Η χαμηλή κατά κεφαλήν δαπάνη για την Υγεία αποτελεί ένα από τα σημεία προβληματισμού, όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας στην Ελλάδα και την πρόσβαση των ασθενών σε υπηρεσίες υγείας. Αυτό είναι ένα από τα ανησυχητικά σημεία της μελέτης που υλοποιήθηκε πανευρωπαϊκά στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Future Proofing Healthcare». Σκοπός της είναι να συμβάλει στη διαμόρφωση αποτελεσματικών πολιτικών υγείας σε όλη την Ευρώπη, μέσω της συγκέντρωσης και της συγκριτικής ανάλυσης επίσημων, δημοσιευμένων στοιχείων από διαπιστευμένους οργανισμούς και πηγές, τα οποία βοηθούν στη διάχυση της γνώσης, στην ανάδειξη καλών πρακτικών και στη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων.

Αντίστοιχα, το ηλικιακό προφίλ του σημερινού, αλλά και του μελλοντικού δυναμικού των επαγγελματιών υγείας αποτελεί επίσης σημείο προβληματισμού για τη βιωσιμότητα του συστήματος. Η χώρα διαθέτει σε αναλογία, χαμηλότερη του μέσου όρου, ιατρούς ηλικίας κάτω των 35 ετών αποφοίτους ιατρικών σχολών και νοσηλευτές.

ΚΑΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο σύνθετη εάν αναλογιστεί κανείς και τις κακές συνήθειες που έχουν υιοθετήσει οι Ελληνες, με αποτέλεσμα

να βλάπτουν την υγεία τους. Μεταξύ των παραγόντων που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής, η κατανάλωση προϊόντων καπνού στην Ελλάδα είναι υψηλή με αντίστροφα αποτελέσματα στην υγεία του πληθυσμού τώρα και στο μέλλον. Αντίθετα, είναι σχετικά χαμηλή η κατά κεφαλήν κατανάλωση αλκοόλ.

Υπάρχουν όμως και στοιχεία που προκύπτουν από την ίδια μελέτη, που αποτελούν «καλά νέα» για τη χώρα μας. Ειδικότερα, η Ελλάδα έχει μια από τις υψηλότερες επιδόσεις στην ΕΕ ως προς το προσδόκιμο ζωής (8 στα 10), επίδοση που αντικατοπτρίζεται στον χαμηλό αριθμό θανάτων από καρδιαγγειακές νόσους (9 στα 10), από χρόνιες νόσους και μη μεταδιδόμενες ασθένειες (8 στα 10) και καρκίνο (7 στα 10).

Η εμβολιαστική κάλυψη στην Ελλάδα επίσης είναι μια από τις υψηλότερες στην ΕΕ. Ενδεικτικά, παρατηρείται πολύ υψηλή κάλυψη μεταξύ των βρεφών ενάντια στην ιλαρά και μεταξύ των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών, ενάντια στον ιό της γρίπης (7 από 10). Επιπλέον, στη χώρα μας καταγράφεται ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εμφάνισης διαβήτη στην ΕΕ (9 από 10).