Το ζήτημα έχει βάθος. Δεν εννοώ μόνο την αξέχαστη (για τους ανθρώπους μιας ηλικίας) διαφήμιση Ο επιμένων ελληνικά. Αυτή αγγίζει την οικονομική πλευρά, της προσπάθειας ελληνικών κυβερνήσεων να ενθαρρύνουν την αγορά ελληνικών προϊόντων, για προφανείς οικονομικούς λόγους. Αυτό που βρίσκω ενδιαφέρον είναι πως η αίσθηση μειονεξίας που κάνει τον ιδιοκτήτη ζαχαροπλαστείου να δίνει ξενικό όνομα στο μαγαζί του, γιατί θεωρεί πως κανείς δεν θα φάει τα σοκολατάκια του αν λέγεται π.χ. «Βλάσης Καδρώνης» (αν και παρεμπιπτόντως ο Leonidas Kestekides δεν τα έχει πάει άσχημα),  αφορά όλους τους τομείς της ζωής: ξεκινά από τον πολιτισμό και εκτείνεται ώς την κατανάλωση.

Είχα κάνει μια φορά μια ομιλία στο πνευματικό κέντρο του Δήμου Ψυχικού, όπου αναρωτιόμουν για το νόημα της ελληνικότητας στις παραστάσεις τραγωδίας. Εκεί είχαμε να κάνουμε με την ξενομανία των πρώτων παραστάσεων, με τα πλήθη που αποθέωναν τον Γάλλο ηθοποιό Μ. Σουλύ που είχε έρθει να παίξει Οιδίποδα, φωνάζοντας “Ζήτω η Γαλλία!”

Μου είχε πει ο Σπύρος Γιανναράς τότε, στη συζήτηση που ακολούθησε τη διάλεξη μου, ότι αν θέλουμε να εντοπίσουμε ένα στοιχείο που είναι συστατικό γνώρισμα της ταυτότητάς μας, είναι ακριβώς αυτό το αίσθημα εθνικής δυσανεξίας/μειονεξίας. Έλληνας είναι αυτός που ξερογλείφεται με όλους τους υπόλοιπους. Δεν θα διακινδύνευα  να πω πώς αισθάνονται τη δική τους εθνική ταυτότητα άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί, κυρίως διότι πιστεύω ότι είναι ένα ζήτημα προφανώς βιβλιογραφικό, αλλά που απαιτεί και μία ζύμωση με τους πραγματικούς ανθρώπους. Νιώθω ωστόσο ότι αυτό είναι ένα πολύ βαθύ γνώρισμα της δικής μας αυτοκατανόησης, κι ας μην είναι μοναδικό. Ο άνθρωπος που ονομάζει τις πάστες του max perry αλλά μας υπενθυμίζει ότι είναι ελληνικές, κατά βάθος διαπερνιέται από αυτή τη θεμελιώδη αντίφαση: θέλει να εξηγήσει σε όλους τους συμπατριώτες του μέσα στην κρίση ότι η επιχείρηση του είναι μία ελληνική επιχείρηση και πρέπει να τη στηρίξουμε για να μη φεύγουν τα λεφτά μας στη Γερμανία, και την ίδια ώρα που το λέει αυτό θεωρεί τη γλώσσα του κακόγουστη.

Δεν ξέρω κατά πόσο είναι ασφαλής δείκτης των κοινωνικών στάσεων αυτό που πιστεύουν οι διαφημιστές. Αν πάντως θεωρήσουμε ως υπόθεση εργασίας ότι δεν είναι όλοι εντελώς ηλίθιοι, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αντιμετωπίζουμε το εξής πρόβλημα. Η  καταναλωτική δίψα για προϊόντα που έρχονται από το εξωτερικό αποτελεί παράγοντα οικονομικής υποδούλωσης. Ταυτοχρόνως, κανείς δεν θέλει να μιλήσει τη γλώσσα του. Μέχρι να φτάσει στην κατανάλωση και τη διαφήμιση αυτό, έχει εδραιωθεί πολύ βαθύτερα στη δημιουργία. Οι γραφίστες, που είναι άλλο ένα βαρόμετρο των γενικών στάσεων στα γλωσσικά, σε λίγο θα απεργούν για να μη βάλουν ελληνικό ερωτηματικό στο γραπτό.

Πολύ περισσότερο θα ισχύει αυτή η διαδικασία υποδούλωσης στο ξένο μάρκετινγκ στο βαθμό που σήμερα οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες δεν παράγουν απολύτως τίποτε άλλο. Όπως είχε δείξει η Ναόμι Κλάιν, οι εταιρείες αυτές παράγουν design και marketing, τα εργοστάσιά τους είναι νοικιασμένα σε τρίτες εταιρείες. Υπήρξε κάποια εποχή κατά την οποίαν μπορούσε κανείς να φοράει τσαρούχια μαστορικά ή τεμπέλικα, δηλαδή αγοραστά. Σήμερα ψωνίζει πρώτ’ απ’ όλα τη φαντασίωση ότι δεν είναι αυτό που είναι.

Τα συνθήματα του ελληνικού μάρκετινγκ πολλές φορές απευθύνονται σε ακροδεξιό ακροατήριο για να υπενθυμίσουν ότι εδώ πουλάμε προϊόντα από Έλληνες για Έλληνες. Πριν να γίνει ακροδεξιό σύνθημα αυτή η στάση, νομίζω ότι αξίζει να διερευνήσουμε τι θα πει ακριβώς να κάνει κανείς σαν λιγούρι για τον ξένο κήπο και να σιχαίνεται το σπίτι του. Θα μπορούσε κάποιος πιο ενημερωμένος από εμένα να μας μιλήσει για ένδοξες στιγμές της ελληνικής βιομηχανίας. Κι αν δεν αρέσουν τα αυτοκίνητα που φτιάχναμε μπορεί να αρέσουν τα ψυγεία, οι κουζίνες ή δεν ξέρω τι άλλο. Έχει μικρή σημασία αν θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί ότι θα αντικαταστήσουμε όλα τα προϊόντα που λιγουρεύεται ο σημερινός καταναλωτής με αντίστοιχα ελληνικά. Σημασία έχει ότι όπως ο χρυσαυγίτης που διασκεδάζει με heavy metal, κάθε ξέσπασμα εθνικής υπερηφάνειας αποτελεί το κατοπτρικό είδωλο όλης αυτής της διαρκούς ντροπής για το ότι δεν είμαστε κάποιοι άλλοι.

Όταν έγραφε ο Γιάννης Καλιόρης τα γλωσσικά του μελετήματα, παρατηρούσε ότι δεν υπήρχε ούτε ένα κανάλι που να μην έχει επιλέξει ξενικό όνομα. Πως ακόμη και το ακροδεξιό TELE CITY χρειάστηκε πρώτα να αντιμετωπίσει κάποια κατακραυγή, για να αποφασίσει στη συνέχεια να μεταφράσει τον τίτλο του σε Τηλεάστυ. Έγραφε μετά, σε έναν μελαγχολικό πρόλογο επόμενης έκδοσης, ότι αυτό το στοίχημα είναι πια εντελώς χαμένο.

Δεν με έχει πιάσει ξαφνική κρίση πολιτιστικού εθνικισμού. Πιστεύω ότι η συμπλεγματική απέχθεια και η παράλογη υπερηφάνεια είναι όψεις του ίδιου νομίσματος, της διαταραγμένης σχέσης με τον εαυτό.

Το ζήτημα είναι δηλαδή δεν είναι ότι υποτιμούν τον ελληνικό πολιτισμό. Δεν ξέρω καν τι είναι ελληνικός πολιτισμός. Πολύ συχνά τα σύμβολα του είναι ένα αλβανικό ένδυμα, ένα τουρκικό και ένα βαυαρικό μουσικό όργανο, ή αλλιώς ιστορίες  από τη μακρινή αρχαιότητα, όταν μέσα σε έναν αιώνα συνέβη μία ανεπανάληπτη πνευματική έκρηξη, που τη μελετούμε όμως σε ξένα πανεπιστήμια, με ξένα λεξικά. Το θέμα είναι ότι οι ξενομανείς μισούν τη ζωή τους, οποία κι αν είναι αυτή.

Ο Χρήστος Γιανναράς είχε γράψει ότι τον 19ο αιώνα οι Έλληνες εκπαιδεύτηκαν να θεωρούν ελληνικά τα πάντα εκτός από τη ζωή τους: τι κάναν, τι τρώγαν, τι τραγούδαγαν. Όλα αυτά τα δεδομένα έχουν αλλάξει τόσο ριζικά έκτοτε, που είμαστε όντως ειλικρινή τέκνα αυτής της σύγχυσης. Στραβοπατάμε κάπου μεταξύ παροξυστικού φολκλορισμού, με ασπίδες και δόρατα, και πλήρους απέχθειας προς οτιδήποτε οικείο. Ψυχολόγος δεν είμαι, αλλά κάτι δεν πάει καλά σε αυτό, νομίζω.