«Ποιος υπαγορεύει κάτι τέτοιο;» ρώτησε οργισμένη η Κυβέλη. «Ο Γεώργιος Παπανδρέου» της απάντησε ο Παντελής Χορν, ο φίλος που την είχε μόλις ενημερώσει ότι το ρεπερτόριο του θιάσου, κατά την περιοδεία τους στη Χίο, είχε υποστεί λογοκρισία. «Και ποιος είναι ο Γεώργιος Παπανδρέου;» συνέχισε εκείνη απαιτώντας να συναντήσει το συντομότερο δυνατό τον διοικητή του νησιού που τολμούσε να παρεμβαίνει στα θεατρικά της σχέδια. Ηταν το έτος 1920. Και η αρχή μιας σχέσης που θα έμενε ανεξίτηλη στην Ιστορία είχε μόλις ξεκινήσει. Χρόνια αργότερα η μεγάλη κυρία του θεάτρου θα έλεγε: «Αν δεν είχα συναντήσει τον Γιώργη, δεν θα είχα μάθει ποτέ τι πράγμα είναι ο έρωτας». Και όταν θα τη ρωτούσαν τι ήταν αυτό που την έθελξε σε εκείνον, θα απαντούσε: «Ηξερε απ’ έξω τον Γρυπάρη. Οπως κι εγώ…». Ο παράνομος έρωτας του νεαρού πολιτικού, που θα γινόταν αργότερα πρωθυπουργός της χώρας, θα απασχολούσε όσο λίγοι την ελληνική κοινωνία. Θα οδηγούσε στη γέννηση ενός παιδιού, σε έναν γάμο και τελικά, παρά τον χωρισμό τους, θα περνούσε στην αθανασία.

Την πορεία αυτής της θυελλώδους σχέσης, στο φόντο της πολυτάραχης ιστορίας της Ελλάδας, σκιαγραφεί η άγνωστη αλληλογραφία μεταξύ Κυβέλης και Γεωργίου Παπανδρέου που έρχεται για πρώτη φορά στο φως: Ανέκδοτες επιστολές που παρέδωσε στον συγγραφέα Στέφανο Δάνδολο η δισεγγονή της θρυλικής Κυβέλης, Βαλεντίνη Ποταμιάνου, και εκείνος τις συμπεριέλαβε στο νέο του βιβλίο με τον τίτλο «Φλόγα και άνεμος» το οποίο θα κυκλοφορήσει την Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός. «ΤΑ ΝΕΑ» προδημοσιεύουν κάποιες από τις επιστολές αυτές μαζί με ένα ακόμα γράμμα του Γεωργίου Παπανδρέου προς τον 19χρονο τότε γιο του Ανδρέα, την εποχή που ο πρώτος ήταν εξόριστος στην Ανδρο από τη δικτατορία Μεταξά.

Εστάλη στις 9 Ιουλίου 1938 και ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου ετοιμαζόταν να χειρουργηθεί στον «Ευαγγελισμό». Η επιστολή είναι ενδεικτική των καταστάσεων της εποχής αλλά και των χαρακτήρων των πρωταγωνιστών:

«Σάββατο πρωί…

Αγαπημένε μου Ανδρέα.

Τώρα έλαβα το γράμμα σου της Πέμπτης (7 Ιουλ.) και χθες τα χαρτοφάκελα – σ’ αυτά που γράφω… Σ’ ευχαριστώ. Οταν λάβεις αυτό το γράμμα θα πρόκειται πλέον να κάμεις την εγχείρηση. Σου εύχομαι απόλυτη ευόδωση της εγχειρήσεως και συντομότατη ανάρρωση. Βέβαια θα με κρατάτε ενήμερο όχι μόνο με γράμματα αλλά και με τηλεγραφήματα. Και με το καλό πλέον να ‘ρθεις στην Ανδρο. Εδώ τώρα μαζεύεται πολύς κόσμος από την Αθήνα. Πλήθος νέοι και ιδίως νέες κοπέλες πλημμυρίζουν κάθε μεσημέρι τα μπάνια – και οι κοπέλες απέκαμαν να σε περιμένουν!… Τους έχω εμπιστευθεί την καλοπέρασή σου – και την έχουν αναλάβει υπευθύνως… Θα ‘ρθεις, φαίνεται, με το καλό, τέλη του μηνός. Και τότε καλά είναι – ο Αύγουστος, λένε, θα είναι ο καλύτερος μήνας…

Σε φιλώ, γλυκά, γλυκά, ο μπαμπάς.

Χαιρετισμούς στη μαμά.

Οσο για την εγχείρησιν, θα πάρετε βέβαια από τα καλύτερα δωμάτια του «Ευαγγελισμού» και διπλό, για να μένει μαζί σου και η μαμά σου…

Και όλα με το καλό. Γεια, χαρά» γράφει.

Είχαν προηγηθεί θερμές επιστολές προς την Κυβέλη από τα Κύθηρα και κατόπιν την Ανδρο. Οι δυο τους άλλωστε αλληλογραφούσαν συχνά. Στο βιβλίο παρουσιάζονται επιστολές από το 1921 αλλά και από το 1932, όταν η Κυβέλη είχε μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για παραστάσεις.

«Η εξορία προβλέπεται μακρά. (…) Τα γράμματα της Κυβέλης ελέγχονται και εκείνος δεν μπορεί να τα λάβει εγκαίρως» γράφει στο βιβλίο ο Στέφανος Δάνδολος προλογίζοντας ένα γράμμα που εστάλη από τα Κύθηρα στις 10 Μαΐου 1938: «Αγαπημένη μου», ξεκινά ο εξόριστος Γεώργιος Παπανδρέου, «Χθες, Δευτέρα, έλαβα τηλεγράφημά σου – όχι την Κυριακή όπως άλλοτε… Γιατί; Και πόσο στενοχωρέθηκα… Σήμερα έλαβα – επιτέλους – το γράμμα σου… έπειτα από 44 μέρες – και είναι το γράμμα η μοναδική χαρά της εξορίας… Για όλους εδώ, το μεγάλο γεγονός που διακόπτει τη θανάσιμη μονοτονία είναι ο ερχομός του βαποριού, το ταχυδρομείο. Και όταν δεν υπάρχει γράμμα, οι ημέρες γίνονται θανάσιμα μελαγχολικές…». Για να του απαντήσει αργότερα εκείνη: «Γιώργη αγάπη… Θα ‘θελα να σου γράψω, να σου γράψω, πράγματα παλιά εδώ και 18 χρόνια, και φοβάμαι, δεν ξέρω τι απήχηση θα βρούνε… Εδώ στο Λουτράκι έχω αϋπνίες κι όλο αυτά σκέπτομαι. Εχει τώρα κάτι μελτέμια, ακριβώς όπως προ 18 ετών, και ξαναζώ εκείνο τον καιρό, τι φλόγα εγέμιζε τα στήθη…». Εκείνος προσπαθεί να τη ζεστάνει. Της γράφει: «Μη φοβάσαι. Τίποτα δεν μπορεί να νικήσει την αγάπη μας».

Οι ανέκδοτες επιστολές, που συνυπάρχουν στο βιβλίο με αρχειακό υλικό και μαρτυρίες, δεμένα με το νήμα της μυθοπλασίας, ταξιδεύουν τον αναγνώστη σε άγνωστες πτυχές του θεάτρου και της πολιτικής, στη ζωή της θρυλικής Κυβέλης και στη μυθιστορηματική της σχέση, αποκαλύπτοντας τελικά μια αθέατη πλευρά των πρωταγωνιστών της Ιστορίας.