Ο φάρος στο Τρίκερι ~ Από τους παλαιότερους φάρους στο Φαρικό Δίκτυο (Μέρος Α)

ο-φάρος-στο-τρίκερι-από-τους-παλαιότερ-129835

Του ΓΡΗΓΟΡΗ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗ, Μέλους της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών

Mε την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, το 1881, προστέθηκαν στο φαρικό δίκτυο της χώρας, που ώς τότε αριθμούσε μόνο μερικές δεκάδες φάρων και φανών (1), οι δύο φάροι του Παγασητικού. Στο ακρωτήριο Σέσκλο απέναντι από το λιμάνι του Βόλου και στο ακρωτήριο Καβούλια (Αιάντειον) στο Τρίκερι στην ανατολική πλευρά του διαύλου (2).

Ετούτοι είχαν κατασκευαστεί και λειτουργήσει στα 1864 από τη Γαλλική Εταιρεία Οθωμανικών Φάρων, στο πλαίσιο της αναβάθμισης του αναπτυσσόμενου λιμανιού της καινούργιας πόλης, που παρουσίαζε διαρκώς αυξανόμενη κίνηση με κατάπλους πλοίων διαφόρων εθνικοτήτων, ώστε να διευκολύνεται η είσοδος στον Παγασητικό και η προσέγγιση στον Βόλο. Στον Φαροδείκτη του Ν. Συρίγου του 1897, μόλις δύο χρόνια πριν την προσάρτηση στην ελληνική επικράτεια, σημειώνεται για τον φάρο στο Τρίκερι: «Κόλπος Βώλου. Φανός επί του ακρωτηρίου Καβούλια. πλ 39ο 6’ 15’’. Μηκ. 23ο 3’ 35’’. Φως κόκκινον στερεόν, φαινόμενον 5 μίλια. Υψος φωτός 26 μέτρα». Ετούτη είναι και η πρώτη γνωστή αναφορά για τον φάρο στο Τρίκερι, τουλάχιστον σε επίσημο ναυτιλιακό βοήθημα, που σημειώνεται ως «φανός» λόγω της περιορισμένης φωτοβολίας του, παρά τη σημαντική του θέση για τη ναυσιπλοΐα και την είσοδο στον Παγασητικό Κόλπο

Η θέση του φάρου Τα στοιχεία για τις πρώτες δεκαετίες λειτουργίας του φάρου παρουσιάζονται εξαιρετικά περιορισμένα. Ζήτημα που παραμένει απροσδιόριστο είναι και εκείνο της αρχικής ή κατοπινής, για κάποια χρόνια, θέσης του. Ο Τρικεριώτης δάσκαλος και ερευνητής του τόπου του Κώστας Πατρίκος στο άρθρο του «Ο φάρος του Τρίκερι» (3), σημειώνει ανάμεσα στα άλλα ενδιαφέροντα: «Ο φάρος του Τρίκερι αρχικά ήταν στον παρακείμενο κάβο, τον Μύλο, όπως τουλάχιστον δείχνουν τα ερείπια και η θέση αυτή ονομάζεται παλιοφάναρο». Ομως, όπως είδαμε πιο πάνω, στον Φαροδείκτη του Ν. Συρίγου αναγράφεται πως ο φάρος λειτουργούσε στο ακρωτήριο Καβούλια, το 1879, και ίσως να πρόκειται για προηγούμενη θέση στα πρώτα χρόνια της αφής του. Ακριβή στοιχεία για τα σημεία τοποθέτησης του φάρου τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα μάς δίνει το πρώτο χρονικά έγγραφο που υπάρχει στον φάκελο του φάρου, στο αρχείο της Υπηρεσίας Φάρων στον Πειραιά. Πρόκειται για την επίσημη ενημέρωση προς τους ναυτιλλομένους, του Τμήματος Φάρων του Υπουργείου Ναυτικών για την επαναλειτουργία των φάρων Σέσκλο και Τρίκερι, στα 1898, μετά την προσωρινή τους σβέση στη διάρκεια της πρόσκαιρης τουρκικής κατοχής (Απρίλιος 1897 – 25 Μαΐου 1898), έπειτα από τον «ατυχή» πόλεμο του 1897.

Η «αγγελία» δημοσιεύεται δίγλωσση στα ελληνικά και γαλλικά:

«Βασίλειον της Ελλάδος

Το Υπουργείον των Ναυτικών (Τμήμα Φάρων)

Αγγέλλει τοις ναυτιλλομένοις

Οτι από τις 20 Αυγούστου / 1 Σεπτεμβρίου ε.ε. επαναλαμβάνεται η κατά το παρελθόν έτος διακοπείσα φωταψία των φανών Βώλου και Τρικέρων, ως εκ της καταλήψεως των μερών εκείνων υπό του τουρκικού στρατού.

Και του μεν πρώτου, δι’ ερυθρού φωτός ως και πρότερον και εν τη αυτή θέσει, Σέσκλο, του δε δευτέρου επίσης δι’ ερυθρού φωτός, αλλ’ επί του ακρωτηρίου Καβούλια, θέσιν δυτικωτέραν της προηγουμένης, εις απόστασιν 38 μ. από της παραλίας και εις ύψος 12,30 από της επιφανείας της θαλάσσης και 7 μ. από της βάσεως της σιδηράς στήλης αυτού.

Η γεωγραφική θέσις του τελευταίου τούτου φανού κατά τον αγγλ. υδρογραφικόν χάρτην υπ. αριθ. 1556 είναι: Πλάτος Β. 39ο 5’ 27’’. Μήκος Αν. 23ο 2’ 52’’ Γρηνουίχης.

Εν Αθήναις, τη 10/22 Αυγούστου 1898.

Ο τμηματάρχης των φάρων

Π. Ζαφειρίου».

Από το παραπάνω επίσημο έγγραφο διαπιστώνεται πως ο φάρος στο Τρίκερι επαναλειτουργεί από την 1η Σεπτεμβρίου 1898 σε διαφορετική θέση, πιο δυτικά από την προηγούμενη, στο ακρωτήριο Καβούλια πλέον. Προφανώς εννοείται ότι έως τότε (1897) βρισκόταν αλλού, πιθανόν στη θέση Παλιοφάναρο στον Μύλο. Ομως στα 1879 ξεκάθαρα σημειώνεται ως θέση του φάρου ο κάβος Καβούλια, οπότε ίσως να λειτούργησε ο φάρος στον Μύλο μετά το 1879, ίσως μετά την προσάρτηση στο ελληνικό κράτος, και ώς τα 1897, που επήλθε η προσωρινή του σβέση λόγω της τουρκικής κατάληψης. Αν παρατηρήσουμε όμως τις γεωγραφικές συντεταγμένες μήκους και πλάτους της θέσης του φάρου, υπάρχει μια μικρή διαφορά σε αυτές(4) ανάμεσα στον Φαροδείκτη Συρίγου το 1879 και στην «αγγελία» επαναλειτουργίας του 1898, αν και στις δύο περιπτώσεις ο φάρος δηλώνεται ότι βρίσκεται στο ακρωτήριο Καβούλια.

Προφανώς με την παραπάνω ονομασία εννοείται όχι μόνο ο συγκεκριμένος κάβος, αλλά ευρύτερο τμήμα ακτογραμμής της ανατολικής πλευράς της εισόδου του Παγασητικού, κοντά στην Αγία Κυριακή και πράγματι ο φάρος λειτουργούσε στον Μύλο από την αρχική του κατασκευή ώς τη μεταφορά, στη σημερινή θέση, το 1898. Η τοποθέτησή του στο σημερινό σημείο οπωσδήποτε έχει σχέση με την αναζήτηση πλεονεκτικότερης θέσης για τη διευκόλυνση της ναυσιπλοΐας.

Η οικοδόμηση του πέτρινου φάρου

Οπως φαίνεται από τις έως τώρα αναφορές, ο φάρος στο Τρίκερι, παρά την καίρια παρουσία του στην είσοδο του Παγασητικού Κόλπου, υπήρξε μια απλή κατασκευή, «σιδηρά στήλη», με περιορισμένη φωτοβολία στα 5 μόλις μίλια, γι’ αυτό καταγράφεται ως «φανός». Τα επόμενα έγγραφα που υπάρχουν στον φάκελο του φάρου, έπειτα από εκείνο του 1898, αρχίζουν χρονικά από το 1913 και επισημαίνουν την προβληματική λειτουργία του υπάρχοντος φάρου αρχικά για να πληροφορηθούμε στη συνέχεια και ώς τα 1919 την οικοδόμηση του πέτρινου φάρου με την τοποθέτηση νέου περιστροφικού ισχυρού φωτιστικού μηχανισμού και τις περιπέτειες που προέκυψαν ώς την ολοκλήρωση της νέας κατασκευής.

Σε τηλεγράφημα που αποστέλλεται από την Υπηρεσία (Τμήμα) Φάρων στις 16/9/1913 «Προς τον εκπληρούντα τα λιμενικά Τρίκκερι», αναφέρονται τα εξής: «Πληροφορούμεθα ότι φανός Καβούλια φωτίζει ανεπαρκέστατα επί κινδύνω ναυτιλλομένων και ότι πρότινος ατμόπλοιον ηναγκάσθη να ανακόψη πλουν του, μη διακρίνον αυτόν. Παραγγέλλομεν όπως διατάξητε φαροφύλακα επαγρυπνή δεόντος προς καλήν λειτουργίαν, ίνα μην εφαρμόσωμεν αυστηρότατα κατ’ αυτού μέτρα» (5).

Πράγματι ο φάρος παρουσίαζε προβλήματα λειτουργίας, τα οποία μάλλον οφείλονταν στην περιορισμένων δυνατοτήτων φωτοβολία, παρά σε πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του υπεύθυνου φαροφύλακα. Η προβληματική λειτουργία διαπιστώνεται και στη σχετική καταγραφή, στον Φαροδείκτη του Στ. Λυκούδη, το 1914, που σημειώνεται και η ανάγκη τοποθέτησης ισχυρότερου φωτιστικού, ώστε να θεωρείται πλέον φάρος και όχι φανός: «Στήλη σιδηρά επί της λευκής οικίας. Ο φανός ούτος κατά τας υετώδεις νύκτας είναι δυσδιάκριτος. Απεφασίσθη η ίδρυσις φάρου».

Οι δυσκολίες στη ναυσιπλοΐα αυξάνονταν όταν υπήρχαν δυσμενείς καιρικές συνθήκες, καθώς η φωτοβολία του φάρου περιοριζόταν στο ελάχιστο γι’ αυτό και οι φαροφύλακες έπρεπε να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή. Ετσι λοιπόν κινήθηκαν άμεσα οι διαδικασίες για την κατασκευή νέου πέτρινου φάρου και την προμήθεια κατάλληλου, σύγχρονου, φωτιστικού, «περιστροφικού» μηχανήματος με υψηλή φωτοβολία, ώστε να διεξάγεται ακώλυτα η ναυσιπλοΐα. Από τον Απρίλιο του 1914 δρομολογούνται οι ενέργειες για τον νέο φάρο. Αρχικά θα κατασκευαζόταν ξύλινη οικία, όπου πάνω της θα προσαρμοζόταν η υπάρχουσα στήλη (ιστός) με τον παλιό κόκκινο φανό, αφού θα κατεδαφιζόταν το παλιό οίκημα για να οικοδομηθεί το νέο φαρικό συγκρότημα, ο πέτρινος πύργος του φάρου και το εφαπτόμενο φαρόσπιτο.

Οπως φαίνεται από τα έγγραφα του οικείου φακέλου στο αρχείο της Υπηρεσίας Φάρων οι αποφάσεις λαμβάνονταν το καλοκαίρι του 1914 (6), με παράλληλη έρευνα αγοράς στο εξωτερικό για την προμήθεια του καταλληλότερου κατοπτρικού φωτιστικού μηχανήματος. Διάφοροι εισαγωγείς και προμηθευτές καταθέτουν αρμοδίως και εγγράφως τις προσφορές τους (7), ενώ περίπου ταυτόχρονα αρχίζουν και οι εργασίες με την εγκατάσταση εργολάβου στον χώρο του έργου (8). Δίνεται η έγκριση για την κατεδάφιση του παλιού φαρόσπιτου και την κατασκευή της νέας ξύλινης οικίας για τη στήριξη του παλιού ιστού, έως ότου περατωθούν οι εργασίες (9). Στο μεταξύ, συνεχίζονται τα προβλήματα δυσλειτουργίας του παλιού φανού, που τον Σεπτέμβριο του 1914 παρατηρείται σβέση και πρέπει να κινηθούν γρήγορα οι διαδικασίες επιδιόρθωσης της βλάβης (10).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1) Στα 1864 το ελληνικό φαρικό δίκτυο αριθμούσε μόλις 24 φάρους και φανούς, από τους οποίους οι 15 βρίσκονται στα νησιά του Ιονίου, κατασκευασμένοι από τους Βρετανούς. Ως το 1887 λειτούργησαν άλλοι 25 (μαζί με την προσάρτηση των δύο του Παγασητικού) για να διπλασιαστεί έτσι ο αριθμός τους. (Βλ. Γήση Παπαγεωργίου, «Ελληνικοί Πέτρινοι Φάροι» εκδ. Αμμος, 1996, σελ. 47).

2) Για τον φάρο στο ακρ. Σέσκλο δημοσιεύσαμε ιδιαίτερο άρθρο σε δύο συνέχειες (ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 13 και 20/1/2019). Αντίθετα για τον άλλο στο Τρίκερι παρατέθηκε συντομότερη αναφορά σε γενικότερη εργασία για τους φάρους του Παγασητικού (ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 17/2 έως 23/ 2/2008). Γι’ αυτό και επιχειρείται η τωρινή εκτενής καταγραφή με όλα τα διαθέσιμα, στον γράφοντα, στοιχεία. Επίσης στο πλαίσιο των διαθεσσαλικών εκδηλώσεων «Θεσσαλία: Ενας αιώνας από το πολυσήμαντο έτος 1917» στην ημερίδα που διοργανώθηκε και στον Βόλο από την Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών στις 15/10/2017, ο γράφων παρουσίασε την εισήγηση: «Προβλήματα στη ναυσιπλοΐα στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού. Η αφή του νέου φάρου στο Τρίκερι το 1917», με στόχευση στα προβλήματα που προέκυψαν, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης, για τη λειτουργία του καινούργιου φάρου στο Τρίκερι, που είχε αποπερατωθεί λίγο νωρίτερα.

3) Περιοδικό Βίγλα – Πλώρη, τεύχος 8, Ιούνιος 2015, σελ. 93 – 94.

4) Στον Φαροδείκτη Ν. Συρίγου (1879) αναφέρονται: Πλάτος: 39ο 6’ 15’’Μήκος 23ο 3’ 35’’. Στην «αγγελία» του 1898: Πλάτος 39ο 5’ 27’’ Μήκος 23ο 2’ 52’’.

5) Φάκελος φάρου Τρίκερι. Αρχείο Υπηρεσίας Φάρων.

6) Εγγραφο στις 3/6/1914 σχετικό με την έναρξη των εργασιών.

7) Από 20/4 έως 28/6/1914 στον φάκελο του φάρου υπάρχουν έξι έγγραφα σχετικά με την προμήθεια του νέου φωτιστικού μηχανήματος, κυρίως προσφορές εταιρειών και αντιπροσώπων.

8) Τηλεγράφημα στις 30/7/1914 (φάκελος φάρου… οπ.π.).

9) Εγγραφο στις 30/7/1914 (φάκελος φάρου… οπ.π.).

10) Εγγραφο στις 16/9/1914 (φάκελος φάρου… οπ.π.). Η βλάβη παρουσιάζεται, ενώ έχουν αρχίσει οι εργασίες για τον καινούργιο φάρο.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Σχετικά άρθρα:

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου