«Σ’ αυτά τα μέρη μπορείς να καταλάβεις πώς οι Ελληνες άγγιξαν την απελπισία χάρη στην ομορφιά» μου ψιθυρίζει ο συνταξιδιώτης μου αυτό «Το καλοκαίρι», Αλμπέρ Καμύ. Κι εδώ στις σεβαστές κλιτύς του Ολύμπου –ιερές σε κάθε φάση των υπερφυσικών αναζητήσεων των ανθρώπων, στους κόλπους της παλιάς και της νέας θρησκείας –το φυσικό κάλλος είναι σκηνικό τραγωδιών, αλλά και λυτρώσεων. Οι Βάκχες περιπλανώνται μαινόμενες στο ειδυλλιακό φαράγγι του Ορλιά πάνω από τους καταρράκτες και τις βάθρες.

Οι κραυγές τους σκέπασαν την ερωτική μελωδία της λύρας του Ορφέα και τα νερά του κατακόκκινου Βαφύρα τις μετέφεραν στο αρχαίο θέατρο του Δίου για την παράσταση της τραγωδίας, αλλά και της λύτρωσης. Γιατί η ομορφιά και η ιδεολογία του Ολύμπου είναι λυτρωτικές σε κάθε σκηνή της εξέλιξής μας ως Ελληνες. Ζούμε και χαιρόμαστε την ομορφιά και την ουσία της ζωής, στον χώρο μεταξύ τραγωδίας και λύτρωσης. Ενα τσιγάρο δρόμος, μια στροφή ενός θλιμμένου τραγουδιού που ανθίζει σε χαμογελαστά χείλη, ένα μικροσκοπικό ποτηράκι τσίπουρο με τη φωτιά του πάθους στα χείλη. Ενας κατακόκκινος κρίνος, «κρίνον το πορφυρούν» του Θεόφραστου, το πιο όμορφο άνθος που συνάντησα στον δρόμο μου, στην άκρη ενός ψηλόλιγνου μίσχου, πολυαγαπημένος συνταξιδιώτης στο εξής σε στεριές και θάλασσες.

Πουθενά αλλού ένα τόσο ψηλό βουνό δεν φυσά την ανάσα του με τόση οικειότητα επάνω στον καθρέφτη του Θερμαϊκού κόλπου. Αυτή την κεντρική ουσία του Ολύμπου, τη μεγάλη συνάφεια των ψηλών κορφών με τη θάλασσα, αναζητήσαμε σε αυτό το ταξίδι που μας πήγαν οι πάντα φιλόξενοι φίλοι μας στην Πιερία, η αντιπεριφερειάρχης Σοφία Μαυρίδου και οι συνεργάτες της Βασίλης Δήμου και Δημήτρης Ρουκάς. Για εμάς οι κλιτύς του θεϊκού βουνού είναι και ένα μεγάλο χαμόγελο που αρχίζει να διαγράφεται, σχεδόν, από την ακροθαλασσιά και σχηματίζεται καθώς ανεβαίνει προς τον θρόνο του Δία και τον Μύτικα. Τόσο απλά, τόσο γρήγορα περνάς από τη γοητεία της θάλασσας στην αγκαλιά του βουνού. Δεν είναι πολλές συνισταμένες, αλλά μία και μοναδική, που συνδυάζει και τα τρία δομικά στοιχεία του Σύμπαντος, το νερό, τη γη και τον αέρα, και το τέταρτο, την ψυχή των πραγμάτων, τη σκέψη. Καθετί για τους προγόνους μας αποκτούσε ζωή από τον λόγο που είχε πίσω του. Τίποτε δεν ήταν γυμνό στον άνεμο, αλλά ήταν ντυμένο με μια σκέψη. Και ο Ολυμπος πορεύεται τυλιγμένος σε αυτό το πέπλο της ιδεολογίας των αρχαίων Ελλήνων και εμείς μπαίνουμε στα μονοπάτια του συνεπαρμένοι από αυτή την ιδεολογία της σοφίας, της λογικής, της αρετής, της δημοκρατίας, της ευδαιμονίας.

Την προηγουμένη, λοιπόν, καθόμασταν
το μεσημέρι με τα πέδιλά μας βυθισμένα στην αμμουδιά της Πιερίας, μπροστά από το κάμπινγκ Ολύμπιος Ζευς, στην Πλάκα Λιτοχώρου, στη Νεφέλη την ώρα του ηλιοβασιλέματος στην παραλία της Λεπτοκαρυάς και το βράδυ στα τραπέζια του εστιατορίου του Poseidon Palace απολαμβάνοντας εξαιρετικά πουγκιά με κοτόπουλο και μπριζολάκια με σάλτσα μουστάρδας του σεφ Νίκου Γκονέλα. Την επομένη το σκηνικό άλλαξε άρδην. Τα πόδια μας πια, υπενδεδυμένα με ορειβατικές μπότες, πατούσαν επάνω στις υπέροχες κουκουνάρες που έπεφταν συνεχώς από τα πανύψηλα, λυγερόκορμα πεύκα. Ανεβαίναμε από το καταφύγιο Κρεβάτια στην κορυφή Μπαρμπαλά, στα 1.850 μέτρα επάνω από τον Θερμαϊκό, για να ρίξουμε μια πανοραμική ματιά στην Πιερία και να αρχίσουμε να εκπληρώνουμε ένα τάμα που πρέπει να τάξει για τον εαυτό του κάθε Ελληνας. Να ανέβει όσο πιο ψηλά μπορεί στο ιερό για εμάς βουνό. Να θέλει να ανέβει, να προσπαθήσει να ανέβει. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να θέλει και να μην μπορεί να κάνει έστω και μερικά βήματα στο μυθικό βουνό.
Συναντηθήκαμε το πρωί στο περίπτερο του Ορειβατικού Συλλόγου Βροντούς, κοντά στο εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων, με τον Γιώργο Σπανό, τον Γιάννη Γάκη και τους άλλους δραστήριους ανθρώπους του Συλλόγου και ξεκινήσαμε οδικώς από βατό χωματόδρομο για το καταφύγιο Κρεβάτια (8 χλμ.) στα 1.000 μ. υψόμετρο. Από εδώ εκκινεί το πολύ ανηφορικό μονοπάτι για την κορυφή Μπαρμπαλά. «Είστε τυχεροί, ο καιρός μάς έκανε το χατίρι σήμερα, για να δείτε όλη την Πιερία» λέει ο Γιώργος καθώς περπατάμε στα ανθισμένα λιβάδια στο ξέφωτο πριν από τη Στάμνα, απέναντι από την κορυφή Μπαρμπαλάς, πλημμυρισμένοι από την άφατη γοητεία που ασκεί το βουνό των θεών. Δεξιά φαίνονται τα Πιέρια και οι γραμμές πιάνουν τον Ολυμπο και διατρέχουν την κόψη Νανά, Κίτρος και Ναούμ. Κάτω βαθιά είναι το Ξηρολάκι. Τριγύρω έχει πετάξει τα άνθη του το φημισμένο τσάι Ολύμπου, σημάδι ότι είναι η εποχή που μπορεί να συλλεγεί. Περπατάμε στου Παπά τη Ράχη μέχρι την άκρη της Στάμνας, απέναντι στο Παλαιομονάστηρο, το Πέρασμα του Διός και την ψηλή κορυφή Αϊ-Λιας, σχεδόν 1.000 μέτρα επάνω από εμάς. Πίσω της είναι το Οροπέδιο των Μουσών και το καταφύγιο Γιόσος Αποστολίδης, τέσσερις ώρες δύσκολης πορείας από εδώ, ανομολόγητος πόθος μας.
Από την κορυφή το πανόραμα των Πιερίων, του Ολύμπου, του κάμπου και της παραλίας της Πιερίας συνεχίζεται χωρίς προσκόμματα. Τίποτε δεν εμποδίζει το μάτι να συνεχίζει να περιδιαβάζει το βουνό: Λιανοξιά, Μισονήσι, Σπηλιά Γιαγκούλα, Κατάρτι, Κλεφτόβρυση, Παγίδα. Μου τα δείχνει ένα ένα ο Βασίλης Καρτσαμπάς. Παντού υπάρχουν τα σημάδια της ζωής στο βουνό, στα οργώματα των αγριογούρουνων και στην αίσθηση των αγριοκάτσικων που κυρίως τον χειμώνα κατεβαίνουν εδώ στη Στάμνα για να γεννήσουν. Η ανάβαση μέχρι τον Μπαρμπαλά διαρκεί τρεις ώρες και η κατάβαση δύο. Η υψομετρική διαφορά που καλύπτεται είναι 840 μέτρα.
Κάτω στο τριγυρισμένο από ανθισμένα σπαθόχορτα καταφύγιο, μας περιμένει η πρώτη επιβράβευση της προσπάθειάς μας. Το φαγητό των καταφυγίων είναι πάντα πολύ νόστιμο, γιατί ακολουθεί το τέρμα μιας κοπιαστικής πορείας. Η κλασική φασολάδα του Κώστα Σπανού, τα λουκάνικα του Γιώργου Δημόπουλου από τη Βροντού, η φέτα, οι πιπεριές Φλωρίνης, το τσίπουρο του Γιώργου Σπανού. Και αργότερα, το απόγευμα, η δεύτερη επιβράβευση στις βάθρες της Αγίας Κόρης.
Χαίρετε, νύμφες! Χαίρετε, θεοί! Το λουτρό στα κρουσταλλένια νερά που κατεβαίνουν από τις κορφές, μετά τα ασυνήθιστα στο περπάτημα και ταλαιπωρημένα μέλη, είναι όντως καθαρτικό. Δεν ξεπλένει μόνο τη βάσανο, αλλά και τη σκέψη και ζωηρεύει κάθε κύτταρο του αναστατωμένου οργανισμού. Φρέσκες ιδέες ανασταίνει ο νους, όπως τα καλά του αγροκτήματος του Δαμιανού Παχόπουλου, ο οποίος προτείνει έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής, διασκέδασης και διατροφής. Στο τραπέζι του πανδοχείου Koukos Inn, κοντά στο χωριό Κούκος, στη Βόρεια Πιερία, έρχονται τα προϊόντα του από δίκοκκο σιτάρι, το πλιγούρι που πάει απίθανα με το ζυγούρι στη γάστρα από τον ξυλόφουρνο της Βαγγελιώς, τις βίδες από σιμιγδάλευρο δίκοκκου σιταριού ολικής άλεσης στον πετρόμυλο, τα ξερά σύκα γεμισμένα με μέλι, φέτα και καρύδια, τα ιδιαίτερα σουτζουκάκια, το λουκάνικο από ζυγούρι, μοσχάρι και χοιρινό. Στο ίδιο μήκος κύματος, κοντά στις γεύσεις των αρχαίων Ελλήνων, και ο Παναγιώτης Κουλαουτζίδης με τα βιολογικά προϊόντα του από το αγρόκτημά του στον Καταχά, με τις σάλτσες από ντομάτα, την παραδοσιακή καπνιστή μελιτζάνα, τις πιπεριές Φλωρίνης, αλλά και τις νοστιμιές του Κώστα στο εστιατόριο Αροτος –προς τιμήν της γιορτής των αρχαίων Αθηναίων αφιερωμένης στην καλλιέργεια της γης –και με γεύσεις της θάλασσας πια, όπως τα μύδια του Μακρύγιαλου, αχνιστά, με κόκκινη σάλτσα, φέτα και πιλάφι –η γεύση της γέφυρας μεταξύ θάλασσας και στεριάς.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ