Αισιόδοξη είναι η πορεία των κρουσμάτων του κοροναϊού, όπως άλλωστε αποτυπώνεται και από την καθημερινή ενημέρωση από την αρμόδια επιτροπή του υπ. Υγείας.

Τα στοιχεία του κοροναϊού φέρνουν αισιοδοξία, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως αντιπροσωπεύουν τις ημέρες και μετά την ημέρα-ορόσημο της άρσης των μέτρων, την 4η Μαΐου.

Στην καλή πορεία της επιδημίας μάλιστα εξετάζεται και ένας άλλος παράγοντας, η υψηλή θερμοκρασία.

Ο καύσωνας που καταγράφηκε στη χώρα μας και οδήγησε εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες στις παραλίες θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η αρχή της μελέτης για τη συμπεριφορά του ιού και την αντοχή του σε τόσο υψηλές θερμοκρασίες.

Όπως άλλωστε έχει επισημάνει ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας για τον κοροναϊό, καθηγητής Παθολογίας-Λοιμωξιολογίας, κ. Σωτήρης Τσιόδρας, οι λοιμώξεις και ιδίως οι αναπνευστικές μεταδίδονται λιγότερο μεν αλλά μεταδίδονται και στις παραλίες, όπως γενικώς σε ανοιχτούς χώρους καθώς το κρίσιμο στοιχείο για τη μετάδοση είναι ο συγχρωτισμός.

«Με απλά λόγια, εάν κάποιος έχει κοροναϊό και δεν έχει συμπτώματα, και πάει σε μια παραλία ή σε άλλο ανοιχτό χώρο όπου δεν τηρούνται οι κανόνες για την απόσταση των δύο μέτρων και βρεθεί κοντά σε άλλους ανθρώπους, με τους οποίους χαιρετηθεί, αγγιχθεί, μιλήσει, μπορεί να τους μεταδώσει τον ιό. Το θετικό στις παραλίες είναι ότι με βάση τις μελέτες μειώνεται δραστικά η επιβίωση του κοροναίού σε επιφάνειες όπως στην άμμο ή σε άλλα σημεία, σε ξαπλώστρες κλπ, λόγω της υψηλής θερμοκρασίας» εξηγεί ο επίκουρος καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, κ. Γκίκας Μαγιορκίνης.

Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτή την περίοδο στη χώρα εκτιμάται ότι υπάρχουν περίπου 1.000 ενεργά κρούσματα κοροναϊού , δηλαδή 1.000 άνθρωποι με κορωνοϊό που δεν έχουν διαγνωστεί και μεταδίδουν τον ιό.

Την ίδια ώρα ο δείκτης αναπαραγωγής της νόσου, δηλαδή ο δείκτης που δείχνει τον ρυθμό με τον οποίο ένα μολυσμένο άτομο κολλάει άλλους, κυμαίνεται στο 0,3-0,4, με όριο για συναγερμό το 1.

Μάλιστα τον περασμένο Μάρτιο ο δείκτης ήταν τουλάχιστον 1 στη χώρα μας, που σημαίνει ότι ένας μολυσμένος με κοροναϊό κολλούσε τουλάχιστον άλλον έναν.

Ωστόσο ο δείκτης αναπαραγωγής μειώθηκε σημαντικά, όπως και ο αριθμός των κρουσμάτων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΔΥ, τα νέα επιβεβαιωμένα εργαστηριακά κρούσματα της νόσου είναι δύο. Έτσι, ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων στη χώρα μας ανέρχεται σε 2.836, εκ των οποίων το 55.1% αφορά άνδρες. Από αυτά, 616 (21.7%) θεωρούνται σχετιζόμενα με ταξίδι από το εξωτερικό και 1473 (51.9%) είναι σχετιζόμενα με ήδη γνωστό κρούσμα.

Συνολικά 24 συμπολίτες μας νοσηλεύονται διασωληνωμένοι. Η διάμεση ηλικία τους είναι 72 ετών. 9 (37.5%) είναι γυναίκες και οι υπόλοιποι άνδρες. To  91.7% έχει υποκείμενο νόσημα ή είναι ηλικιωμένοι 70 ετών και άνω. Επίσης, 90 ασθενείς έχουν εξέλθει από τις ΜΕΘ.

Από το σύνολο των 2836 κρουσμάτων, 616 (21.7%) θεωρούνται σχετιζόμενα με ταξίδι από το εξωτερικό, 1473 (51.9%) είναι σχετιζόμενα με ήδη γνωστό κρούσμα και τα υπόλοιπα δεν σχετίζονται ούτε με ταξίδι ούτε με άλλο γνωστό κρούσμα ή είναι ακόμα υπό διερεύνηση. Η μέση ηλικία των κρουσμάτων είναι 48 έτη (εύρος 0 έως 102 ετών), ενώ η μέση ηλικία των θανάτων είναι 76 έτη (εύρος 35 έως 102 ετών). Η ηλικιακή κατανομή των (α) συνολικών κρουσμάτων, (β) των περιστατικών που κατέληξαν σε θάνατο και (γ) των ασθενών που νοσηλεύονται διασωληνωμένοι, είναι η ακόλουθη:

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΔΥ, τα περισσότερα κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους με βάση την δηλωθείσα διεύθυνση μόνιμης κατοικίας του ασθενούς, καταγράφονται στο νομό Αργολίδας, το νομό Καστοριάς και το νομό Ξάνθης. Ακολουθεί ο νομός Αττικής, Εύβοιας, Λάρισας, Θεσσαλονίκης και Κοζάνης, ενώ λιγότερα κρούσματα έχουν καταγραφή στους νομούς Μεσσηνίας, Πρέβεζας, Άρτας, Έβρου και Λέσβου.

Από την 1η Ιανουαρίου 2020 μέχρι σήμερα, στα εργαστήρια που διενεργούν ελέγχους για τον νέο κοροναϊό (SARS-CoV-2) και που δηλώνουν συστηματικά στον ΕΟΔΥ το σύνολο των δειγμάτων που ελέγχουν (θετικά και αρνητικά), έχουν συνολικά ελεγχθεί 131684 κλινικά δείγματα, εκ των οποίων τα 4442 (3.4%) ήταν θετικά στον κοροναϊό (συμπεριλαμβάνονται και περισσότερα από ένα δείγματα ανά άτομο που ελέγχθηκε).