Ο Ηλίας Ρωσίδης, ο άνθρωπος που συνέδεσε την καριέρα του, αλλά και τη ζωή του με τον Ολυμπιακό, άφησε σήμερα την τελευταία του πνοή σε ηλικία 92 ετών.

Κατάφερε να αναδειχθεί σε ηρωικό σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς, ενώ αποτελεί ακόμα και σήμερα παράδειγμα και πηγή έμπνευσης για κάθε ποδοσφαιριστή που προσδοκά να φορέσει τη φανέλα με τον «δαφνοστεφανωμένο έφηβο».

Ο Ηλίας Ρωσίδης γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο στις 9 Φεβρουαρίου του 1927 και κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής βρέθηκε στον Ορχομενό. Παρά τις δύσκολες συνθήκες της εποχής, φάνηκε πως ο αθλητισμός ήταν στο αίμα του.

Ο στίβος «έκλεψε» αρχικά την καρδιά του. Η παρουσία του σε επίσημους αγώνες με τα χρώματα του Ορχομενού συνοδεύτηκε με αρκετές επιτυχίες στα 100, στα 200 και στα 400 μέτρα. Οι χρόνοι του ήταν εντυπωσιακοί, αλλά γρήγορα φάνηκε πως το μεράκι του ήταν το ποδόσφαιρο.

Από μικρή ηλικία τριγυρνούσε στις αλάνες του Ορχομενού και «κλοτσούσε το τόπι», με το μεγάλο του όνειρο να είναι να φορέσει την φανέλα του Ολυμπιακού. Ο Πειραιάς ήταν χαραγμένος στη ψυχή του.

Η σκληρή δουλειά τον έφερε στον Πειραιά και στις προπονήσεις του Ολυμπιακού. Ο 18χρονος Ρωσίδης βρέθηκε να προπονείται με τους ήρωες της παιδικής του ηλικίας. Ο Τάκης Κτένας διέκρινε το ταλέντο του και του έδωσε την ευκαιρία.

Κάποια μέρα, όταν παρακολουθούσε τυχαία την προπόνηση του Ολυμπιακού, τραυματίστηκε ο Αριστείδης Λούβαρης, ο τερματοφύλακας και του ζήτησαν να τον αντικαταστήσει. Από εκείνη την ημέρα έμεινε στον Ολυμπιακό μέχρι το τέλος της καριέρας του.

Η πρώτη του παρουσία με την ερυθρόλευκη φανέλα έγινε με ξένο δελτίο, το 1946 σε ένα πολύ κρίσιμο παιχνίδι με τον Ατρόμητο Πειραιώς. Μετά από δυο χρόνια στην Β’ ομάδα κάνει το επίσημο ντεμπούτο του σε ένα ματς κυπέλλου με τον Φωστήρα. Ήταν 25 Ιουνίου 1948 όταν ο Ρωσίδης υλοποίησε το παιδικό του όνειρο και φόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού. Η στρατιωτική ομάδα ήταν ο επόμενος σταθμός του.

Υπηρετούσε στις ειδικές δυνάμεις και δεν μπορούσε να μετέχει στις προπονήσεις του Ολυμπιακού, όμως συνέχιζε να αγωνίζεται με την Εθνική Ενόπλων. Οι εντυπωσιακές εμφανίσεις του ανάγκασαν τους παράγοντες της ομάδας να κινητοποιηθούν και να εξασφαλίσουν ειδική άδεια ώστε να μπορεί να μετέχει στους αγώνες.

Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν γεμάτα τιμή και δόξα για τον Ηλία Ρωσίδη και τον Ολυμπιακό με τον οποίον κατέκτησε 9 πρωταθλήματα, 10 κύπελλα Ελλάδας, αλλά και 13 πρωταθλήματα Πειραιά, ενώ υπήρξε μέλος της ιστορικής ομάδας που κατέκτησε έξι συνεχόμενα Πρωταθλήματα (1954-1959). Με την φανέλα του Ολυμπιακού πήρε μέρος σε περισσότερους από 750 αγώνες, γράφοντας με χρυσά γράμματα το όνομά του στην ιστορία του συλλόγου, αλλά και του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Αναφορικά με την παρθενική του εμφάνιση σε ντέρμπι «αιωνίων», εκείνη καταγράφηκε στις 28 Νοεμβρίου 1948, όταν ο Παναθηναϊκός επικράτησε 4-3 του Ολυμπιακού σε φιλική αναμέτρηση, υπό το βλέμμα 7.000 θεατών στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.

Ο Ηλίας Ρωσίδης αγωνίστηκε βασικός, εκμεταλλευόμενος και το γεγονός ότι 4 συμπαίκτες του είχαν συμπεριληφθεί στην αποστολή της Εθνικής ομάδας για τη φιλική αναμέτρηση με την Τουρκία στο «Ισμέτ Ινονού» της Κωνσταντινούπολης.

Ο Ηλίας δεν θα μπορούσε να λείπει και από την Εθνική ομάδα. Φόρεσε το εθνόσημο 29 φορές ενώ για τουλάχιστον μια δεκαετία ήταν αναντικατάστατος στο δεξιό άκρο της άμυνας.

Το πρώτο του παιχνίδι με την Εθνική έγινε στις 8 Απριλίου 1951 με αντίπαλο την Β ομάδα της Ιταλίας στο Παλέρμο για το κύπελλο φιλίας Ανατολικής Μεσογείου.

Στις 8 Μαρτίου 1954 ορίστηκε ισόβιος αρχηγός της Εθνικής. Οι παρουσίες του ήταν εντυπωσιακές. Ιστορικό έμεινε το μαρκάρισμα στον περίφημο Γιουγκοσλάβο Ζέμπετς, το οποίο έκανε τον ευρωπαϊκό τύπο να γράψει ότι κανένας επιθετικός δεν μπορεί να του ξεφύγει.

Χρησιμοποιήθηκε στην αρχή ως χαφ και αργότερα ως αμυντικός. Η ταχύτητα ήταν το βασικό χαρακτηριστικό του και αυτό τον βοήθησε να δημιουργήσει ένα προσωπικό στιλ παιχνιδιού. Για πολλούς, βρισκόταν μπροστά από την εποχή. Όλο το δεξιό άκρο ήταν δικό του, ήταν ο κυρίαρχος στην πλευρά του. Το πάθος του και η αγωνιστικότητα του ήταν ανεξάντλητα.

Πολλοί θυμούνται το 1961, στον τελικό κυπέλλου με τον Πανιώνιο που για μισή ώρα έπαιζε με σπασμένο κεφάλι, μπανταρισμένος με επιδέσμους, μην θέλοντας να εγκαταλείψει τον αγωνιστικό χώρο. «Είχα την ατυχία να τραυματιστώ. Παρά ταύτα συνέχισα να αγωνίζομαι για τα χρώματα της λατρευτής μου ομάδος», ήταν η εξήγηση του αείμνηστου Ηλία Ρωσίδη.

Ήταν παρών σε κάθε μεγάλη στιγμή του Ολυμπιακού. Δε θα μπορούσε να λείψει από την βασική ενδεκάδα που παρατάθηκε στην ιστορική αναμέτρηση με την Μίλαν το 1959 στις 13 Σεπτεμβρίου στο Στάδιο Γ. Καραϊσκάκης (ήταν η πρώτη ελληνική ομάδα που αγωνίστηκε στο κύπελλο πρωταθλητριών).

Επίσης ο Ρωσίδης ήταν από τους δημιουργούς της ομάδας των βετεράνων του Ολυμπιακού. Συμμετείχε ανελλιπώς σε όλους τους αγώνες από το 1961 που αποχώρησε από την ενεργό δράση μέχρι και το 2012.

Ενδιαφέρον όμως έχουν και ορισμένες μαρτυρίες για τον «θρυλικό» Ηλία Ρωσίδη. Εκείνη μάλιστα του αείμνηστου συμπαίκτη του, Μπάμπη Κοτρίδη στο περιοδικό «Αctive» είναι χαρακτηριστική:

«Βρισκόμασταν στη Φινλανδία και μαζί με τον Ηλία τον Ρωσίδη είχαμε γνωρίσει δύο αδερφές. Όμως, άντε να συνεννοηθούμε. Εδώ ίσα-ίσα που ξέραμε τα ελληνικά, με Φινλανδές θα μιλούσαμε; Το μόνο που ξέραμε στη γλώσσα τους ήταν μια έκφραση που σήμαινε ‘σε αγαπώ πολύ’.

Μια μέρα, λοιπόν, που είχαμε βγει έξω μαζί τους, όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε και άρχισα να ψάχνω τον Ηλία, τον ακούω να μου φωνάζει: «Ρε Μπάμπη! Τι να κάνω ρε, αυτή εδώ δεν με αφήνει να φύγω»!»

Στο ίδιο τεύχος φιλοξενήθηκε και μια μαρτυρία του Ηλία Ρωσίδη: «Είχαμε πάει στη Θεσσαλονίκη για να παίξουμε με τον ΠΑΟΚ. Θέλαμε οπωσδήποτε τη νίκη για να πάρουμε το πρωτάθλημα.

Εγώ είχα σηκωθεί πολύ νωρίς το πρωί και είχα πάρει εντολή από τον γενικό αρχηγό να ξυπνήσω και τους υπόλοιπους. Αρχίζω, λοιπόν, κι εγώ να χτυπάω τις πόρτες και να φωνάζω ότι το πρόγραμμα άλλαξε και ότι ο αγώνας αντί για το απόγευμα θα γίνει στις 10:30 το πρωί!

Από εκείνη τη στιγμή επικράτησε ένας πανικός στο ξενοδοχείο, μέχρι που σηκώθηκαν όλοι και έμαθαν ότι το παιχνίδι θα γίνει κανονικά το απόγευμα.

Διαιτητής εκείνου του αγώνα ήταν ένας Γιουγκοσλάβος. Σε κάποια φάση του αγώνα, ο διαιτητής έβγαλε κόκκινη κάρτα στον Μπέμπη. «Βγες έξω», του φώναξε. Τον πλησιάζει, λοιπόν, ο Μπέμπης και του λέει: «Εγώ και Τίτο, κώλος και βρακί». Το άκουσε αυτό ο διαιτητής, τον χτυπάει στην πλάτη και του κάνει νόημα να συνεχίσει να παίζει!»

Οι τίτλοι που κατέκτησε ως παίκτης του Ολυμπιακού:

9 Πρωταθλήματα Ελλάδας (1947, 1948, 1951, 1954, 1955, 1956, 1957, 1958, 1959)

10 Κύπελλα Ελλάδας (1947, 1951, 1952, 1953, 1954, 1957, 1958, 1959, 1960, 1961)

13 Πρωταθλήματα Πειραιά (1947, 1948, 1949, 1950, 1951, 1952, 1953, 1954, 1955, 1956, 1957, 1958, 1959)