων κοιμητηρίων. Τα κέντρα αποτέφρωσης οστών είναι εγκαταστάσεις χαμηλής όχλησης, αφού εντάσσονται στην κατηγορία «μηχανολογικών εγκαταστάσεων παροχής υπηρεσιών». Αυτό σημαίνει ότι έχουν ενταχθεί στο αδειοδοτικό πλαίσιο των βιομηχανιών – βιοτεχνιών, άρα μπορούν να λειτουργήσουν σχεδόν παντού εκτός από τις περιοχές αμιγούς κατοικίας

Εκκλησία: Απεταξάμην την καύση νεκρών

Την κατηγορηματική διαφωνία της αναμένεται να διατυπώσει η Εκκλησία στη δημιουργία κέντρων αποτέφρωσης οστών μέσα στα νεκροταφεία. Η θέση αυτή δεν έχει αλλάξει και μάλιστα, σύμφωνα με ιεράρχη που μίλησε στα «ΝΕΑ», δεν αποκλείεται η αντίδραση της Εκκλησίας να είναι και σε αυτήν την περίπτωση σφοδρή ειδικά από τους σκληρούς της Ιεραρχίας. Υπενθυμίζεται ότι τον Ιανουάριο του 2016 η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (ΔΙΣ) είχε «αφορίσει» την καύση νεκρών και τις νομοθετικές ρυθμίσεις για το θέμα τονίζοντας με ανακοίνωσή της ότι η αποτέφρωση είναι όμοια με τη διαδικασία ανακύκλωσης απορριμμάτων. Μάλιστα, είχε επικρίνει τους δημάρχους που είχαν ξεκινήσει τις διαδικασίες δημιουργίας χώρων αποτέφρωσης νεκρών.

Πιστός στη γραμμή της Ιεράς Συνόδου είναι και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ο οποίος έχει επαναλάβει πολλές φορές δημοσίως σε συνεντεύξεις και δηλώσεις του πως τα αποτεφρωτήρια δεν πρέπει να εγκατασταθούν μέσα στα κοιμητήρια. Μάλιστα, πέρυσι είχε πει από τα Ιωάννινα πως δεν είναι επιθυμητό να γίνει ανάμειξη αποτεφρωτηρίων και χριστιανικών κοιμητηρίων. Παράλληλα, είχε προτρέψει τους δημάρχους που επιθυμούν να προχωρήσουν σε λειτουργία αποτεφρωτηρίων να αναζητήσουν άλλες εκτάσεις μακριά από τα κοιμητήρια.

Η χαμένη ευκαιρία της Αττικής και τα αγκάθια στη Θεσσαλονίκη

Την περίοδο του Πάσχα του 2012 το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Μαρκόπουλου – Μεσογαίας αποφάσισε, όπως εξιστορεί στα «ΝΕΑ» ο δήμαρχος της πόλης Σωτήρης Μεθενίτης, με ψήφους 26 υπέρ και 1 κατά να κατασκευαστεί κέντρο αποτέφρωσης νεκρών σε μια έκταση 2,5 στρεμμάτων (που ανήκει στον δήμο και δεν έχει πολεοδομικά και άλλα προβλήματα) δίπλα στον χώρο του σημερινού Κοιμητηρίου. Η συνέχεια ωστόσο δεν ήταν η αναμενόμενη. Μόλις έγινε γνωστή η είδηση, με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου μαζεύτηκαν περίπου 4.000 υπογραφές (σε σύνολο 25.000 κατοίκων) με την οποία εκφραζόταν η αντίρρηση των κατοίκων στην κατασκευή αποτεφρωτηρίου.

Στο ψήφισμα, όπως αναφέρει ο Σωτήρης Μεθενίτης, γινόταν μεταξύ άλλων λόγος για επιβάρυνση του περιβάλλοντος και για επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων(!). «Δεν έγινε όμως καμία αναφορά για τη ρύπανση που έχει προκληθεί από τη λειτουργία των λατομείων (στην περιοχή Μερέντα) έως το 2010 (σήμερα έχουν κλείσει), ούτε γι’ αυτήν που προκαλούν τα αεροπλάνα που περνούν ένα κάθε δύο λεπτά πάνω από την κεντρική πλατεία: όταν φυσάει νότιος άνεμος αλλάζουν πορεία κατά την απογείωση ενώ όταν φυσάει βοριάς απογειώνονται προς την πλευρά Ραφήνας – Λούτσας» επισημαίνει ο δήμαρχος της πόλης.

Επειτα από αυτό συνεκλήθη για δεύτερη φορά το Δημοτικό Συμβούλιο κατά το οποίο παρουσιάστηκαν δύο διαφορετικές εισηγήσεις: του δημάρχου που επέμενε στο «ναι» και των άλλων που ήταν υπέρ του «όχι». Αυτή τη φορά μόνο οκτώ δημοτικοί σύμβουλοι – από τους 27 – ψήφισαν «ναι»…

Ετσι χάθηκε η ιστορική ευκαιρία. Ωστόσο, το θέμα δεν είναι μόνο θρησκευτικό – ιδεολογικό. Υπάρχει και η οικονομική πτυχή, που χάθηκε κι αυτή. Σύμφωνα με υπολογισμούς του δήμου, το κέντρο ύστερα από δύο μήνες λειτουργίας θα απέφερε έσοδα περίπου 300.000 ευρώ τον χρόνο, τα οποία σήμερα δεν μπαίνουν στο ταμείο του.

Και ενώ στις περισσότερες μητροπόλεις της Ευρώπης λειτουργούν αποτεφρωτήρια, Αθήνα και Θεσσαλονίκη έχουν «καεί» στην προσπάθεια.

Στον Δήμο Αθηναίων βρίσκονται σε αναζήτηση θέσης για τη δημιουργία αποτεφρωτηρίου, με συνέπεια η δέσμευση του δημάρχου Γιώργου Καμίνη για δημιουργία αποτεφρωτηρίου εντός του 2016 να μοιάζει σχεδόν αδύνατο να υλοποιηθεί. Στο παρελθόν ο δήμαρχος Αθηναίων είχε δηλώσει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι ουραγός σε στοιχειώδη ζητήματα δικαιωμάτων.

Ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης είναι από τους πρώτους δημάρχους που πήραν θέση υπέρ της αποτέφρωσης. Ωστόσο, οι εργασίες για τη δημιουργία αποτεφρωτηρίου στο Νεκροταφείο Αναστάσεως του Κυρίου δεν έχουν προχωρήσει ακόμη εξαιτίας – και εδώ – πολεοδομικών ζητημάτων.

«Αν περάσει σχετική τροπολογία στο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών με το οποίο έχουμε ήδη έρθει σε επαφή εμείς θα προχωρήσουμε στην προκήρυξη των σχετικών μελετών αφού θα μας λυθούν τα χέρια με το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε» λέει στα «ΝΕΑ» ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης. Οπως υποστηρίζει, η προώθηση νομοθετικής ρύθμισης για την καύση των οστών είναι «τσάμπα κούραση» για τους συντάκτες της ΚΥΑ, αφού ο νόμος για την αποτέφρωση λύνει και αυτό το θέμα.

Το παράδειγμα της Πάτρας

Στο μεταξύ την ώρα που άλλοι δήμοι είναι ακόμη σε αναζήτηση χώρων και περιμένουν από άλλους να πάρουν την πρωτοβουλία (για να μην είναι αυτοί τα «κακά παιδιά»), ο Δήμος Πατρέων βρήκε εγκαίρως χώρο στο Βιοτεχνικό Πάρκο της πόλης.

«Τώρα βρισκόμαστε στη φάση έγκρισης των διαδικασιών από την Περιφέρεια. Μόλις η Περιφέρεια αποφασίσει την έγκριση, θα δημοσιευθεί σε ΦΕΚ και έπειτα θα ακολουθήσουν οι άλλες φάσεις για το κέντρο αποτέφρωσης. Εκτιμούμε ότι αυτό μπορεί να γίνει στις αρχές της νέας χρονιάς» αναφέρει ο αντιδήμαρχος Πολεοδομικού Σχεδιασμού, Περιβάλλοντος και Εργων Υποδομής του Δήμου Πατρέων Παύλος Στάμος. Οπως τονίζει ο Παύλος Στάμος, «μας βοήθησε το γεγονός ότι υπήρχε ο χώρος στο ΒΙΟΠΑ προκειμένου να εγκαταστήσουμε εκεί το κέντρο. Βρήκαμε την πιο σύντομη λύση. Σε διαφορετική περίπτωση, αν έπρεπε η εγκατάσταση να γίνει σε χώρο εκτός σχεδίου, θα καθυστερούσαμε πολύ. Θα έπαιρνε 5-6 χρόνια».