Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Νάσος Νασόπουλος Γυναικοκτονία Ρούλα Πισπιρίγκου Travel West Forum
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

/

ΦΑΚΕΛΟΣ "Αχαιοί Πρωθυπουργοί": Γεώργιος Παπαδόπουλος ο δικτάτωρ και η "αλλαγή" του Ανδρέα

ΦΑΚΕΛΟΣ "Αχαιοί Πρωθυπουργοί":...

Με καταγωγή από την Αχαϊα

Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος (Ελαιοχώρι Αχαΐας, 5 Μαΐου 1919 - Αθήνα, 27 Ιουνίου 1999) ήταν Έλληνας αξιωματικός, πραξικοπηματίας και πρωτεργάτης της κατάλυσης της ελληνικής δημοκρατίας την περίοδο 1967-1974 καθιστώντας τον εαυτό του ηγέτη της τότε στρατιωτικής κυβέρνησης, γνωστής ως Χούντα των Συνταγματαρχών.

Διοίκησε δικτατορικά από διάφορες θέσεις, ως υπουργός, πρωθυπουργός, αντιβασιλέας και πρόεδρος δημοκρατίας. Στην επίσημη προπαγάνδα του χουντικού καθεστώτος αναφερόταν ως «Αρχηγός της Επανάστασης» και «Πρόεδρος της Εθνικής Κυβερνήσεως». Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, οδηγήθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε σε θάνατο, ποινή που μετατράπηκε με απόφαση της κυβέρνησης σε ισόβια δεσμά. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου συμμετείχε στο αλβανικό μέτωπο, ενώ αργότερα κατηγορήθηκε ότι στη διάρκεια της Κατοχής ήταν στα Τάγματα Ασφαλείας. Μεταπολεμικά πήγε στην Αμερική για να εκπαιδευθεί σε θέματα πληροφοριών, και έγινε πράκτορας της CIA.
Την 1η Ιουλίου του 1973 σε άρθρο της εφημερίδας Observer εμφανίστηκε ο ισχυρισμός από ανώνυμη πηγή της εφημερίδας ότι ο Παπαδόπουλος ήταν έμμισθος πράκτορας της CIA. Στο άρθρο του Observer παραπέμπει και το άρθρο του Political Science quarterly, vol 89, 3-4, 1974 Σε επίσημη ακρόαση στην Αμερικάνικη Γερουσία, η CIA αρνήθηκε ότι ο Γ. Παπαδόπουλος υπήρξε ποτέ πράκτοράς της, και ισχυρίστηκε ότι η οποιαδήποτε σχέση είχαν αυτή ήταν στα πλαίσια της πάγιας συνεργασίας (από την εποχή του εμφυλίου πολέμου) CIA και ΚΥΠ την περίοδο που ο Παπαδόπουλος υπηρετούσε στην ΚΥΠ. Στην ίδια ακρόαση ενώπιον της Γερουσίας ο διευθυντής της CIA ισχυρίστηκε ότι ο Παπαδόπουλος ουδέποτε εκπαιδεύτηκε στις ΗΠΑ (από την CIA).
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στο Ελαιοχώρι Αχαΐας, με πατέρα τον δάσκαλο του χωριού Χρήστο Παπαδόπουλο και μητέρα τη Χρυσούλα, η οποία είχε μείνει χήρα από τον πρώτο της άνδρα, ο οποίος είχε σκοτωθεί στους Βαλκανικούς Πολέμους, ενώ είχε ήδη και ένα παιδί, τον Τάκη Βαγενά. Ο πατέρας του Χρήστος ήταν στενός φίλος και πολιτικός οπαδός του Γεωργίου Παπανδρέου. Μάλιστα πολλές φορές ενεργούσε και ως «κομματάρχης» του Παπανδρέου στα γύρω χωριά.[εκκρεμεί παραπομπή] Ο Στυλιανός Παττακός έχει υποστηρίξει ότι ο Παπαδόπουλος ήταν και βαφτισιμιός του Γεωργίου Παπανδρέου, αλλά αυτό έχει αμφισβητηθεί. Ο Γεώργιος Παπανδρέου έδειξε μεγάλη ανοχή στον Παπαδόπουλο το 1965 στην προβοκάτσια με το σαμποτάζ του Έβρου, λόγω της φιλίας του με τον πατέρα του μετέπειτα πραξικοπηματία. Μάλιστα ο Χρήστος Παπαδόπουλος πήγε προσωπικά στο πρωθυπουργικό γραφείο να παρακαλέσει τον Γεώργιο Παπανδρέου για τον γιο του[εκκρεμεί παραπομπή]. Ήταν ο μεγαλύτερος από τα άλλα δύο αδέλφια της οικογένειας, τον Κωνσταντίνο και τον Χαράλαμπο. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο το 1937, εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων όπου παρακολούθησε τριετή εκπαίδευση μέχρι το 1940. Αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός πυροβολικού (7-8-1940). Ήταν πτυχιούχος της Ανωτέρας Σχολής Πολέμου. Παντρεύτηκε το 1942 τη Νίκη Βασιλειάδη και απέκτησε δύο παιδιά μαζί της, τον Χρήστο και τη Χρυσούλα. Το 1969 πήρε διαζύγιο το οποίο εκδόθηκε με κοινή υπαιτιότητα και εν συνεχεία παντρεύτηκε τη Δέσποινα Γάσπαρη (υπάλληλο του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης), με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Υπερμαχεία.
Οι απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων της τάξης του 1940 σύντομα θα εισέρχονταν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις 28 Οκτωβρίου 1940, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς απέρριψε το ιταλικό τελεσίγραφο για την παράδοση της χώρας, συμμετείχε στον πόλεμο ως διοικητής ουλαμού πυροβολικού και στη συνέχεια κατά των Γερμανών στις 6 Απριλίου 1941. Με την έναρξη της κατοχής, τον Απρίλιο του 1941 εγγράφεται στη σχολή πολιτικών μηχανικών του Πολυτεχνείου, χωρίς να αποφοιτήσει. Το 1943 ξεκινά αντιστασιακή δράση κι εντάσσεται στην οργάνωση Μίδας 614 του συνταγματάρχη Τσιγάντε. Παράλληλα, αποστέλλεται ως πληροφοριοδότης των συμμάχων στα Τάγματα Ασφαλείας : όταν συγκροτήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας από τους κατακτητές, προσκλήθηκε και συμμετείχε ως οργανωτής στο Τάγμα της Πάτρας που τελούσε υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Κουρκουλάκου. Μετά την διάλυσή της οργάνωσης Μίδας 614, εντάσσεται στην «Οργάνωση Χ» του Γεωργίου Γρίβα. Το 1944, με τη βοήθεια των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου και του απονεμήθηκε ο βαθμός του υπολοχαγού. Κατά την εκεί παραμονή του πιθανολογείται η ένταξή του στην αντιδημοκρατική και αντικομουνιστική ομάδα ΕΝΑ (Ένωση Νέων Αξιωματικών), της οποίας ηγετικό στέλεχος ήταν ο αντισυνταγματάρχης Καραγιάννης. Το 1945 όταν επανήλθε στην Ελλάδα και η οργάνωση ΕΝΑ και άλλες συγχωνεύτηκαν στον ΙΔΕΑ, ο Γ. Παπαδόπουλος εντάχθηκε από τους πρώτους σ' αυτόν. Στη συνέχεια έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949) και τιμήθηκε με χρυσό αριστείο ανδρείας, μετάλλιο εξαίρετων πράξεων και πολεμικό σταυρό. Κατά τη δεκαετία του '50 υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες σε υψηλή θέση και μετεκπαιδεύτηκε στις ΗΠΑ. Όπως αποκάλυψε ο Αμερικανός δημοσιογράφος David Binder, χωρίς να τολμήσει να τον διαψεύσει το δικτατορικό καθεστώς, ο Παπαδόπουλος ήταν πράκτορας της CIA και εισέπραττε παχυλό μισθό ήδη από το 1952.
Ο Γ. Παπαδόπουλος τοποθετήθηκε στην ΚΥΠ (1959-1964) και το 1961 ως αντισυνταγματάρχης της ΚΥΠ, και αρχηγός από το 1961 της παράνομης οργανώσεως Ένα στον Στρατό, είχε συμμετάσχει στη διαμόρφωση του σχεδίου «Περικλής», που είχε ως στόχο την άσκηση συστηματικής βίας για τη μείωση της επιρροής της ΕΔΑ. Ο στόχος εξειδικευόταν ως εξής: "Ενδεικνυόμενα μέτρα, ώστε ο κομμουνισμός εις το εγγύς μέλλον να υποστή κάμψιν και το ποσοστόν του να κατέλθη εις επίπεδα κάτω του 20%". Η συμμετοχή του αποκαλύφθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1965 από τον τότε πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου. Οι αποκαλύψεις βασίστηκαν σε ανακριτικό πόρισμα του αντιστράτηγου Χ. Λουκάκη, σύμφωνα με τις οποίες η διαμόρφωση του σχεδίου "Περικλής" (είχε συνταχθεί ήδη από το 1959 επί Καραμανλή από την ΚΥΠ) ολοκληρώθηκε στις 12 Αυγούστου 1961, σε ειδική συνεδρίαση της δευτεροβάθμιας επιτροπής πληροφοριών και διαφωτίσεως του ΓΕΕΘΑ, υπό την προεδρία του Α/ΓΕΣ Β. Καρδαμάκη.
Στις αρχές του Ιουνίου 1965, ο Παπαδόπουλος βρισκόταν υπό πίεση λόγω των ανακρίσεων της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης για την υπόθεση του "Σχεδίου Περικλής". Στις 11 Ιουνίου, δύο ημέρες μετά την άσκηση δίωξης για την υπόθεση αυτή, ξέσπασε η υπόθεση του «σαμποτάζ του Έβρου».
Συγκεκριμένα, οχήματα της 117ης ΜΠΠ (Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού), η οποία έδρευε στην Ορεστιάδα και είχε διοικητή τον τότε αντισυνταγματάρχη Γ. Παπαδόπουλο, είχαν ακινητοποιηθεί λόγω βλαβών από κακή συντήρηση. Ο Παπαδόπουλος βρέθηκε υπό την πίεση των προϊσταμένων του στρατηγών Τσολάκα, Μανέτα και Βαρδουλάκη οι οποίοι ζητούσαν εξηγήσεις για τις βλάβες. Απολογούμενος, ο Παπαδόπουλος απέδωσε τα προβλήματα στην εντατική χρήση των φορτηγών αλλά και σε ενδεχόμενη δολιοφθορά (σαμποτάζ) για την οποία θα προχωρούσε σε έρευνες. Στη συνέχεια, έστησε προβοκάτσια σε συνεργασία με το τμήμα Α2 της μονάδας, αξιωματικός του οποίου παρακίνησε έναν στρατιώτη με γονείς αριστερών φρονημάτων να προκαλέσει βραχυκύκλωμα σε ένα όχημα. Ο στρατιώτης συνελήφθη την ώρα της δολιοφθοράς ενώ την επόμενη μέρα συνελήφθησαν και άλλοι φαντάροι, στα οχήματα των οποίων είχαν παρουσιαστεί βλάβες. Μετά από σειρά βίαιων ανακρίσεων με χρήση βασανιστηρίων, ο Παπαδόπουλος πρόβαλε τη θεωρία της κομμουνιστικής συνωμοσίας, οργανωμένης από παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ. Την ίδια ημέρα που ο Παπαδόπουλος έστειλε το πόρισμα στο ΓΕΣ, και πριν καν αυτό φτάσει στον προορισμό του, τρεις εφημερίδες του δεξιού πολιτικού χώρου (Ακρόπολις, Εθνικός Κήρυξ, Ελλη­νικός Βορράς) δημοσίευσαν με μεγάλους τίτλους την είδηση. Στην τρίτη μόνο από αυτές, το ρεπορτάζ ανέφερε εσφαλμένα ότι, σύμφωνα με το πόρισμα, χρησιμοποιήθηκε ζάχαρη για το σαμποτάρισμα τεθωρακισμένων. Αποτέλεσμα του συγκεκριμένου δημοσιεύματος ήταν να δημιουργηθεί ένας αρκετά διαδεδομένος σχετικός μύθος, παρ' όλο που το ίδιο το Υπουργείο Άμυνας επίσημα διέψευσε τα περί ζάχαρης και τεθωρακισμένων.
Στις επόμενες ημέρες ένα όργιο φημών κυριάρχησε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και ακολούθησαν συλλήψεις συγγενών των στρατιωτών που φέρονταν αναμεμειγμένοι στη δολιοφθορά. Όμως σύντομα οι τακτικοί ανακριτές της στρατιωτικής δικαιοσύνης (ο λοχαγός Νικόλαος Νικολαΐδης και ο βασιλικός επίτροπος αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Γκόπης) θεώρησαν ότι οι ομολογίες των στρατιωτών ήταν προϊόν βασανισμών, απαλλάσσοντας τελικά τους περισσότερους από τους συλληφθέντες. Στις 20 Ιουλίου, ασκήθηκε δίωξη κατά των αξιωματικών που ήταν φυσικοί αυτουργοί των βασανισμών, και εναντίον του Παπαδόπουλου για ηθική αυτουργία. Τελικά ο Παπαδόπουλος απαλλάχθηκε από τον αντισυνταγματάρχη στρατιωτικής δικαιοσύνης Θεμιστοκλή Δηματάτη με απαλλακτικό βούλευμα στις 29 Νοεμβρίου 1965, δύο ημέρες πριν από την έναρξη της δίκης του. Η απαλλαγή αυτή συνέβη την περίοδο που αρχηγός ΓΕΣ είχε αναλάβει ο μετέπειτα πραξικοπηματίας Γρηγόριος Σπαντιδάκης, ενώ το πολιτικό σκηνικό χαρακτηριζόταν από την αστάθεια που ακολούθησε την Αποστασία του 1965. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι η απόφαση του Δηματάτη είχε σχέση με τον κατοπινό διορισμό του ως προέδρου του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
Το 1966 διορίστηκε από το ΓΕΣ τμηματάρχης στο 4ο Επιτελικο γραφείο του ΓΕΣ. Έκτοτε άρχισε την προπαρασκευή του πραξικοπήματος, μαζί με τους Παττακό, Μακαρέζο και άλλους 26 αξιωματικούς.
Με την επικράτηση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, συμμετείχε στην κυβέρνηση Κ. Κόλλια, που ορκίστηκε την ίδια ημέρα ώρα 19.30, στα Ανάκτορα Αθηνών, υπό τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β΄, αναλαμβάνοντας το υπουργείο Προεδρίας και τον Δεκέμβριο του 1967 ορκίστηκε "πρωθυπουργός" και υπουργός Εθνικής Αμύνης. Για ένα διάστημα ανέλαβε και Υπουργός Παιδείας[18] και Εξωτερικών. Το 1968 διέφυγε απόπειρα δολοφονίας του από τον Αλέξανδρο Παναγούλη, ο οποίος συνελήφθη και καταδικάστηκε δις εις θάνατον. Η ποινή δεν εκτελέστηκε και ο Παναγούλης παρέμεινε επί πενταετία στη φυλακή. Στις 21 Μαρτίου 1972 παύθηκε με κυβερνητική απόφαση ο αντιβασιλιάς Γ. Ζωιτάκης και τον αντικατέστησε ο ίδιος. Τον Μάιο 1973 αποκαλύφθηκε η ύπαρξη εκτεταμένης συνωμοσίας στους κόλπους του Πολεμικού Ναυτικού και με την αφορμή αυτή καταργήθηκε η συνταγματική μοναρχία, που μέχρι τότε ίσχυε τυπικά, και την 1η Ιουνίου 1973 ανακηρύχθηκε ως νέο πολίτευμα η Προεδρική Δημοκρατία με προσωρινό πρόεδρο τον ίδιο. Ακολούθησε η διεξαγωγή νόθου κυρωτικού δημοψηφίσματος («ΝΑΙ» 78,4%, «ΟΧΙ» 21,6%)[20], σύμφωνα με το οποίο ο δικτάτορας Παπαδόπουλος εκλεγόταν πρόεδρος της νεοσύστατης Ελληνικής Δημοκρατίας και ο στρατηγός Οδυσσέας Αγγελής ως αντιπρόεδρος. Λίγο αργότερα, στις 8 Οκτωβρίου 1973, επέλεξε τον παλαιό πολιτικό αρχηγό Σπ. Μαρκεζίνη ως διάδοχό του στην πρωθυπουργία, με την εντολή να οδηγήσει τη χώρα σε βουλευτικές εκλογές, αμνηστεύοντας όλους τους πολιτικούς κρατουμένους και δίνοντας ειδική χάρη στον Παναγούλη.
Κατά τον Δ' αραβοϊσραηλινό πόλεμο ή πόλεμο του Γιομ Κιπούρ τον Οκτώβριο του 1973 η δικτατορική Κυβέρνηση αρνήθηκε προς τους Αμερικανούς να χρησιμοποιήσουν το αεροδρόμιο της Κρήτης για εφοδιασμό των ισραηλινών δυνάμεων, γεγονός που προκάλεσε την δυσμένεια του Υπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α. Χένρυ Κίσσινγκερ
Ακολούθησε η εξέγερση του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1973 και στη συνέχεια το Πραξικόπημα του Ταξιάρχου Δ. Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου 1973, κατά το οποίο ο Παπαδόπουλος ετέθη σε κατ' οίκον περιορισμόν. Κατά τη διάρκεια της δικτατορικής διακυβέρνησής του διέμενε σε υπερπολυτελή έπαυλη στο Λαγονήσι, ιδιοκτησίας του Αριστοτέλη Ωνάση, την οποία είχε παραχωρήσει στον Παπαδόπουλο έναντι οικονομικών εξυπηρετήσεων.
Συνέπεια των κυπριακών γεγονότων ήταν η παράδοση της διακυβέρνησης της χώρας σε πολιτικούς, από τον τότε χουντικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας Φαίδωνα Γκιζίκη, με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ως πρωθυπουργό κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
Ο Παπαδόπουλος επιδίωξε να συμμετάσχει με δικό του κόμμα στις πρώτες βουλευτικές εκλογές, το 1974, αλλά η τότε πολιτική ηγεσία του το απαγόρευσε.
Στη συνέχεια, βάσει της Συντακτικής Πράξης της 3ης Οκτωβρίου 1974, τόσο ο Γ. Παπαδόπουλος όσο και οι άλλοι πρωτεργάτες της Δικτατορίας χαρακτηρίστηκαν ως πρωταίτιοι πολιτικών αδικημάτων, εξαιρουμένων του στρατηγού Φ. Γκιζίκη που παρέμενε ακόμα πρόεδρος της Δημοκρατίας (παρέμεινε μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 1974), της υφιστάμενης στρατιωτικής ηγεσίας, του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ καθώς και όλων των πολιτικών προσώπων των κυβερνήσεων Παπαδόπουλου και Ιωαννίδη. Έτσι ως παραβάτες του Ποινικού Κώδικα, οι φερόμενοι ως πρωτεργάτες υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ενώ περί τα τέλη Οκτωβρίου του ίδιου έτους οι παραπάνω εκτοπίστηκαν στην Κέα σε ένα ξενοδοχείο στο μυχό του λιμένα, υπό τη φύλαξη μικρής ομάδας χωροφυλάκων συνεπικουρούμενης από ένα μικρό σκάφος του Λιμενικού Σώματος, περιορισμένων δυνατοτήτων με τριμελές πλήρωμα.
Ακολούθησαν πολιτικές διεργασίες και στις 15 Ιανουαρίου 1975 εκδόθηκε το Δ΄ Ψήφισμα της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής που όριζε τη διενέργεια δίκης των "Απριλιανών" μετά από μήνυση του δικηγόρου Α. Λυκουρέζου, που είχε καταθέσει πρώτος από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο. Η Δίκη τελικά ξεκίνησε, χωρίς ιδιαίτερα αλεξίσφαιρα μέτρα ασφαλείας π.χ. γυάλινους κλωβούς κ.λπ., έξι μήνες μετά, στις 28 Ιουλίου, ημέρα Δευτέρα, στη δικαστική αίθουσα των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού, όπου στο μεταξύ από τις 21 Ιανουαρίου (έξι ημέρες μετά το ψήφισμα), είχε γίνει η μεταγωγή των Απριλιανών από την Κέα και διήρκεσε ακριβώς ένα μήνα, μέχρι 29 Αυγούστου. Τελικά η θανατική ποινή που του επιβλήθηκε μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά, άνευ αιτήματος χάριτος, με απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (στον οποίο αποδίδεται, σχετικά, η ιστορική φράση «... και όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια»).
Στις 30 Ιανουαρίου 1984, ίδρυσε μέσα από τις φυλακές την ΕΠΕΝ. Το 1992, η κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη αποφασίζει να αποφυλακίσει τον Παπαδόπουλο και τους άλλους πραξικοπηματίες, επίσης άνευ προηγουμένου σχετικού αιτήματος, αλλά ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής ασκεί βέτο. Πέθανε στις 27 Ιουνίου 1999 μετά από καρκίνο στο ουροποιητικό σύστημα στο Λαϊκό Νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, υπερασπιζόμενος το πραξικόπημα και τη δικτατορία και αρνούμενος να κάνει χρήση των νομικών δυνατοτήτων (λόγοι υγείας, αίτηση χάριτος) για να αποφυλακιστεί, σε αντίθεση με άλλους συγκατηγορούμενούς του. Ο τάφος του βρίσκεται στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε τελέσει δύο γάμους. Από τον πρώτο του γάμο με τη Νίκη Βασιλειάδη (1942) απέκτησε ένα γιο, το Χρήστο που μετά την αποφοίτηση του από το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο μετέβη για μεταπτυχιακές σπουδές στις ΗΠΑ όπου και εγκαταστάθηκε, και μία κόρη, τη Χρυσούλα, μετέπειτα σύζυγο του Βασιλείου Ζάππα. Παράλληλα όμως φέρεται από το 1957-1958 να διατηρούσε παράνομο δεσμό με τη Δέσποινα Σερέτη, πρώην πολιτική υπάλληλο στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (ΓΥΣ) απ' όπου ήταν αποσπασμένη στη Διεύθυνση Α2 του ΓΕΣ. Όταν διατάχθηκε η επάνοδός της στη ΓΥΣ απολύθηκε, πλην όμως επί εποχής Νάτσινα προσελήφθη στην ΚΥΠ. Την ίδια εκείνη εποχή ο Γ. Παπαδόπουλος ήταν αποσπασμένος στη Διεύθυνση πυροβολικού της VI Μεραρχίας. Οι διάφορες κινήσεις της και οι ύποπτες έξοδοί της από το ΓΕΣ είχαν προκαλέσει το ενδιαφέρον της παρακολούθησής της από την ίδια την υπηρεσία κατ' εντολή του τότε Α/ΓΕΣ Πέτρου Νικολόπουλου. Πολύ αργότερα, μετά από 10 περίπου χρόνια παράνομου δεσμού, ο Γ. Παπαδόπουλος χωρίζοντας τη γυναίκα του νυμφεύθηκε τη Δέσποινα Σερέτη (εκ του επιθέτου του συζύγου της αστυνομικού, τον οποίον επίσης χώρισε). Ο γάμος τους τελέσθηκε το 1968, σε κλειστό κύκλο, τον οποίον και ευλόγησε ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α'. Από τον γάμο αυτόν και εκ του παράνομου δεσμού, ο Γεώργιος και η Δέσποινα Παπαδόπουλου απέκτησαν μία κόρη, τη Μάχη (Υπερμαχεία), σήμερα σύζυγο του Γιώργου Καλογιάννη.
Η επταετία της Χούντας σημαδεύτηκε από σκάνδαλα και πολλές περιπτώσεις χρηματισμού και ευνοιοκρατίας. Τα πιο γνωστά είναι το σκάνδαλο με τα λεγόμενα θαλασσοδάνεια του συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά, που έμεινε κοροϊδευτικά στην ιστορία ως «ο κύριος καθαρά χέρια», το σκάνδαλο με τα σάπια κρέατα του συνταγματάρχη Μπαλόπουλου και οι τεράστιες χρηματικές δαπάνες για τα κοσμικά πάρτι και την πολυτελή ζωή του αντισυνταγματάρχη (ο Παπαδόπουλος τον έκανε υποστράτηγο) Μιχάλη Ρουφογάλη, που του είχε ανατεθεί η διεύθυνση της ΚΥΠ, δηλαδή του εθνικά κρίσιμου τομέα των μυστικών υπηρεσιών, ο οποίος επίσης εξασφάλιζε τη χορήγηση δανείων σε υποστηρικτές της χούντας, επιβαρύνοντας τις ελληνικές δημόσιες τράπεζες . Η ευνοιοκρατία και το ρουσφέτι επί χούντας γιγαντώθηκαν: ο Μακαρέζος διόρισε τον κουνιάδο του Αλέξανδρο Ματθαίου Υπουργό Γεωργίας, ο Λαδάς έκανε τον ένα ξάδερφό του στρατηγό και διοικητή της ΑΣΔΕΝ και έναν άλλο ξάδερφό του Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, ο στρατηγός Βασίλης Καρδαμάκης διορίστηκε διοικητής της ΔΕΗ και ο στρατηγός Αλέξανδρος Νάτσινας (πρώην αρχηγός ΚΥΠ με τεράστιες ευθύνες για το σχέδιο ΠΕΡΙΚΛΗΣ και το παρακράτος) διορίστηκε Πρόεδρος στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.Ο ίδιος ο Παπαδόπουλος διόρισε τον αδελφό του Κωνσταντίνο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως, περιφερειακό διοικητή Αττικής και Υπουργό παρά τω Πρωθυπουργό διαδοχικά. Τον άλλο αδελφό του, Χαράλαμπο, τον διόρισε Γενικό Γραμματέα στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Ο Χαράλαμπος αποκαλούνταν ειρωνικά "μπον φιλέ" από τους αξιωματικούς της Χωροφυλακής, επειδή συνήθιζε να τρώει καθημερινά στα εστιατόρια ακριβών ξενοδοχείων μαζί με τη φρουρά του και τους υπαλλήλους του.
Μετά την καταδίκη του Γ. Παπαδόπουλου ακολούθησαν κατόπιν μηνύσεων (Νοέμβριος 1975) διάφορες έρευνες για σκάνδαλα παράνομου πλουτισμού.Από τις έρευνες διαπιστώθηκε ότι ο Γ. Παπαδόπουλος είχε αγοράσει τρία ακίνητα: ένα πολυτελές διαμέρισμα 5 κυρίων δωματίων στη Νέα Σμύρνη, μία πολυτελή μονοκατοικία 5 κυρίων δωματίων, στην Αθήνα στην οδό Τζουμέρκων, με την οποία προικοδότησε τον γαμβρό του Β. Ζάπα, και ένα διαμέρισμα 5 κυρίων δωματίων, στην Αθήνα, το τελευταίο αντί 1.300.000 δρχ. Η Δέσποινα Παπαδοπούλου είχε αγοράσει επίσης ένα διαμέρισμα 6 κυρίων δωματίων επί της οδού Σορβόλου στην Αθήνα, αντί ποσού 1.700.000 δρχ. Για όλα τα παραπάνω που δόθηκαν προικώα των παιδιών τους, τίποτε μεμπτό δεν βρέθηκε και κανένα δεν δημεύτηκε.
Το 1976 η Δέσποινα Παπαδοπούλου αθωώθηκε από την κατηγορία της απάτης της αργομισθίας εις βάρος του Δημοσίου. Το δικαστήριο δέχτηκε ότι διαπράχτηκε η απάτη, αλλά αθώωσε την Παπαδοπούλου επειδή έκρινε ότι επέδειξε έμπρακτη μεταμέλεια επιστρέφοντας το σύνολο της παράνομης μισθοδοσίας (περίπου 750.000 δραχμές) κατά το στάδιο της προδικασίας της υπόθεσης.

Ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου (5 Φεβρουαρίου 1919 – 23 Ιουνίου 1996) ήταν Έλληνας πολιτικός, πρόεδρος και ιδρυτής του ΠΑΚ και αργότερα του ΠΑ.ΣΟ.Κ., του οποίου η ιδρυτική διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη συμπυκνώνεται στο τρίπτυχο «Εθνική Ανεξαρτησία - Λαϊκή Κυριαρχία - Κοινωνική Απελευθέρωση». Διετέλεσε πρωθυπουργός τις περιόδους 1981-1989 και 1993-1996. Ήταν γιος του επίσης πρώην πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος ήταν γνωστός και ως «Γέρος της Δημοκρατίας». Μητέρα του ήταν η Σοφία Μινέικο κόρη του Πολωνού Ζίγκμουντ Μινέικο. O γιος του Γεώργιος Α. Παπανδρέου ήταν από το 2004 έως το 2012 πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και πρωθυπουργός της Ελλάδας από το 2009 ως τις 11 Νοεμβρίου 2011.
Γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1919 στη Χίο και ήταν γιος του Γεωργίου Παπανδρέου, Γενικού Διοικητή Αιγαίου τότε και μετέπειτα πρωθυπουργού, και της Σοφίας Μινέικο, κόρης του Ζίγκμουντ Μινέικο, Πολωνού αριστοκράτη και στρατιωτικού μηχανικού. Μεγάλωσε στην Αθήνα και φοίτησε στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου μεταξύ άλλων ήταν συμμαθητής με τους Πέτρο Σιφναίο, Πάρι Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Σκιαδαρέση, εργολάβο, και Λεωνίδα Αδάμ. Με τους τελευταίους τρείς θα δημιουργήσει σε ηλικία δεκαπέντε ετών, το 1934, το Μαρξιστικό περιοδικό «Ξεκίνημα», όπου και δημοσίευσε πολλά άρθρα για το Σοσιαλισμό. Κάθε τεύχος του περιοδικού είχε στην προμετωπίδα του τους στίχους του Κωστή Παλαμά «Δουλέψτε τον ξανά τον κόσμο στη φωτιά!». Η «Εστία», η πιο σημαντική τότε εφημερίδα της Δεξιάς παράταξης, αντέδρασε απαιτώντας τον εξοβελισμό του νεαρού Ανδρέα Παπανδρέου από την ελληνική κοινωνία γιατί «θα καθίστατο επικίνδυνος για τη χώρα». Το Υπουργείο Παιδείας - στο οποίο δύο χρόνια νωρίτερα Υπουργός ήταν ο πατέρας του - διέταξε ανακρίσεις και οι «παρεκτραπέντες» μαθητές τιμωρήθηκαν με διαγωγή «επίμεμπτο» στο ενδεικτικό τους.
Ήδη από τα εφηβικά του χρόνια, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε γνωριστεί με τρεις σημαντικές μορφές του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, τον Παντελή Πουλιόπουλο (αργότερα εντάχθηκε και στην οργάνωσή του, την ΕΟΚΔΕ), τον Μιχάλη Ράπτη («Πάμπλο») και τον Πλάτωνα Δρακούλη.
Το 1937 εισήλθε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών,αλλά το 1939, μετά τη σύλληψή του από το καθεστώς Μεταξά, αναχώρησε για τις Η.Π.Α., όπου συνέχισε τις σπουδές του. Υπηρέτησε εθελοντής σε σημαντική θέση στο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ, ως εξεταστής μοντέλων για τον κατάλληλο χρόνο επισκευής πολεμικών πλοίων.[20] Το 1943 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα στα Οικονομικά και τη Φιλοσοφία από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, όπου και διορίστηκε ως αναπληρωτής καθηγητής (associate professor). Το 1944, ο μόλις 25 ετών Ανδρέας Παπανδρέου είναι ένα από τα πέντε μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας στη διάσκεψη του Bretton Woods - που σχεδίασε ολόκληρη την αρχιτεκτονική της παγκόσμιας οικονομίας ως τις πετρελαϊκές κρίσεις του '70 - της οποίας ηγείται ο κορυφαίος Έλληνας οικονομολόγος Κυριάκος Βαρβαρέσος. Tο 1947 διορίστηκε επίκουρος και στη συνέχεια τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα και του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ (Berkeley) της Καλιφόρνια, όπου και διετέλεσε πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης από το 1956 ως το 1959. Την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία συνέχισε στα χρόνια της δικτατορίας, οπότε εργάστηκε ως καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης (1968-69) και του Γιορκ (1969-1974), όπου διετέλεσε και διευθυντής μεταπτυχιακών σπουδών. Παντρεύτηκε διαδοχικά με τη Χριστίνα Ρασιά, μια ελληνοαμερικανίδα ψυχίατρο, τη Μαργαρίτα Τσαντ (με την οποία απέκτησε 4 παιδιά, τον Γιώργο (πρωθυπουργός της Ελλάδος από το 2009 με το ΠΑΣΟΚ), τη Σοφία, τον Νίκο και τον Αντρίκο) και τη Δήμητρα Λιάνη. Εκτός γάμου γεννήθηκε το 1969 η κόρη του Αιμιλία Νίμπλουμ.
Επέστρεψε οικογενειακώς στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ στις 16 Ιανουαρίου του 1961 και έπειτα από πρόταση του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή ανέλαβε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Επιστημονικός Διευθυντής του νεοσύστατου Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), καθώς και Σύμβουλος της Τράπεζας της Ελλάδος.
Εκλέχτηκε βουλευτής για πρώτη φορά το 1964 με την Ένωση Κέντρου. Μετείχε στην κυβέρνηση του πατέρα του, Γεωργίου Παπανδρέου, αρχικά ως Υπουργός Προεδρίας και λίγο αργότερα ως αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού. Ο οικονομικός του λόγος κινείται μέσα στο επίσημο πλαίσιο της τότε οικονομικής ορθοδοξίας. Άλλωστε, η πανεπιστημιακή του καριέρα στις ΗΠΑ ως την έλευσή του στην Ελλάδα εντασσόταν στο πλειοψηφικό ρεύμα της αμερικανικής οικονομικής σκέψης της εποχής. Έτσι ακολουθεί τη διαδομένη τότε αντίληψη μεταρρυθμιστικής οικονομικής πολιτικής για τις καθυστερημένες χώρες, η οποία επιδίωκε να συνδυάσει την ενίσχυση της ζήτησης μέσω της αύξησης των λαϊκών εισοδημάτων, με την άμεση παραγωγική δραστηριοποίηση του κράτους, ώστε να δοθεί η αναγκαία αναπτυξιακή δυναμική, να καλυφθούν τα παραγωγικά/κλαδικά κενά, να υποκατασταθούν βαθμιαία οι εισαγωγές Παραιτήθηκε λίγο αργότερα μετά από πολλές πιέσεις άλλων τάσεων μέσα στο κόμμα και συσπείρωσε γύρω του τη λεγόμενη κεντροαριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου. Στις 25 Απριλίου του 1965 γίνεται ξανά αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού, ενώ ένα μήνα αργότερα κατηγορήθηκε ως εμπνευστής και αρχηγός στην υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» και στο συνωμοτικό Σχέδιο Ελικών.
Ήδη από εκείνα τα ταραχώδη χρόνια (1965-1967) ο Ανδρέας Παπανδρέου κερδίζει την αγάπη της μεγάλης πλειοψηφίας των πρώην ΕΑΜιτών και ΕΛΑΣιτών που θα συνεχίζουν να τον στηρίζουν ως το τέλος, αλλά οι σχέσεις του με την ηγεσία της Αριστεράς χαρακτηρίζονται από αμοιβαία καχυποψία. Γενικά, ο Ανδρέας Παπανδρέου ενδιαφερόταν περισσότερο για τον «απλό κόσμο» της Αριστεράς και όχι για τους ηγέτες της, που τους θεωρούσε παρωχημένους και όχι ιδιαίτερα ευφυείς.
Στις 12 Οκτωβρίου του 1966, χιλιάδες οπαδοί του υποδέχθηκαν τον Ανδρέα Παπανδρέου που επέστρεφε από 12ήμερη περιοδεία στη Σκανδιναβία. Ένα πανό έγραφε: "Καλώς όρισες Κένεντι της Ελλάδος". Κύρια αιτία αυτής της θριαμβευτικής υποδοχής ήταν ότι την προηγουμένη της αναχώρησής του είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για "συνωμοσία προς εκτέλεσιν πράξεων εσχάτης προδοσίας", κατά όσων είχαν αναμιχθεί στην οργάνωση ΑΣΠΙΔΑ, πολιτικός εγκέφαλος της οποίας κατηγορήθηκε από τους συντηρητικούς αντιπάλους του ότι ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. "Η δυναμική αυτή εκδήλωση αποφασιστικότητας στον αγώνα για τη δημοκρατία και οι επιδείξεις στοργής του αθηναϊκού λαού στο πρόσωπό μου θορύβησαν τους βασιλικούς κύκλους, τις αμερικανικές υπηρεσίες, το παρακράτος και φυσικά την κυβέρνηση Στεφανόπουλου", έγραψε αργότερα στο βιβλίο του "Η Δημοκρατία στο απόσπασμα" ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αμέσως μετά ο Α. Παπανδρέου πραγματοποίησε περιοδεία στην Κρήτη επικεφαλής ομάδας ογδόντα βουλευτών της Ένωσης Κέντρου, όπου αποθεώθηκε, προκαλώντας έτσι έντονη ανησυχία και στο εσωτερικό του κόμματός του, ακόμη και στον ίδιο του τον πατέρα, που αναλογιζόταν τις συνέπειες της ραγδαίας ανόδου της πολιτικής ισχύος του γιου του, ο οποίος υπερασπιζόταν όλο και πιο ριζοσπαστικές θέσεις.
Με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967, ο Ανδρέας Παπανδρέου συλλαμβάνεται αλλά αφήνεται ελεύθερος τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου μετά από έντονες πιέσεις και διαμαρτυρίες κορυφαίων ακαδημαϊκών και διανοούμενων των Ηνωμένων Πολιτειών στον Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον, όπως ο Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ (John Kenneth Galbraith), προσωπικός του φίλος από τα χρόνια του Χάρβαρντ. Στις 16 Ιανουαρίου του 1968 φεύγει από τη χώρα και ιδρύει το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (Π.Α.Κ.), επικεφαλής του οποίου έδρασε αντιδικτατορικά σε πολλές δυτικές χώρες, και στο οποίο συσπειρώνονται πολλά από τα σημερινά γνωστά στελέχη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Έδρα του Π.Α.Κ. ήταν αρχικά η πρωτεύουσα της Σουηδίας, Στοκχόλμη.
Από την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1961 και ως την επιβολή της δικτατορίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε καταγγείλει το τότε σύστημα εξουσίας (παρακράτος, συνωμοτικές οργανώσεις, οικονομικά συμφέροντα) στεκόμενος ιδιαίτερα στην τρομοκράτηση της επαρχίας από τη Χωροφυλακή και τα ΤΕΑ (Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης)., ξεκινώντας την κόντρα του με τα παλιά τζάκια για τα οποία και είχε δηλώσει ότι πρέπει να ξηλωθούν οριστικά και αμετάκλητα. Παράλληλα, σε πολύ μικρό διάστημα γίνεται ο δημοφιλέστερος Έλληνας πολιτικός, παρά τις συνεχείς επιθέσεις μερίδας του Τύπου. Ήρθε σε σύγκρουση με ορισμένους πολύ σημαντικούς συνεργάτες του πατέρα του, όπως ο τραπεζίτης και πολιτικός Σταύρος Κωστόπουλος. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήθελε τη δημιουργία ενός κόμματος αρχών με συγκεκριμένη ιδεολογία και ισχυρή οργάνωση σε εθνικό επίπεδο, κάτι στο οποίο αντιστέκονταν σθεναρά οι «βαρώνοι» της Ένωσης Κέντρου. Επιπλέον, οι βαρώνοι της βενιζελικής παράταξης ανησυχούσαν για την μεγάλη δημοτικότητά του και επέκριναν τον Ανδρέα ως "αλεξιπτωτιστή της πολιτικής", ότι δηλαδή είχε εμφανισθεί από το πουθενά και μέσα σε ένα-δύο χρόνια είχε γίνει το πιο αναγνωρίσιμο και δημοφιλές πρόσωπο της ελληνικής πολιτικής και απαιτούσε να αποφασίζει για όλα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου αντιμετώπισε αρχικά με πολλή δυσπιστία τη Μεταπολίτευση της 24ης Ιουλίου 1974 και έλαβε την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα μόλις στα μέσα Αυγούστου. Αμέσως όμως δραστηριοποιήθηκε με αποτέλεσμα μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες να παρουσιάσει τις θέσεις του για την ίδρυση ενός νέου κόμματος. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974, σε μία από τις αίθουσες του ξενοδοχείου «Kινγκ Πάλας», ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε την ίδρυση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος με τη γνωστή «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη», όπως έχει επικρατήσει να λέγεται από τότε. Η επιμέλεια της διακήρυξης είχε ανατεθεί από τον ίδιο τον Παπανδρέου στα ηγετικά στελέχη του Π.Α.Κ. Ιωάννη Ζαφειρόπουλο, σημερινό βουλευτή ν. Ηλείας, στον καθηγητή πανεπιστημίου Μανώλη Παπαθωμόπουλο και στον Δαμιανό Βασιλειάδη, ενώ ένα μεγάλο μέρος της διακήρυξης γράφτηκε από τον Κώστα Σημίτη. Παρόντες στην ανακοίνωση της διακήρυξης ήταν στελέχη του ΠΑΚ, αγωνιστές διωχθέντες από τη Χούντα, νεολαίοι από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και νεολαίοι της Γενιάς του 1-1-4. Στη διακήρυξη αναγράφονταν οι λόγοι ίδρυσης και οι βασικές θέσεις του κινήματος.
Οδηγεί το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της 17 Νοεμβρίου του 1974, όπου λαμβάνει 13,58% των ψήφων και εκλέγει 12 βουλευτές. Είναι η περίοδος που κυριαρχεί η αντιαμερικανική και αντιΝΑΤΟϊκή χροιά στην πολιτική του. Παράλληλα καθίσταται ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ (κάτι στο οποίο συνέβαλαν και οι διαγραφές διαφωνούντων από το Κόμμα, όπως στελεχών της «Δημοκρατικής Άμυνας» και τη νεολαίας).
Στις 11 Δεκεμβρίου 1974 ο Kων. Kαραμανλής λέει στη Bουλή «H Eλλάς ανήκει εις τον δυτικόν κόσμο». Ο Παπανδρέου του απαντά «Προτιμούμε να ανήκουμε εις τους Έλληνας».
Στις εκλογές της 20 Δεκεμβρίου 1977 οδηγεί το ΠΑΣΟΚ στην αξιωματική αντιπολίτευση, λαμβάνοντας το 25,34% των ψήφων και εκλέγοντας 93 βουλευτές, για να το οδηγήσει τελικά στην εξουσία το 1981.
Το διάστημα 1974-1981, το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου θα έχουν μία θεαματική, μοναδική στην ελληνική πολιτική ιστορία άνοδο. Από το 13,58% των ψήφων το Νοέμβριο του 1974, το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ θα εκτιναχθεί στο 48,1% τον Οκτώβριο του 1981. Ούτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από τα δεξιά, αλλά ούτε και ο Χαρίλαος Φλωράκης από τα αριστερά μπόρεσαν να αντιπαρατεθούν αποτελεσματικά στον Ανδρέα Παπανδρέου. Στα δεξιά του, ο Ανδρέας Παπανδρέου επέκρινε την υποχωρητική εξωτερική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας σε σχέση με τις τουρκικές διεκδικήσεις, κατήγγειλε συνεχώς τη δεξιά παράταξη για την τραγωδία και απώλεια της Κύπρου (αδέξια Δεξιά, όπως έλεγε), ζητούσε Ελληνοποίηση του Υπουργείου Εξωτερικών και παράλληλα οι δικές του σκληρές θέσεις στα εθνικά θέματα βρήκαν μεγάλη απήχηση σε πολλούς εθνικιστές. Στα αριστερά του, επέκρινε το ΚΚΕ για την δειλή στάση του σε διάφορες απεργίες και κινητοποιήσεις, και οι συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ ήταν αυτοί που διακρίθηκαν περισσότερο στις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις της περιόδου 1975-1977 έχοντας σχεδόν πάντα πιο αριστερές και επιθετικές απόψεις από τους αντίστοιχους του ΚΚΕ.Κυρίως όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν αυτός που μπόρεσε πειστικά να εγγυηθεί στους ΕΑΜογενείς πολίτες το τέλος της κοινωνικο-πολιτικής απομόνωσής τους, ότι θα πάψουν να είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας,κάτι που τελικά και έγινε μετά το 1981, με μέτρα όπως την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης των ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και τη διάλυση της Χωροφυλακής.
Ο φόβος ότι ενδεχομένως οι Ένοπλες Δυνάμεις θα σταματούσαν την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία εκμηδενίστηκε από την πολύ μεγάλη απήχηση που είχε σε αυτόν το χώρο το ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε καταγγείλει την ομάδα των χουντικών αξιωματικών για βιασμό της δημοκρατίας, βαρβαρότητα και εγκληματική ηλιθιότητα σε σχέση με την απώλεια της Κύπρου, αλλά πίστευε πως, απαλλαγμένο από τους χουντικούς, το σώμα των αξιωματικών ήταν "η αιχμή του οράματος της εθνικής αναγέννησης": ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός πολιτευτών του ΠΑΣΟΚ επί Ανδρέα Παπανδρέου ήταν απόστρατοι αξιωματικοί, και μετά το 1981 μερικοί ανέλαβαν και Υπουργοί (Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος, Αντώνης Δροσογιάννης, Νικόλαος Κουρής).
Το 1981 ήταν η χρονιά που το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές με ποσοστό 48,1% και ο Ανδρέας Παπανδρέου έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός της χώρας. Η κυβερνητική αυτή μετάβαση χαρακτηρίστηκε τόσο πριν όσο και μετά τις εκλογές ως «Αλλαγή», με την έννοια ότι μετά από μια μακρά περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τη δεξιά ήρθε στην εξουσία ένα κόμμα που βασιζόταν στις αρχές του σοσιαλισμού. Η προεκλογική εκστρατεία του Α. Παπανδρέου στηρίχτηκε σε συνθήματα όπως «Εδώ και τώρα αλλαγή» και «Η Ελλάδα στους Έλληνες», ενώ ο ίδιος καλλιέργησε το προφίλ του πολιτικού που βρισκόταν σε άμεση επαφή και επικοινωνία με τα λαϊκά στρώματα· συνήθως προσφωνούνταν, από φίλους και αντίπαλους, με το μικρό του όνομα, «Ανδρέας».
Στις πρόωρες εκλογές της 10ης Οκτωβρίου του 1993, ο Ανδρέας Παπανδρέου, απαλλαγμένος πλέον από τις κατηγορίες, επιστρέφει θριαμβευτικά στην εξουσία με άνετη πλειοψηφία της τάξης του 47%. Αποφασίζεται η μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής της χώρας, μπαίνοντας έτσι ουσιαστικά σε πορεία προς την ΟΝΕ. Επίσης, αναγνωρίζεται η γενοκτονία των Ποντίων, δημιουργείται το ΑΣΕΠ (νόμος Πεπονή), ανακοινώνεται το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας-Κύπρου και επιβάλλεται εμπάργκο στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Όμως, η περιπέτεια του σκανδάλου Κοσκωτά και η πολιτική ένταση των περασμένων χρόνων έχουν επιβαρύνει πλέον σοβαρά την υγεία του και στις 21 Νοεμβρίου του 1995 εισάγεται εσπευσμένα στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο με σοβαρά προβλήματα υγείας, όταν επιδεινώθηκε η ασθένεια από την οποία έπασχε και που του είχε διαγνωστεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, μια βαριά νόσος του κολλαγόνου, ο ερυθηματώδης λύκος. Οι πιέσεις που του ασκούνται τον αναγκάζουν να υπογράψει τον Ιανουάριο του 1996 την παραίτησή του, δηλώνοντας ότι "τα προβλήματα της χώρας δεν μπορούν να περιμένουν". Αποσύρεται από την πολιτική στις αρχές του 1996.
Ο τάφος του Ανδρέα Παπανδρέου στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών
Στις 23 Ιουνίου 1996 ο Ανδρέας Παπανδρέου πεθαίνει μετά από οξύ ισχαιμικό επεισόδιο στο σπίτι του στην Εκάλη. Κηδεύεται στις 26 Ιουνίου 1996 στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών με τιμές αρχηγού κράτους. Ο θάνατός του προκάλεσε κύμα συγκίνησης σε όλη τη χώρα, και πλήθη κόσμου, που κυμαίνονταν από «εκατοντάδες χιλιάδες»[87] έως «εκατομμύρια»[88] παρευρέθησαν στη κηδεία του Ανδρέα Παπανδρέου. Ύστατο φόρο τιμής στον Ανδρέα Παπανδρέου απέτισαν ηγέτες και προσωπικότητες από όλο τον κόσμο.

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Ειδήσεις