Στην Κρήτη όλες οι στράτες είναι στρωµένες µε τραγούδια. Μα αυτός ο δρόµος που τραβά από τα ριζά της Μαδάρας για το µετέωρο µεταξύ ουρανού και γης οροπέδιο του Οµαλού, είναι ξεχωριστός. Η Στράτα των Μουσούρων λες και ανεβαίνει βήµα βήµα τη σκάλα της ελευθερίας, αφού οι στίχοι του ριζίτικου «Πότε θα κάµει ξαστεριά» είναι η πιο µελωδική νότα απείθειας στη σκλαβιά που ανεβαίνει από την ψυχή στα χείλη των ανθρώπων. Και τα τραγούδια στην Κρήτη είναι ελεύθερα: «Ο νους είν’ αυτεξούσιος, κανένα δεν ρωτάει / σαν τον χρυσό σταυραετό, όπου µπορεί πετάει».
Κι εμένα ο νους μου πετάει τώρα προς τις Χανιώτικες Μαδάρες, στη Ζούρβα, στου Καράνου, στη Στράτα των Μουσούρων, στον Ομαλό, στο Ροδοβάνι, όπου αυτή την εποχή τα καζάνια τραγουδούν τη μελωδία της ρακής που πέφτει σαν σταλαγματιές χαράς επάνω στην καρδιά των ανθρώπων. Οι παρέες σμίγουν γύρω από τα καζάνια, φέρνει ο καθένας τη δική του συμβολή στο κοινό τραπέζι, την ψήνει μόνος του και μετά τη μοιράζεται με τους άλλους. Τρώνε, πίνουν, αγκαλιάζονται και τραγουδούν ανάμεσα σε μικρά δοσίματα, σε μια μυσταγωγία που σε αγγίζει μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής σου. Η κρητική εμπειρία της τσικουδιάς είναι μοναδική και συναρπαστική.
Εχει εγγραφεί στα χρωμοσώματά μου το ανδρικό σφιχταγκάλιασμα της παρέας στο ρακιδιό του Περικλή Φραγκεδάκη, στη γειτονιά Ανω Καρές του Καράνου, στα ορεινά των Χανίων: «Παρέα τρισχιλιόμορφη, με τι να σε συγκρίνω; / Με ήλιο ή με θάλασσα, με γιασεμί ή κρίνο;». Κι έτσι, με το λαούτο και το μαντολίνο, σαν καράβι μέσα στον νου, ταξιδεύουμε από τα βαριά ριζίτικα στις ανάλαφρες μαντινάδες του καημού: «Πέτρες πετώ του φεγγαριού κι εκείνο τις διαγέρνει / για κουζουλάθηκε κι αυτό, για ίδιος καημός το δέρνει». Και δίπλα στο καζάνι που γουργουρίζει τη μελωδία της ευτυχίας, το μεγάλο τραπέζι με την αδιάκοπη παρέλαση των γεύσεων της Κρήτης.
Αυτές οι γεύσεις της Κρήτης! Επάνω στη Ζούρβα, την πύλη της Μαδάρας, η κυρία Αιμιλία και ο γιος της, ο Νίκος, έχουν στήσει ένα από πιο γνωστά στέκια παραδοσιακού φαγητού στα Χανιά και σε όλη την Κρήτη. «Θα τρώτε, θα πίνετε και δεν θα μιλάτε. Καημός του που λέει πως δεν θέλει» λέει η κυρία Αιμιλία και, για του λόγου το αληθές, στο τραπέζι έρχονται τσιγαριαστό αρνί, κατσικάκι κοκκινιστό με πατάτες, κόκορας κρασάτος, αρνάκι ψητό στον φούρνο με πατάτες, στάκα με αβγά, μαραθόπιτα, γραβιέρα, σταμναγκάθι. Και το αρχοντικό τραπέζι κλείνει με μια συνταγή ζωής από την κυρία Αιμιλία: «Να είσαι άνθρωπος με τους ανθρώπους. Με τον εαυτό σου να είσαι ό,τι θέλεις».
Εδώ πάνω στη Ζούρβα µπορείς να µείνεις στον «Ερωντα», στον «Αµάραντο» ή στον «Ανέγνωρα», τις µεζονέτες «Απειραθές» (www.apirathes-zourva.gr) που έφτιαξε ο Νίκος Τσιβουράκης για τους ανήσυχους περιηγητές που αναζητούν το τραγούδι της ουτοπίας. Κατέχεις ήντα ‘ναι ο ανέγνωρας; Ενα άγριο βοτάνι της Μαδάρας, όπως και ο µυθικός έρωντας. Ο αµάραντος είναι ένας από τους θάµνους που οι βοσκοί κάνουν τις κατσούνες τους.
Από τις Πάνω Καρές και το ρακιδιό του Περικλή, πιάνεις τη Στράτα των Μουσούρων. Τη γνωρίζουμε από το τραγούδι, αλλά εδώ είναι γνωστή από πολύ παλιά, αφού είναι ο αρχαίος δρόμος που ξεκινά από την άκρη του κάμπου του Σκινέ και φτάνει στο οροπέδιο του Ομαλού (12 χλμ.). Ο δρόμος διαβαίνει μέσα από ένα υπέροχο δάσος αγριοκυπάρισσων και ανεβαίνει στην πύλη του οροπεδίου και το χωριό Νέος Ομαλός. Μετά διακλαδώνεται αριστερά για το Ξυλόσκαλο του φαραγγιού της Σαμαριάς και δεξιά προς την άλλη πύλη, προς το Λιβυκό πέλαγος και τα χωριά του Σελίνου. Μιας και μιλάμε για τραγούδια, εδώ στο οροπέδιο του Ομαλού άκουσα την πιο μελωδική συναυλία με σολίστ τα πρόβατα που έβοσκαν την αυγή χτυπώντας τα κουδούνια τους. Γύρω η κορυφογραμμή με τον ξεχωριστό Γκίγκιλο, κρατούσε ακόμη το ρόδινο χρώμα της και φάνταζε σαν κάστρο που προστατεύει την καλή ενέργεια που κρατά το οροπέδιο μέσα στην εκτεταμένη αγκαλιά του.
Από την άλλη έξοδο του Οµαλού αρχίζει το «κοµπολόι» των χωριών του Σελίνου. Κατηφορίζεις προς την Αγία Ειρήνη –όπου βρίσκεται και η είσοδος του περίφηµου φαραγγιού που βγάζει στη Σούγια –και αµέσως µετά συναντάς το Επανοχώρι και την κυρία Πόπη, η οποία προσφέρει στο στέκι της επάνω στον δρόµο µια ιδιαίτερη γεύση της Κρήτης, τη δυνατή µουρνόρακη. Και µετά οι Πρινές και το πρώτο βλέµµα στο Λιβυκό πέλαγος, µετά τα Τσισκιανά, «που έχει το κύµα του καηµό» καθώς τραγουδούν οι «Χαΐνηδες» της Μαδάρας. Ακολουθούν Καµπανός και Αγριλές, και µετά το Ροδοβάνι, στην αρχή των τειχών της αρχαίας Ελύρου. Τα αποµεινάρια των τειχών φτάνουν µέχρι τη θάλασσα της Σούγιας και οι άνθρωποι απλώνουν επάνω τους τα πανιά για να µαζέψουν αυτή την εποχή τις ελιές που καρπίζουν αέναα εδώ, από τότε που οι αρχαίες σήµερα πέτρες ήταν νέες. Η Κρήτη δεν παύει να µας συγκινεί και να µας συναρπάζει 4.000 χρόνια τώρα. Στην υγειά της, µε ένα ποτηράκι ρακή στον καφενέ του Μανόλη Πετράκη επάνω στη στράτα στο Ροδοβάνι, ή στο σπίτι του Αντρέα Κουτσοπεράκη. Ισως κι ένα ακόµη, κι άλλο ένα. Παρέα τρισχιλιόµορφη…

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ