Οδυνηρό συμβάν της ακτοπλοΐας: Το ναυάγιο του α/π Αμβρακία (25/10/1939)

οδυνηρό-συμβάν-της-ακτοπλοΐας-το-ναυά-187446

Διαχρονική η αξιόλογη ναυτιλιακή δραστηριότητα στην περιοχή της Μαγνησίας, απότοκη της σημαντικής ναυτικής παράδοσης, αλλά και της γεωγραφικής της θέσης. Στα συμβάντα του ναυτικού βίου του τόπου μας, ανάμεσα στα διάφορα ενδιαφέροντα γεγονότα, συναντούμε, βέβαια, ατυχήματα και ναυάγια, ορισμένα από τα οποία υπήρξαν οδυνηρά, αφού συνοδεύτηκαν από ανθρώπινες απώλειες, κατά πώς έχουμε επισημάνει αρκετές φορές στα σχετικά άρθρα μας. Πλεούμενα, που ναυάγησαν στον Παγασητικό, τις ακτές του Αν. Πηλίου, τις Β. Σποράδες ή ακόμα στη Β. Εύβοια και τις θεσσαλικές ακτές του Θερμαϊκού, αποτελούν αντικείμενο έρευνας και παρουσίασης. Από όλες ετούτες τις περιπτώσεις συναντούμε και κάποιες, που αφορούν σε πλοία της ακτοπλοΐας, όπως η παρακάτω, που συνοδεύτηκε από τη βύθιση του πλοίου σε δρομολόγιο ρουτίνας. Το συμβάν κατατάσσεται στα πιο οδυνηρά ναυτικά δυστυχήματα του τόπου μας, χάθηκαν εφτά ψυχές, και καταδείχνει τους αστάθμητους παράγοντες και τα απρόβλεπτα σφάλματα, που μπορούσαν να προκαλέσουν αιφνίδιες τραγωδίες στην εκτέλεση των θαλασσίων συγκοινωνιών. Ο λόγος για το ατμόπλοιο Αμβρακία, που προσάραξε και μισοβυθίστηκε στο ακρωτήριο Λιχάδα, στη Β.Δ. Εύβοια, στις 25/10/1939, καθώς εκτελούσε το δρομολόγιο από τον Βόλο προς τη Χαλκίδα και τον Πειραιά. Για την επαναθύμηση του ναυαγίου θα προστρέξουμε στα δημοσιεύματα της εφημερίδας ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ εκείνων των ημερών.

***

Το ατμόπλοιο Αμβρακία, σκαρί 286 κόρων, μήκους 145 πόδων, ναυπηγημένο στην Αγγλία το 1896, άνηκε από το 1930 σε βολιώτικη ναυτιλιακή εταιρεία , την Ατμοπλοΐα Παγασητικού, μαζί με την Αμφιτρίτη, των Ριζοπούλου – Καρακαστανιά και εκτελούσε το δρομολόγιο Βόλος – Χαλκίδα – Πειραιάς, με ενδιάμεσους σταθμούς σε Ωρεούς, Αιδηψό και αλλού και προέκταση του δρομολογίου στον Κορινθιακό Κόλπο, μεταφέροντας επιβάτες και εμπορεύματα, όπως όλα τα επιβατηγά ατμόπλοια της εποχής. Αν και δεν ήταν καινούργιο σκαρί, εν τούτοις αναφέρεται ως αξιόπλοο και προσεγμένο πλοίο, με έμπειρο καπετάνιο, που το κυβερνούσε αρκετά χρόνια και το πρόσεχε ιδιαίτερα. Προηγουμένως άνηκε στην Κορινθιακή Ατμοπλοΐα, καλύπτοντας τη γραμμή Πειραιάς – Κορινθιακός – Πάτρα.

Από τον Μάιο του 1939 είχε ενταχτεί, όπως τα περισσότερα καράβια του εμπορικού και επιβατηγού στόλου, στην Κοινή Διεύθυνση Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών (Κ.Δ.Α.Σ.). Επρόκειτο για φορέα, που το κράτος αναλάμβανε τη διαχείριση και εποπτεία των πλοίων, αποδίδοντας μερίδιο στους πλοιοκτήτες, με αναγκαστική συμμετοχή, αφού όσοι διαφωνούσαν τέθηκαν στο περιθώριο. Ο κρατικός παρεμβατισμός της δικτατορίας Μεταξά μάλλον επαναλάμβανε προηγούμενες ανάλογες συνενωτικές απόπειρες του Μεσοπολέμου, που δεν υλοποιήθηκαν ή απέτυχαν.

***

Το πλοίο αναχώρησε για το μοιραίο ταξίδι από τον Βόλο το απόγευμα (6:00) της 25ης Οκτωβρίου 1939 με 56 επιβάτες, σύμφωνα με τον επίσημο κατάλογο του πρακτορείου, για διάφορους προορισμούς, κυρίως για Χαλκίδα και Πειραιά. Ακόμη μετέφερε ποικιλία εμπορευμάτων, σε αρκετές ποσότητες, που συνολικά έφθαναν τους 60 τόνους και αξίζει να τα αναφέρουμε, γιατί καταγράφονται ως δείγμα της εμπορευματικής κίνησης από τον Βόλο εκείνη την εποχή: Εφτά βαρέλια οινόπνευμα για Χαλκίδα, 365 σακιά σουσάμι, 139 σακιά φουντούκια και 15 σακιά φασόλια για την Πάτρα, 110 σακιά αλεύρι για το Μεσολόγγι, 3 κιβώτια υφάσματα από το εργοστάσιο Παπαγεωργίου για την Πάτρα, ένα για το Μεσολόγγι και ένα για την Κέρκυρα, 260 κιβώτια φρούτων και λαχανικών για Χαλκίδα, Πειραιά και Πάτρα, 4 κασάκια ψάρια για Πειραιά και το πλέον ενδιαφέρον 345 κατσίκες, τεσσάρων ζωέμπορων που επίσης επέβαιναν στην Αμβρακία για τη Χαλκίδα. Στα παραπάνω ας προστεθούν 15 συσκευασίες με αποσκευές και εμπορεύματα επιβατών, όπως και 150 σακιά ρεβίθια, που φορτώθηκαν από τους Ωρεούς για τον Πειραιά.

Οι Ωρεοί αποτελούσαν τον πρώτο λιμάνι, όπου κατέπλευσε το πλοίο και αφού επιβιβάστηκαν λίγοι επιβάτες, ενώ αποβιβάστηκαν 16, το ταξίδι συνεχίστηκε με μπουνάτσα και φεγγαράδα, δίχως τίποτα να προμηνύει τι θα επακολουθούσε. Στο απώτατο Β.Δ. άκρο της Εύβοιας, τη Λιχάδα, βρίσκεται το ομώνυμο σύμπλεγμα νησίδων, Λιχαδονησία, ανάμεσα στο οποίο οι δίαυλοι παρουσιάζουν επικίνδυνα αβαθή. Τα δύο μεγαλύτερα νησιά είναι η Μονολιά, κοντά στο ακρωτήριο Λιχάδα και η Στρογγυλή στο νοτιότερο άκρο της συστάδας. Για την ασφαλή πλεύση επιβάλλεται η παράκαμψη όλων των νησίδων, αλλά τότε τα μικρά σχετικά καράβια για συντόμευση του ταξιδιού διέπλεαν τον δίαυλο Μονολιάς – Ακρ. Λιχάδας. Επειδή η Μονολιά προβάλλει εκτεταμένα αβαθή στο μεγαλύτερο μέρος του διαύλου, πρέπει να ακολουθείται πορεία κοντά στο ακρωτήριο, λιγότερο από 100 μέτρα, καθώς τα αβαθή από την πλευρά αυτή είναι λιγότερα. Ετούτο προτίμησε να πράξει και ο καπετάνιος της Αμβρακίας, κάτι που εφαρμοζόταν συχνά, γνωρίζοντας εμπειρικά την ασφαλή διέλευση του οπωσδήποτε δύσκολου στενού, αφού παρουσιάζει και ισχυρά ρεύματα. Ομως, πιθανότατα προτού παραλλάξει το ακρωτήριο Λιχάδα, έστριψε προφανώς νωρίτερα αριστερά, με αποτέλεσμα να προσαράξει, με πάσα δύναμη, σε αμμώδη αβαθή.

Η πλώρη στρώθηκε στην ξέρα και στάθηκε πάνω από τα νερά, ενώ η πρύμη, σε μικρό χρονικό διάστημα, βρέθηκε κάτω από αυτά, μαζί με το μεγαλύτερο τμήμα του σκάφους, σε βαθύτερο σημείο. Η απόσταση από την ξηρά ήταν μικρή και σε συνδυασμό με τις καλές καιρικές συνθήκες βοήθησε, ώστε να μη σημειωθεί πολύνεκρη τραγωδία. Ο πανικός προκλήθηκε μεγάλος από την ξαφνική προσάραξη και σίγουρα η κατάσταση προβλεπόταν εξαιρετικά δύσκολη. Σύμφωνα με πληροφορίες, καταβλήθηκε από το πλήρωμα συντονισμένη προσπάθεια, ενώ προφορικές μαρτυρίες διασωθέντων επιβεβαιώνουν το αντίθετο, με την εξαίρεση ορισμένων μελών του.

Η περιγραφή του συμβάντος στην τοπική ειδησεογραφία δίνεται διεξοδικά και με γλαφυρότητα σε πολυσέλιδα ρεπορτάζ (ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 27, 28 και 29 /10/1939), καθώς επρόκειτο για ιδιαίτερα σοβαρό γεγονός. Αμέσως μετά το συμβάν και τη βύθιση του πρυμνιού τμήματος, άλλοι επιβάτες συγκεντρώθηκαν στην πλώρη, ενώ οι περισσότεροι βρέθηκαν στη θάλασσα και αρκετοί κολύμπησαν ώς την κοντινή, που δεν απέχει πάνω από 50 μέτρα, ακτή. Αλλοι περισυλλέγησαν από τις σωσίβιες λέμβους, που μάλλον καθαιρέθηκαν καθυστερημένα και με αταξία, όπως και από παραπλέοντα αλιευτικά σκάφη, οι κυβερνήτες των οποίων αντιλήφθηκαν το συμβάν. Υπήρξαν και περιπτώσεις ναυαγών, που παρασύρθηκαν από τα ρεύματα και βρέθηκαν το πρωί. Αρχικά, προτού καταμετρηθούν οι διασωθέντες, υπήρξαν υπόνοιες για 40 έως 50 απώλειες και αργότερα για 15, έως ότου αποκαλυφθεί το πραγματικό μέγεθος της τραγωδίας, με εφτά συνολικά θύματα, ανάμεσά τους και βρέφος εννέα μηνών. Σε δύσκολη θέση βρέθηκαν οι επιβάτες της α’ θέσης, στα πρυμναία διαμερίσματα, που κατακλύστηκαν από τα νερά, μιας και έξι από αυτούς ήταν εκεί την ώρα του ναυαγίου. Οι τέσσερις, σύμφωνα με δημοσιεύματα, πρέπει να είχαν επιβιβαστεί από τους Ωρεούς. Από τους επιβάτες χάθηκαν οι δύο αδερφές Κούλα και Γεωργία Παπαστεφάνου από τη Μακρινίτσα, που, σύμφωνα με πληροφορίες, κοιμόνταν στις πρυμνιές καμπίνες την ώρα της προσάραξης. Τα υπόλοιπα θύματα πιθανότατα παρασύρθηκαν, κατά τη βύθιση της πρύμης, από το κοπάδι των αιγών, που πανικοβλήθηκε και άρχισε να τρέχει ανεξέλεγκτα κορυφώνοντας την αγωνία των επιβατών. Για τα συμπαθή τετράποδα επίσης η τύχη τους ήταν οδυνηρή, αφού διασώθηκαν λιγότερα από 50. Επίσης καταστράφηκαν όλα τα υπόλοιπα εμπορεύματα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περιπέτεια του Βολιώτη παραγγελιοδόχου Μ. Ρήγα, ο οποίος παρασύρθηκε από τα ρεύματα και βρέθηκε κοντά στην πλέον απόμακρη νησίδα Στρογγυλή, όπου τον διέσωσαν τελικά οι φαροφύλακες. Οι περιγραφές των διασωθέντων και οι άλλες πληροφορίες για λεπτομέρειες του ναυαγίου αποδίδουν την τραγικότητα των στιγμών, όπως για τη μητέρα που έχασε το εννεάμηνο παιδάκι της. Το συντομότερο δυνατό οι ναυαγοί οδηγήθηκαν στην Αιδηψό, όπου τους παρέλαβε το ατμόπλοιο Μάννα, για να τους παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες. Αλλη αρνητική παράμετρο αποτελεί το πλιάτσικο, που επιδόθηκαν ορισμένοι με σκάφη στο επιπλέον φορτίο από το ναυάγιο αμέσως μετά την πλήρη αποχώρηση των διασωθέντων. Στον αντίποδα αναφέρεται (ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 5/11/39) ως «πράξις αυτοθυσίας» η ενέργεια Τρικεριώτη ναυτικού, επιβάτη στο α/π Αμβρακία, που διεκπεραιώθηκε άμεσα στη νησίδα Μονολιά, όπου διέμενε συμπατριώτης του και με τη βάρκα εκείνου επιδόθηκαν στην περισυλλογή των ναυαγών, διασώζοντας 22 άτομα, ανάμεσά τους και τον υποπλοίαρχο του πλοίου.

***

Η κακοκαιρία, που ακολούθησε τις επόμενες μέρες, επιδείνωσε την κατάσταση του ναυαγίου εκμηδενίζοντας τις όποιες ελπίδες για διάσωση μέρους του φορτίου. Το τραγικότερο, όμως, ήταν η αδυναμία άμεσης ανέλκυσης προκειμένου να γίνει η περισυλλογή των σορών των θυμάτων, που είχαν εγκλωβιστεί στις καμπίνες τους. Το ζήτημα έδειχνε χρονοβόρο και επισημαίνονται η δυσκολία και το υψηλό κόστος της ναυαγιαίρεσης, αλλά και η αμφιβολία για τη δυνατή επιδιόρθωση των ζημιών, το μέγεθος των οποίων παρέμενε άγνωστο. Για τους δύο – τρεις επόμενους μήνες δεν γίνεται γνωστό τι απέγινε τελικά το πλοίο, δημοσιεύεται μόνο η είδηση για την απόδοση ευθυνών στον καπετάνιο και για το ποιος θα κατέβαλε τις αποζημιώσεις για τα θύματα. Η πλοιοκτήτρια εταιρεία ή η Κ.Δ.Α.Σ.; (ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 31/1/1940).

Το τραγικό περιστατικό, που αναφέραμε, αποτελεί επίσης το μοναδικό σοβαρό ναυάγιο πλοίου τοπικής ακτοπλοϊκής εταιρείας σε επιβατηγό σκάφος, σύμφωνα με ό,τι έχουμε εντοπίσει στην έως τώρα έρευνά μας. Οπως αποδεικνύεται προήλθε από την υπερβολική σιγουριά του καπετάνιου, κάτι που συμβαίνει, δυστυχώς, συχνά κι έχουν σημειωθεί ανάλογα συμβάντα σε δρομολόγια ρουτίνας.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου