του Γιώργου Πλειού

Καθηγητή και Προέδρου του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Δημοσιεύτηκε στο τεύχος Απριλίου – Ιουνίου 2019 της εφημερίδας “Γέρα” , αναδημοσίευση με την άδεια του συγγραφέα.

Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι ανάμεσα στη καταστάσεις έξω από τον άνθρωπο και στις καταστάσεις όπως αποτυπώνονται μέσα στον άνθρωπο, δηαλδή μέσα στη σκέψη του, μεσολαβεί μια «γέφυρα» καίριας σημασίας.  Είναι η «γέφυρα» των λέξεων και της γλώσσας, κι όχι μόνο της γλώσσας που μιλάμε αλλά και της γλώσσας, δηλαδή του τρόπου που αφηγείται προβλήματα, απόψεις και λύσεις ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, το τραγούδι, το θέατρο, τα κόμικς και οι εικόνες, οι λέξεις, οι εικόνες και τα βίντεο στο Facebookκαι το Instagramσήμερα κοκ.

Για αυτό ακριβώς το λόγο όσοι θέλουν μια εξουσία, λ.χ. ένα υπουργείο, μια προεδρία ή άλλη υψηλή θέση σε κάποια δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση, μια ανώτερη θέση στην ιεραρχία του στρατού, της εκκλησίας, της αστυνομίας κ.ά. οργανισμών οποίων «ων ουκ έστιν αριθμός» ή δεν θέλουν να χάσουν την εξουσία από όσους τους αμφισβητήσουν ή τους ανταγωνιστούν, κυρίως όταν αυτό εξαρτάται από ένα σώμα ανθρώπων που αποφασίζει την τύχη τους στην εξουσία, είναι πολύ μα πάρα πολύ προσεκτικοί με τις λέξεις και όλες τις εκφράσεις που χρησιμοποιούν ιδιαίτερα για δύσκολες, για όσους αποφασίζουν, καταστάσεις. Γιατί οι λέξεις, και εικόνες, οι μουσικές, κ.λπ. κρύβουν άποψη για τα πράγματα. Πάντα μα πάντα. Κάνουν τις καταστάσεις, και κυρίως όταν κρύβουν προβλήματα για τους ανθρώπους, να φαίνονται έτσι ή αλλιώς και συνεπώς να τους πρέπει αυτή ή η άλλη λύση. Κι αυτή ή η άλλη λύση είναι που έχει να κάνει με το σκοπό κάποιων να πάρουν ή να μη χάσουν μια εξουσία και τα προνόμια που η θέση εξουσίας συνεπάγεται.

Για παράδειγμα αν την πεις «απόλυση» το μέλλον αυτού που απολύεται προδιαγράφεται σκοτεινό και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι που αφορά το αν, πότε θα βρει δουλειά και με τι μισθό και άλλες απολαβές, ιδιαίτερα στο σημερινό περιβάλλον της κρίσης και με μια φροντίδα από τα ταμεία που δεν φτάνει ούτε στα επίπεδα της φιλανθρωπίας – γ ι’ αυτό και η οικογένεια ή φιλανθρωπικές οργανώσεις έρχονται να καλύψουν το κενό, με ή χωρίς άλλες απαιτήσεις.  Αν όμως την πεις «διαθεσιμότητα» τότε στο μυαλό αυτού που χάνει τη δουλειά του αλλά και των άλλων που το ακούνε μοιάζει σαν να είναι προσωρινό, όχι τόσο επώδυνο, πως κάτι άλλο οσονούπω θα βρεθεί, ασχέτως αν αυτό το «οσονούπω» κρατήσει χρόνια πολλά. Το σημαντικό είναι ότι ίσως δεν πάθει κατάθλιψη, ίσως δε ξεσηκωθεί και διαμαρτυρηθεί, ίσως εμπιστευτεί τη λύση του προβλήματος σ’ αυτούς του το δημιούργησαν. Κάτι τέτοιο δεν θα απειλήσει εκείνους που είναι σε θέσεις εξουσίας. Στην αντίθετη περίπτωση μπορεί και να απειλήσει τη θέση τους.

Ο ίδιος μηχανισμός τίθεται σε εφαρμογή για πλήθος άλλες σημαντικές  και επώδυνες  αποφάσεις στην περιοχή της οικονομίας, που θίγουν τα εργασιακά δικαιώματα των ανθρώπων. Όπως λ.χ. η πρακτική των απολύσεων χωρίς συνέπειες για τους εργοδότες λέγεται «ευελιξία», η πώληση δημόσιων επιχειρήσεων, δηλαδή αυτών που δημιουργήθηκαν ή αναπτύχθηκαν μέσω της φορολογίας των εργαζομένων, λέγεται «αναδιάρθρωση» ή «προσαρμογή τους κανόνες της αγοράς» ή και «εκσυγχρονισμός» κοκ. Η κατάργηση διαφόρων κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως λ.χ. στην ασφάλιση, στην ιατρική περίθαλψη, στις εκπαιδευτικές δαπάνες, τη σύνταξη λέγεται «εξορθολογισμός» κοκ. 

Ο ίδιος ακριβώς μηχανισμός λειτουργεί όχι μόνο στην περιοχή της οικονομικής πολιτικής αλλά και στην περιοχή της ιδεολογίας και πολιτικού και κομματικού ανταγωνισμού εντός των χωρών οι μεταξύ χωρών. Τα αθώα θύματα των μαχών λέγονται παράπλευρες απώλειες. Τα σύγχρονα πραξικοπήματα «από κάτω», που συχνά οργανώνονται με τη συνδρομή ξένων μυστικών αλλά και φανερών υπηρεσιών λέγονται «πορτοκαλί», «κίτρινες» κ.λπ. «επαναστάσεις». Οι επίδοξοι πραξικοπηματίες χαρακτηρίζονται «μεταβατικοί πρόεδροι» (αυτό είναι καινούργιο). Οι φασίστες, ειδικά στην Ελλάδα, από ντροπή ή φόβο μήπως αποκαλυφθεί η πραγματική ταυτότητα των απόψεών τους δεν λένε πως είναι ρατσιστές αλλά φυλετιστές,  πως δεν χαιρετάνε ναζιστικά αλλά «αρχαιοελληνικά», πως δεν είναι φασίστες ή ναζί αλλά λαϊκοί εθνικιστές κοκ. Είναι περισσότερο από εμφανές ότι οι πρώτες λέξεις ξυπνάνε τις μνήμες από το Δίστομο, από τα Καλάβρυτα και άλλες μαρτυρικές πόλεις της χώρας, των δεκάδων χιλιάδων νεκρών από τη πείνα, τους χιλιάδες εκτελεσμένους ή εξορισμένους στα Μακρονήσια ή έγκλειστους στις φυλακές των φασιστικών κυβερνήσεων όπως της στρατιωτικής χούντας 1967 – 1974. Είναι περισσότερο εμφανές ότι η άλλη λέξη οδηγεί σε άλλες αποφάσεις και σε άλλες πράξεις. Σε πράξεις καταδίκης και απομόνωσης και εν τέλει πολιτικής εξαφάνισης.

Οι μαύροι αποκαλούνται υποτιμητικά «νέγροι» ή ακόμα χειρότερα «αράπηδες», οι πρόσφυγες (θύματα πολέμου)  ή οι οικονομικοί μετανάστες (θύματα φτώχειας για την οποία ευθύνεται σημαντικά η Δύση) αποκαλούνται επίσης υποτιμητικά «λαθρομετανάστες». Συνήθως όσοι χρησιμοποιούν τους υποτιμητικούς όρους το ξέρουν ότι είναι υποτιμητικοί, αλλά και αν δεν το ξέρουν το αποτέλεσμα στην αντίληψη που σχηματίζουν πολλοί και στη στάση που ακολουθούν απέναντι σε αυτές τις κατηγορίες ανθρώπων  είναι ίδιο.

Είναι πέρα από προφανές ότι η πρόκληση μιας υποτιμητικής συμπεριφοράς, μιας συμπεριφοράς που αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας, του δυτικού πολιτισμού, της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά συχνά και του δικαίου, συμβαδίζει απαραίτητα με τη χρήση μια υποτιμητικής ορολογίας γιατί αυτή μπορεί να γεννήσει ή να διατηρήσει μια υποτιμητική και αντιδημοκρατική συμπεριφορά και πρακτική ή και πολιτική. 

Ο ίδιος μηχανισμός εκδηλώνεται και στις σχέσεις απέναντι σε γυναίκες, σε μαθητές φτωχών οικογενειών, σε κατοίκους υποβαθμισμένων περιοχών κοκ. Αν έπρεπε να ξεδιπλώσουμε όλο αυτό το κουβάρι ίσως δεν θα μας έφτανε μια ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια. Αλλά για να ικανοποιήσω κάπως τη περιέργεια του αναγνώστη αφήνω εν είδει άσκησης τα πιο κάτω ορολογικά διλήμματα. 

Ανεργία ή τεμπελιά/ανικανότητα; Οικονομική κατάκτηση (μιας χώρας) ή διείσδυση; Κακός μαθητής ή «κακοποιημένος» από το κοινωνικό περιβάλλον μαθητής; Επεκτατική πολιτική ή ιμπεριαλισμός; Έγκλημα ή ατύχημα/«κακιά ώρα»; Φτώχεια ή κακές επιλογές (που έκανε ο φτωχός);κοκ κοκ