Εορτολόγιο: Ποιοι γιορτάζουν σήμερα 17 Ιανουαρίου και οι βίοι των Αγίων που τιμά η Εκκλησία μας

 
Άγιος Αντώνιος ο Μέγας

Ενημερώθηκε: 17/01/20 - 01:24

Εορτολόγιο - Βίοι Αγίων: Οι Άγιοι των οποίων τη μνήμη τιμά σήμερα 17 Ιανουαρίου η Εκκλησία μας, είναι: Άγιος Αντώνιος ο Μέγας, Άγιος Γεώργιος ο Νέος εξ Ιωαννίνων, Όσιος Αντώνιος ο νέος ο Θαυματουργός, Άγιος Θεοδόσιος ο Μεγάλος ο βασιλεύς, Όσιος Αχιλλάς, Άγιοι Ιουνίλλα και Τουρβών, Άγιος Αντώνιος Αρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ Ρωσίας, Όσιος Αντώνιος εκ Ρωσίας, Όσιος Αντώνιος ο Μετεωρίτης (Καντακουζηνός), Όσιος Φιλόθεος, Άγιος Αντώνιος Επίσκοπος Βολογκντά της Ρωσίας.

Σήμερα Παρασκευή 17 Ιανουαρίου γιορτάζουν ο Αντώνης και η Αντωνία και ο Θεοδόσης.

Άγιος Αντώνιος ο Μέγας

Ο Μέγας Αντώνιος γεννήθηκε το 251 μ.Χ. στην Άνω Αίγυπτο από πλούσιους και ενάρετους γονείς, τους οποίους έχασε σε νεαρή ηλικία. Συγκεντρώνει όμως την προσοχή του στην μυστική θεωρία των μοναχών της ερήμου και στην φροντίδα της μικρής αδελφής του. Γρήγορα αποφασίζει να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και αναχωρεί για την έρημο, αφού πρώτα τακτοποίησε την μικρότερη αδελφή του και μοίρασε την μεγάλη πατρική περιουσία στους φτωχούς της περιοχής του.

Στην έρημο παίδευσε την ψυχή του και τιθάσευσε τα πάθη του φθάνοντας στα ανώτατα όρια της άσκησης ώστε η ψυχή του αγίου μπορούσε να εξέρχεται του σώματός του ενώ βρισκόταν ακόμη εν ζωή.

Γίνεται το πρότυπο των ασκητών. Πολλοί εξ αυτών έφθαναν στην έρημο για να τον ακούσουν και να τον συμβουλευθούν. Παρέδωσε την μακάρια ψυχή του στον μισθαποδότη Θεό σε ηλικία 105 ετών.

Αν και, όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, μία από τις τελευταίες επιθυμίες του Οσίου Αντωνίου ήταν να μείνει κρυφός ο τόπος της ταφής του, οι μοναχοί που μόναζαν κοντά του έλεγαν ότι κατείχαν το ιερό λείψανό του, το οποίο επί Ιουστινιανού (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αλεξάνδρεια και από εκεί αργότερα, το 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Η Σύναξή του ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.

Άγιος Γεώργιος ο Νέος εξ Ιωαννίνων

Ο Άγιος Γεώργιος γεννήθηκε το 1808 μ.Χ. στο χωριό Τζούρχλι (ή Τζούραλη) της επαρχίας Γρεβενών (σήμερα φέρει την ονομασία Άγιος Γεώργιος), από γονείς φτωχούς γεωργούς, τον Κωνσταντίνο και τη Βασίλω. Ο Γεώργιος, επειδή οι γονείς του ήταν φτωχοί, παρέμεινε αγράμματος. Ορφάνεψε σε παιδική ηλικία και πήγε στα Ιωάννινα, όπου έγινε Ιπποκόμος του Χατζή Αβδουλά, αξιωματικού του Ιμίν πασά, στον οποίο και παρέμεινε για οκτώ χρόνια.

Κατά τον Οκτώβριο του 1836 μ.Χ. συκοφαντήθηκε από εχθρούς του Τούρκους, ότι δήθεν, προηγουμένως εξισλαμίστηκε και κατόπιν επανήλθε στη χριστιανική θρησκεία. Μπροστά στον κριτή ο Γεώργιος απολογήθηκε με θάρρος και απέδειξε ότι ποτέ δεν έγινε αρνησίθρησκος. Έτσι, αφού βρέθηκε και απερίτμητος τον άφησαν ελεύθερο.

Άγιος Γεώργιος ο Νέος εξ Ιωαννίνων

Αργότερα πήρε σύζυγο ονόματι Ελένη και στις 30 Δεκεμβρίου του 1837 μ.Χ. γεννήθηκε το παιδί τους, που 8 μέρες μετά, στις 7 Ιανουαρίου, εορτή του Προδρόμου, βαπτίστηκε και, λόγω της ημέρας, έλαβε το όνομα Ιωάννης.

Στην συνέχεια, ο Γεώργιος, προσλήφθηκε Ιπποκόμος του μουσελίμη Φιλιατών και πήγε στην πόλη αυτή. Κατόπιν με άδεια του αφέντη του, ήλθε στα Ιωάννινα για δικές του υποθέσεις, όπου την 12η Ιανουαρίου 1838 μ.Χ., ημέρα Τετάρτη, κάποιος Οθωμανός τον συκοφάντησε ότι δήθεν ήταν προηγουμένως Τούρκος και ξανάγινε χριστιανός. Έτσι συνελήφθη, φυλακίστηκε και με τη βία οι Τούρκοι προσπαθούσαν να τον αλλαξοπιστήσουν. Ο Γεώργιος όμως, παρέμεινε αμετάπειστος, ομολογώντας τον Χριστό. Μάταια λαός και κλήρος προσπαθούσαν να τον πείσουν να δραπετεύσει από τη φυλακή. Αυτός επέμενε να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Τρεις φορές που οδηγήθηκε στον κριτή, συνεχώς ομολογούσε την πίστη του.

Έτσι τη Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 1838 μ.Χ., ο Γεώργιος απαγχονίστηκε στην αγορά. Τρεις ημέρες έμεινε κρεμασμένος στην αγχόνη και στο διάστημα αυτό κάθε βράδυ ένα ουράνιο φως έλαμπε στο κεφάλι του. Από την ώρα δε εκείνη ένας καταιγισμός θαυμάτων πλημμύρισε την πόλη. Πλήθος παραλύτων και πασχόντων από ποικίλες ασθένειες προστρέχοντας στον άγιο λάμβαναν τη θεραπεία τους. Ακόμη και «μια Τούρκα (Τουρκάλα) άρπαξε την κάλτσα από το πόδι του αγίου και έτρεξεν εις μίαν άρρωστη Τούρκα, ήτις εθεραπεύθη αμέσως». Γι’ αυτό και στις εικόνες ο άγιος εικονίζεται κρεμασμένος και φορώντας κάλτσα μόνο στο ένα πόδι, η πρώτη μάλιστα εικόνα του φιλοτεχνήθηκε 13 μόλις ημέρες μετά το μαρτύριό του. Έπειτα, το λείψανο του, δωρήθηκε από τον Μουσταφά πασά στον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Ιωακείμ και τάφηκε με τιμές δίπλα στο ιερό Βήμα του Μητροπολιτικού ναού του Αγίου Αθανασίου.

Την 26η Οκτωβρίου 1971 μ.Χ. έγινε η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του Αγίου, στο ναό που έφερε το όνομα του και κτίστηκε στον τόπο που πριν ήταν το σπίτι του. Ο Άγιος τιμάται και στην Κέρκυρα στην «Παναγία των ξένων», όπου εικονίζεται ως νεαρός φουστανελοφόρος.

Όσιος Αντώνιος ο νέος ο Θαυματουργός

Ο Όσιος Αντώνιος καταγόταν από ευσεβείς και πλούσιους γονείς και έζησε κατά τον 9ο μ.Χ. αιώνα. Νέος ακόμα, έγινε μοναχός στην σκήτη της Βέροιας, κοντά στην κοιλάδα του ποταμού Αλιάκμονα. Οι πνευματικοί του αγώνες κράτησαν είκοσι χρόνια στην σκήτη. Πνευματικά ώριμος, με την ευχή του ηγουμένου της Σκήτης, αποσύρθηκε σε σπήλαιο, όπου έζησε ακόμα πενήντα τέσσερα χρόνια ασκητικών γυμνασμάτων. Η Εκκλησία τιμώντας τον θεώρησε Μέγα και γι’ αυτό τον ονόμασε Νέο σε σχέση με τον παλαιότερο διδάσκαλο της ερήμου Άγιο Αντώνιο τον Μέγα. Ο Όσιος Αντώνιος κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία 94 ετών.

Μοναδικές απολαύσεις του ήταν η εγκράτεια και η εξαντλητική νηστεία, με την οποία κατανικούσε τα πάθη του σώματος. Έτρωγε μόνο μία φορά την εβδομάδα τα λίγα χόρτα που φύτρωναν γύρω από το σπήλαιό του, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό την υπερηφάνεια, με την οποία προσπαθούσε ο διάβολος να τον παρασύρει στην πτώση.

Προσπαθώντας λοιπόν ο πονηρός να πραγματοποιήσει τον στόχο του εμφανιζόταν στον όσιο πολλές φορές, άλλες φορές για να τον τρομάξει και να σταματήσει τους πνευματικούς του αγώνες και άλλοτε καλοπιάνοντάς τον και επαινώντας τον για να τον ρίξει στην υπερηφάνεια. Έτσι λοιπόν μία φορά, ο διάβολος εμφανίστηκε και πάλι κατά τη διάρκεια της νύκτας μέσα στο σπήλαιο που έμενε ο όσιος, ως άγγελος φωτός επαινώντας τον για τις αρετές του. Έχοντας πείρα ο όσιος από τις πονηρίες του διαβόλου τον απέκρουσε για πολλοστή φορά, κι ενώ αυτός διαλυόταν με ισχυρό θόρυβο, θείο φως κάλυψε τον όσιο και πλημμύρισε το σπήλαιο. Η χάρη του Θεού σκέπασε από τότε τον εκλεκτό ασκητή και η φήμη του διαδόθηκε τόσο πολύ, ώστε πλήθη λαού προσέτρεχαν προς αυτόν για να απολαύσουν την ευλογία του.

Ο όσιος όμως επιθυμούσε και επεδίωκε να απολαύσει την απόλυτη ησυχία, αυτή που ανεβάζει τον άνθρωπο προς τον Θεό. Θέλοντας, λοιπόν, να αποφύγει τους πολλούς επισκέπτες που του στερούσαν την γλυκύτητα της ησυχίας και της απρόσκοπτης αφοσιώσεως στον Θεό, εγκατέλειψε το σπήλαιό του και αποσύρθηκε σε έναν ερημικό τόπο κοντά στο ποτάμι. Εκεί ζούσε μέσα στις λόχμες υπομένοντας για χάρη του Θεού τον καύσωνα της ημέρας και το ψύχος της νύκτας.

Η ταλαιπωρία της μακροχρόνιας και αυστηρής ασκήσεως τον καταπόνησαν τόσο, ώστε αναγκάσθηκε να επιστρέψει στο σπήλαιο, στο οποίο είχε ζήσει τα πρώτα χρόνια, και εκεί δεχόταν μέχρι τα βαθιά του γηρατειά τις επισκέψεις των πιστών.

Όταν κατάλαβε ότι εγγίζει το τέλος του, λίγο πριν από την εορτή των Χριστουγέννων, παρακάλεσε τους ευσεβείς χριστιανούς που τον επισκέπτονταν να τον αφήσουν μόνο του και ειδοποίησε έναν ιερέα, για να του μεταδώσει τα άχραντα μυστήρια για τελευταία φορά ως εφόδιο Ζωής Αιωνίου.

Την πρώτη Ιανουαρίου ξάπλωσε στο έδαφος και αφού έψαλε επίκαιρους ύμνους, σταύρωσε τα χέρια του και παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού.

Δεκαέξι ημέρες παρέμεινε ο όσιος νεκρός μέσα στο σπήλαιο και μία υπερφυσική λυχνία έκαιε πάνω από το λείψανό του, μέχρις ότου ένας πλούσιος Βεροιεύς ανέβηκε με μεγάλη συνοδεία στο βουνό, όπου ήταν το σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, για να κυνηγήσει. Οδηγούμενοι από τα γαυγίσματα των σκύλων και από ένα χέρι που φαινόταν επάνω από το σπήλαιο και τους καλούσε προς το μέρος του, ανακάλυψαν οι κυνηγοί τον όσιο πλημμυρισμένο από το θείο φως, αλώβητο και γεμάτο από ευωδία.

Κάποιοι από τους κυνηγούς ειδοποίησαν τότε τον αρχιερέα της πόλης, ο οποίος συγκέντρωσε κλήρο και λαό και με λαμπάδες και μύρα έφθασαν στο σπήλαιο. Επειδή υπήρχε διαφωνία για το που θα έπρεπε να ενταφιαστεί, το τίμιο λείψανό του το τοποθέτησαν πάνω σε ένα κάρο το οποίο το σέρνανε βόδια και το άφησαν ελεύθερο ώστε ο άγιος να αποφασίσει που θέλει να ενταφιαστεί.

Έτσι λοιπόν άρχισε το κάρο αυτό με το λείψανο του αγίου να περιδιαβαίνει τα πλησιόχωρα χωριά της Βέροιας (Κουλούρα, Διαβατός, Ραψομανίκη, Ξεχασμένη, Σταυρός) τα ονόματα των οποίων σχετίζονται με το πέρασμα του αγίου.

Το κάρο τελικά σταμάτησε στον προαύλιο χώρο του ιερού ναού Παναγίας Καμαριωτίσσης στην Βέροια, εκεί που βρισκόταν και η πατρική οικία του οσίου Αντωνίου (στην μουριά). Εκεί λοιπόν ο όσιος πατήρ ημών Αντώνιος ο Νέος ετάφη. Μετά την ανακομιδή του λειψάνου του, τοποθετήθηκε σε λάρνακα μέσα στον ιερό ναό Παναγίας Καμαριωτίσσης όπου άρχισε να τιμάται ο όσιος ως πολιούχος της Βέροιας. Κατά τα μέσα του 19ου μ.Χ. αιώνα στην θέση του ναού της Παναγίας Καμαριωτίσσης η ευσέβεια των Βεροιέων ανήγειρε τον περιφανή ναό του Οσίου Αντωνίου του Νέου.

Η μνήμη του εορτάζεται την 17η Ιανουαρίου και την 1η Αυγούστου.

Άγιος Θεοδόσιος ο Μεγάλος ο βασιλεύς

Ο Μέγας Θεοδόσιος καταγόταν από την Ιβηρία και γεννήθηκε το 346 μ.Χ. Ήταν υιός του στρατηγού Θεοδοσίου, Κόμητος της Αφρικής, ο οποίος είχε διαπρέψει επί του αυτοκράτορα Ουαλεντιανού (364 - 378 μ.Χ.) και θανατώθηκε άδικα μετά από συκοφαντίες. Τότε ο υιός του, ο οποίος, επίσης, είχε διακριθεί για την ευσέβειά του και τα στρατηγικά προτερήματά του, αποτραβήχτηκε στα πατρογονικά του κτήματα στην Ισπανία και απείχε από κάθε υπηρεσία.

Όταν ο νέος αυτοκράτορας της Δύσεως Γρατιανός κληρονόμησε και το Ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, τον πήρε κοντά του ως συνεργάτη. Μόλις έφθασε στην αυλή ο Θεοδόσιος προήχθη σε «στρατηλάτη της ίππου» και με αυτό το βαθμό, κατόρθωσε να κερδίσει μία αρκετά εντυπωσιακή νίκη κατά των Σαρματών, που επωφελούμενοι της γενικής αναταραχής είχαν στο μεταξύ εισβάλει στο ρωμαϊκό έδαφος. Η ανταμοιβή για τη νίκη ήταν η προαγωγή στο ύπατο αξίωμα: ο Γρατιανός τον έστεψε Αύγουστο της Ανατολής στην πόλη Σίρμιον που βρισκόταν στο κέντρο της ρωμαϊκής Ευρώπης. Η στέψη έγινε στις 19 Ιανουαρίου του έτους 379 μ.Χ. Ο Θεοδόσιος ήταν τότε τριάντα τριών ετών.

Πρώτο έργο του νέου Αυγούστου ήταν να καταπολεμήσει τους Γότθους στην Ιλλυρία. Αλλά πριν συντελεσθεί το έργο αυτό, ο Θεοδόσιος κέρδισε άλλο τρόπαιο επί του εδάφους της πίστεως και της Ορθοδοξίας. Με διάταγμα, το οποίο εξέδωσε στις 27 Φεβρουαρίου του 380 μ.Χ., ο Θεοδόσιος καθόριζε επί δογματικού επιπέδου την έννοια της Ορθοδοξίας, διεκήρυξε ότι μόνο οι παραδεχόμενοι τις αποφάσεις της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, που συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας, δικαιούνταν να ονομάζονται Χριστιανοί και ότι στους αιρετικούς δεν επιτρεπόταν να σφετερίζονται το όνομα της Εκκλησίας. Τέλος με τη δημοσίευση ενός ακόμη νόμου, για την εφαρμογή του οποίου χρειάσθηκε να επέμβει ο στρατός, απαίτησε την απόδοση όλων των Εκκλησιών στους Ορθοδόξους.

Ήταν δε τότε στην Κωνσταντινούπολη, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος είχε προσκληθεί από τους Χριστιανούς προς καταπολέμηση των αιρετικών και μάλιστα των Αρειανών. Και επειδή τα φλογερά και εύγλωττα κηρύγματά του, συνδυαζόμενα με την αρετή και την αγιότητα του βίου του, είλκυσαν προς την Ορθόδοξη πίστη αμέτρητα πλήθη, οι Αρειανοί, οι οποίοι επί αυτοκράτορα Ουάλεντου είχαν γίνει πανίσχυροι στην Κωνσταντινούπολη και είχαν αρπάξει όλες τις εκκλησίες των Ορθοδόξων, εκτός του μικρού παρεκκλησίου της Αγίας Αναστασίας, σχεδίαζαν να τον διώξουν από την βασιλεύουσα. Αλλά ο Θεοδόσιος έδωσε άλλη στροφή στα πράγματα. Εκδίωξε από τον πατριαρχικό θρόνο τον Αρειανό Επίσκοπο Δημόφιλο και παρεχώρησε την θέση του στον Άγιο Γρηγόριο.

Άγιος Θεοδόσιος ο Μεγάλος ο βασιλεύς

Η μεγάλη αυτή ευεργεσία του Αγίου Θεοδοσίου προς την Εκκλησία είχε λαμπρότερη ακόμα συνέχεια. Κατά το έτος 381 μ.Χ., με την ευσεβή φροντίδα του και ενέργεια, συγκροτήθηκε η Β’ Οικουμενική Σύνοδος που επικύρωσε τη δογματική διατύπωση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως προσθέτοντας και τον περί Αγίου Πνεύματος Όρο, εναντίων της πνευματομάχου διδασκαλίας του Μακεδονίου και κανόνισε τα της νομίμου κατοχής διαφόρων αρχιερατικών θρόνων, η οποία είχε διαταραχθεί επί της παντοδυναμίας των Αρειανών. Δύο ακόμη Σύνοδοι συνεκλήθησαν στην Κωνσταντινούπολη το 382 και το 383 μ.Χ. Σκοπός τους ήταν, αντίστοιχα, η υπογράμμιση της αυτονομίας της Εκκλησίας της Ανατολής και η θεαματική καταδίκη κάθε μορφής Αρειανισμού. Συμπληρώνοντας το έργο του ο θεοφρούρητος βασιλέας, εξέδωσε αλλεπάλληλα διατάγματα κατά των αιρετικών (Μανιχαίων, Αρειανών, Πνευματομάχων και άλλων), με τα οποία καθορίστηκαν και οι ποινές των αποστατών. Οι αποφάσεις των Συνόδων εφαρμόστηκαν αυστηρά. Επανέλαβε έντονα τον νόμο περί Κυριακής αργίας, απαγόρευσε τα θεάματα του αμφιθεάτρου και του ιπποδρόμου την Κυριακή και θέσπισε μέτρα κατά της εμπορίας των λειψάνων των Αγίων Μαρτύρων. Εμπόδισε τις ειδωλολατρικές θυσίες, τη λατρεία των ειδώλων, κάθε δημόσια και απόκρυφη τελετή των ειδωλολατρών, και κατήργησε, το 394 μ.Χ., διά νόμου, τους ολυμπιακούς αγώνες, που χρησίμευαν στη διατήρηση της πλάνης των ειδώλων. Η αυτοκρατορία ήταν πια χριστιανική και το έργο του Αγίου Θεοδοσίου έστρεφε και παγίωνε το έργο του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Για την προσφορά του στην Εκκλησία αλλά και το τεράστιο σημαντικό πολιτικό έργο του κέρδισε τον τίτλο «Μέγας». Και ο Παυλίνος, Επίσκοπος Νώλης, μέσα από τα γραφόμενά του εγκωμιάζει στο πρόσωπο του βασιλέως «όχι τόσο τον αυτοκράτορα, όσο τον δούλο του Χριστού, τον ισχυρό όχι στη μεγαλοπρέπεια του δυνάστου, αλλά στην ταπεινοφροσύνη του υπηρέτου, τον πρώτο πολίτη, όχι χάρη στο βασιλικό αξίωμα, αλλά χάρη στην πίστη του».

Ο Μέγας Θεοδόσιος ήταν πρότυπο ηγεμόνος, πλήρης ευσέβειας και δικαιοσύνης και είχε το χάρισμα της ταπεινώσεως και της συνεχούς μετάνοιας. Δύο περιστατικά της ζωής του ομιλούν γι’ αυτό.

Ήταν το 387 μ.Χ. που ο Άγιος αποφάσισε να τιμωρήσει αυστηρά, με ποινή αίματος, τους κατοίκους της μεγάλης Θεουπόλεως Αντιόχειας. Οι Αντιοχειανοί είχαν εξεγερθεί και είχαν καταρρίψει όλους τους ανδριάντες που υπήρχαν προς τιμή του αυτοκράτορα και της συζύγου του Πλακίλλας. Η αυτοκράτειρα η ίδια αλλά και ο Πατριάρχης της πόλεως Φλαβιανός συμπαραστατούμενοι από τους μοναχούς της περιοχής, ικέτευαν το βασιλέα Θεοδόσιο να φανεί σπλαγχνικός και να τους συγχωρήσει. Πράγματι, ο Θεοδόσιος άλλαξε απόφαση και το Πάσχα του 387 μ.Χ. έδωσε αμνηστία.

Το άλλο γεγονός συνέβη το έτος 390 μ.Χ., όταν ο Θεοδόσιος έγινε και αυτοκράτορας της Δύσεως. Εγκαταστάθηκε στα Μεδιόλανα, το σημερινό Μιλάνο της Ιταλίας, και τιμώρησε με πολύ αυστηρό τρόπο μια εξέγερση των Θεσσαλονικέων, δίδοντας διαταγή να θανατώσουν πολλές χιλιάδες ανθρώπων στο αμφιθέατρο της πόλεως. Κάποιος δημοφιλής ηνίοχος του ιππόδρομου είχε κατηγορηθεί για εγκληματική πράξη και είχε φυλακισθεί από τον αρχηγό της εκεί φρουράς Βουθέριχο. Αλλά το πλήθος, προκειμένου να γίνουν οι ιπποδρομίες, απαίτησε την αποφυλάκιση του ηνιόχου. Ο Βουθέριχος αρνήθηκε, αλλά ο λαός στασίασε και φόνευσε τον Βουθέριχο και πολλούς στρατιώτες. Ο θυμός που ένιωθε ο Θεοδόσιος ήταν τόσο μεγάλος που, υπακούοντας στην παρόρμηση της στιγμής, διέταξε να περικυκλώσει ο στρατός τον ιππόδρομο την ημέρα των αγώνων και να σφάξει όλους τους θεατές. Για τη διαταγή αυτή αμέσως μετανόησε ο Θεοδόσιος, αλλά η ανάκλησή της έφτασε στη Θεσσαλονίκη αφού πια είχαν σφαγεί επτά χιλιάδες πολίτες. Μετά από αυτό το έγκλημα, όταν ο Θεοδόσιος θέλησε να εισέλθει στον καθεδρικό ναό του Μιλάνου, ο Άγιος Αμβρόσιος στάθηκε στη θύρα και απαγόρευσε την είσοδο στον αυτοκράτορα. Όλοι περίμεναν το ξέσπασμα του θυμού του Θεοδοσίου. Όμως εκείνος υπάκουσε ταπεινά, ζήτησε με δάκρια στα μάτια συγγνώμη και ταπεινωμένος γύρισε στα ανάκτορα. Εκτέλεσε τον κανόνα της μετάνοιας που του έβαλε ο Επίσκοπος και όταν το επιτίμιο συμπληρώθηκε, ο Θεοδόσιος, ύστερα από οκτώ μήνες, προσήλθε στην Εκκλησία, σαν ένας κοινός άνθρωπος, με έναν απλό χιτώνα, χωρίς κανένα διακριτικό του αξιώματός του, άκουσε τη συγχωρητική ευχή και κοινώνησε κατά την εορτή των Χριστουγέννων λέγοντας τον λόγο του Δαυίδ: «Εκολλήθη τω εδάφει η ψυχή μου, ζήσόν με κατά τον λόγον σου». Καρπός της μετάνοιάς του, που παραδειγμάτισε τον λαό του, ήταν ένας νόμος που έλεγε πως κανείς καταδικασμένος σε θάνατο δεν θα εκτελείτο, αν δεν περνούσαν τριάντα ημέρες από την λήψη της καταδικαστικής αποφάσεως.

Τόση ήταν η μετάνοια του Θεοδοσίου του Μεγάλου, ώστε ο Άγιος Θεός ευδόκησε να του δωρίσει το χάρισμα της θαυματουργίας. Διηγούνται οι βιογράφοι του, ότι κατά την διάρκεια ενός προσκυνήματός του στα Ιεροσόλυμα, ο αυτοκράτορας εμφανίστηκε ενδεδυμένος σαν απλός άνθρωπος και πλησιάζοντας τις θύρες του ναού της Αναστάσεως προσευχόταν. Τότε, οι πόρτες άνοιξαν μόνες τους διάπλατα και ο ναός άστραφτε στο φως. Ο Κύριος υποδεχόταν τον ταπεινό αυτοκράτορα και δούλο Του.

Ο Θεοδόσιος είχε αντιγράψει με το χέρι του όλο το Ευαγγέλιο, το οποίο μελετούσε καθημερινά. Έλεγε πως χαιρόταν περισσότερο που ήταν μέλος της Εκκλησίας παρά επίγειος βασιλέας. Όμως οι κακουχίες των δεκαέξι χρόνων από τη διακυβέρνηση είχαν κλονίσει ανεπανόρθωτα την υγεία του Θεοδοσίου. Έτσι πέρασαν δεκαέξι χρόνια ευσεβούς βασιλείας. Ο Άγιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 395 μ.Χ. Το σκήνωμά του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και την τεσσαρακοστή ημέρα ο Επίσκοπος Μεδιολάνων Αμβρόσιος, εξεφώνησε τον επικήδειο, που καθιέρωνε τον Θεοδόσιο ως τον τύπο του παραδειγματικού Ορθόδοξου ηγεμόνος. Ο Άγιος ενταφιάσθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων, δίπλα στο μνημείο του Μεγάλου Κωνσταντίνου και των διαδόχων του.

Όσιος Αχιλλάς

Ο Όσιος Αχιλλάς ήταν αναχωρητής της ερήμου τον 5ο αιώνα μ.Χ. Έζησε οσίως στην Αίγυπτο και κοιμήθηκε με ειρήνη.

Γράφει γι' αυτόν ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Περί του Οσίου τούτου Aχιλλά γράφει ο Ευεργετινός (σελ. 393), ότι επήγε μίαν φοράν εις τον Aββάν Ησαΐαν, και ευρήκεν αυτόν οπού έτρωγεν, έχων εις το τζανάκιον άλας μόνον και νερόν. O δε Hσαΐας ιδών τον Aχιλλάν, έκρυψε το τζανάκι οπίσω από το ζιμπίλι οπού έπλεκε, διά να μη σκανδαλίση αυτόν. O δε Aχιλλάς βλέπων αυτόν τρώγοντα, και μη έχοντα έμπροσθέν του κανένα φαγητόν, ερώτησεν αυτόν τι έτρωγεν. O δε Hσαΐας απεκρίθη. Συγχώρησόν μοι Aββά, ότι έκοπτον θαλλία φοινίκων εις το καύμα. Όθεν έβαλον εις το στόμα μου ψωμί ξηρόν, και δεν εκατέβαινε.

Με το να εξηράνθη από το καύμα ο φάρυγγάς μου, διά τούτο αναγκάσθην να βάλω νερόν και άλας, ίνα βρέξω εις αυτά το ψωμί μου, και δυνηθώ να το φάγω. Τότε λέγει ο Aββάς Αχιλλάς. Eλάτε να ιδήτε ω Πατέρες της Σκήτεως, τον Hσαΐαν, οπού τρώγει ψωμί, ευρισκόμενος εις Σκήτιν. Eίτα λέγει προς αυτόν. Eάν θέλης να τρώγης ψωμί, πήγαινε εις την Aίγυπτον. Ιδού ποίαν εγκράτειαν είχον τότε εις τας Σκήτας.

Εις τούτον τον Aββάν Aχιλλάν επήγε μίαν φοράν ένας γέρων, και βλέπει αυτόν, οπού έρριψεν από το στόμα του αίμα. Και ερώτησεν αυτόν. Τι είναι τούτο; O δε απεκρίθη. Αυτό το αίμα είναι λόγος σκληρός ενός αδελφού, οπού με ελύπησε. Και εγώ αγωνίσθηκα να μη φανερώσω εις κανένα τον λόγον αυτόν, παρακαλέσας τον Θεόν να σηκωθή η ενθύμησίς του από λόγου μου. Όθεν ο λόγος εκείνος έγινεν αίμα εις το στόμα μου. Και τώρα πτύσας αυτόν, ανεπαύθηκα, αλησμονήσας την λύπην (αυτόθι, σελ. 169)».

Άγιοι Ιουνίλλα και Τουρβών

Άγνωστοι στους Συναξαριστές και τα Μηναία. Μνημονεύονται στον Κώδικα της Κρυπτοφέρης Βγ IV. Υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο στην Καππαδοκία, απ' όπου κατάγονταν, μαζί με την αγία Νεονίλλη και τους τρεις εγγονούς της. Η Ιουνίλλα λοιπόν, έριξε το βρέφος της από την αγκαλιά της, ομολόγησε τον Χριστό και αποκεφαλίστηκε. Ο δε Τουρβών κατέστρεψε τα είδωλα και διακήρυττε ότι είναι χριστιανός, συνελήφθη και αποκεφαλίσθηκε.

Άγιος Αντώνιος Αρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ Ρωσίας

Άγιος Αντώνιος Αρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ Ρωσίας

Ο Άγιος Αντώνιος καταγόταν από την Ρωσία και γεννήθηκε περί τα τέλη του 12ου αιώνος μ.Χ. Εξελέγη Αρχιεπίσκοπος της πόλεως Νόβγκοροντ και κοιμήθηκε το έτος 1231 μ.Χ. ή το 1232 μ.Χ. Το ιερό λείψανό του ενταφιάσθηκε στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας Νόβγκοροντ.

Όσιος Αντώνιος εκ Ρωσίας

Ο Όσιος Αντώνιος του Κρασνοχόλμκιζ έζησε περί τον 15ο αιώνα μ.Χ. και ασκήτεψε στη μονή του Αγίου Νικολάου στην περιοχή Τβερ της Ρωσίας. Κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη.

Όσιος Αντώνιος ο Μετεωρίτης (Καντακουζηνός)

Ο Άγιος Αντώνιος (Καντακουζηνός) υπήρξε κτήτορας και ηγούμενος της μονής του Αγίου Στεφάνου, κατά το πρώτο ήμισυ του 15ου αιώνα.

Το επώνυμο «Καντακουζηνός», το οποίο δεν είναι βέβαιο, το συναντούμε σε σημείωμα ενός λειτουργικού χειρογράφου. Επίσης, σε γράμμα του έτους 1413 μ.Χ., που αναφέρεται στην αφιέρωση της κάρας του Αγίου Χαραλάμπους στη μονή του Αγίου Στεφάνου των Μετεώρων, γίνεται μνεία «του αρχιμανδρίτου του μοναστηρίου (του Αγίου Στεφάνου των Μετεώρων) κυρ Αντωνίου (Καντακουζηνού)».

Ήταν υιός της βασίλισσας Μαρίας Καντακουζηνής (κοιμήθηκε μετά το 1359 μ.Χ.), θυγατέρας του αυτοκράτορα Ιωάννου ΣΤ' Καντακουζηνού και του δεσπότου της Ηπείρου Νικηφόρου Β' Ορσίνι (κοιμήθηκε το 1359 μ.Χ.).

Έζησε θεοφιλώς και κοιμήθηκε με ειρήνη.

Όσιος Φιλόθεος

Δεύτερος κτήτορας και ανακαινιστής της μονής του Αγίου Στεφάνου Μετεώρων μαρτυρείται, κατά το πρώτο ήμισυ του 16ου αιώνα μ.Χ., ο ιερομόναχος Όσιος Φιλόθεος από τη Σθλάταινα ή Σκλάταινα, σημερινό χωριό Ρίζωμα της επαρχίας Τρικάλων.

Τα ιστορικά στοιχεία για τον Όσιο Φιλόθεο δεν είναι αρκετά. Η κυριότερη πηγή είναι το σιγίλλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Ιερεμία Α' του έτους 1545 μ.Χ.

Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας ο Α', πατριάρχευσε κατά τα έτη 1522 - 1524 μ.Χ., 1525 - 1546 μ.Χ. Κατά την διάρκεια της μεγάλης πατριαρχείας ανέλαβε επανειλημμένως ποιμαντορικές περιοδείες κυρίως ανά την Ελλάδα: Άγιον Όρος, Μακεδονία, Βοιωτία, Μετέωρα, Ήπειρο από την οποία και καταγόταν (Ζίτσα). Ο Πατριάρχης Ιερεμίας συνετέλεσε στην ανάκτηση της ιεράς μονής Σταυρινικήτα. Στο καθολικό της μονής αυτής σώζεται τοιχογραφία, που τον εικονίζει ως κτήτορα.

Ο Όσιος Φιλόθεος ήταν γόνος ευκατάστατης οικογένειας και διέθεσε όλη την πατρική του περιουσία για την ανακαίνιση και τον εξωραϊσμό της μονής και για τον εμπλουτισμό της.

Αφού έζησε θεοφιλώς, κοιμήθηκε με ειρήνη.

Άγιος Αντώνιος Επίσκοπος Βολογκντά της Ρωσίας

Ο Άγιος Αντώνιος καταγόταν από τη Ρωσία και γεννήθηκε περί το 1526 μ.Χ. Εξελέγη Επίσκοπος της πόλεως Βολογκντά και κοιμήθηκε οσίως το έτος 1588 μ.Χ.

ΠΗΓΗ: saint.gr