Ανέκρουσε πρύμνα μεγαλοπρεπώς ο υφυπουργός Εργασίας Τάσος Πετρόπουλος σε σχέση με τις δηλώσεις του ότι σχεδιάζεται η χορήγηση έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης για το Πάσχα στους συνταξιούχους και τους δημοσίου υπαλλήλους.

Η συγκεκριμένη κίνηση, η οποία θα δημιουργούσε και ένα προηγούμενο ενόψει της τελικής δικαστικής απόφασης πάνω στο θέμα, δεν ήταν μια φαεινή ιδέα του ίδιου και έμπειρου κατά τα άλλα υφυπουργού.

Είναι προφανές ότι απηχούσε συζητήσεις και σχεδιασμούς που έχουν γίνει εντός της κυβέρνησης και ειδικότερα εντός του στενού επιτελείου του Μεγάρου Μαξίμου και που εντάσσονται στην προσπάθεια να παρουσιαστεί «κοινωνικό πρόσωπο» και μάλιστα με όρους «μονομερών ενεργειών» και «ανυπακοής» απέναντι στους θεσμούς, εκτιμώντας ότι έτσι θα είναι πιο εύκολο να σχηματίσει ένα αφήγημα ο ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία προς δύσκολες εκλογικές μάχες. 

Ο Τσακαλώτος επιμένει στην τήρηση των δεσμεύσεων

Την  ίδια στιγμή είναι γνωστό ότι ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι κατεξοχήν υποστηρικτής της άποψης ότι η κυβέρνηση πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις που έχει δώσει στους θεσμούς, μέσα από αυτές να εξασφαλίσει τα μέτρα έστω και μικρής απομείωσης του χρέους και να επιμείνει στην προσπάθεια εξόδου στις αγορές, εκτιμώντας ότι μόνο μια καλή δημοσιονομική πορεία της χώρας θα εξασφαλίσει και τα όποια περιθώρια και για ανάπτυξη και για «κοινωνικό πρόσωπο».

Αυτός, άλλωστε, είναι ο τρόπος που έχει πολιτευτεί εξαρχής ο υπουργός Οικονομικών που μπορεί ιδεολογικά και αξιακά να διαφωνεί με τις πολιτικές των μνημονίων αλλά εκτιμά ότι εφόσον τις αποδεχτήκαμε είναι προτιμότερο να τις υλοποιήσουμε με σκοπό όσο πιο γρήγορα να βρεθούμε εκτός του στενού πλαισίου που μας έχουν επιβάλει ώστε να μπορέσουμε να ασχοληθούμε με ένα πραγματικό αναπτυξιακό πρόγραμμα.

Είναι αυτός ο ρεαλισμός που συνδυάζεται με σαφείς ιδεολογικές οριοθετήσεις που τον έχουν κάνει όχι απλώς καλό διαπραγματευτή αλλά και ένα συνομιλητή των «θεσμών». Και είναι και αυτός που τον οδηγεί να είναι εν πολλοίς αντίθετος με τα μαξιμαλιστικά σχέδια Φλαμπουράρη για την πρώτη κατοικία, που τελικά «κόπηκαν» από τους Θεσμούς κι άλλαξε η ρύθμιση προς το δυσμενέστερο.

Το Μαξίμου φλερτάρει με τις «μονομερείς ενέργειες»

Αυτή η τακτική μπορεί να διευκόλυνε το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου σε όλη την περίοδο που η βασική στόχευση ήταν να πετύχουν με κάθε τρόπο την τυπική έξοδο από τα Μνημόνια, όμως μετά συγκρουόταν με τις διάφορες ιδέες να αλλάξουν το προεκλογικό κλίμα.

Ενδεικτικός είναι ο τρόπος που χειρίστηκαν το ζήτημα του καθεστώτος που θα διαδεχτεί το Νόμο Κατσέλη. Από τη μια υπήρξε ένα σημαντικό βήμα που ήταν η συμφωνία με τις Τράπεζες, που κυρίως εξασφάλισαν ότι καταργείται η δικαστική διαδικασία και πλέον το σύστημα ουσιαστικά αυτοματοποιείται. Όμως, εξαρχής φάνηκε ότι οι ευρωπαίοι ήταν επιφυλακτικοί έως εχθρικοί στην συμπερίληψη των επιχειρηματικών δανείων γιατί αυτό τους φάνηκε ότι παρέπεμπε σε «ηθικό κίνδυνο». Αυτό εκ των πραγμάτων άνοιξε το δρόμο για ιδιαίτερα σκληρή διαπραγμάτευση, καθώς η συγκεκριμένη ρύθμιση έγινε το βασικό προαπαιτούμενο για την εκταμίευση της «δόσης» από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που είχαν διακρατήσει οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες.

Στο σημείο εκείνο για άλλη μια φορά προσπάθησε να πάρει την πρωτοβουλία το Μέγαρο Μαξίμου επιμένοντας ότι θα πάει ακόμη και σε μονομερή θεσμοθέτηση, με κατάθεση και ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου. Βέβαια, μετά φάνηκε ότι η τακτική άλλαξε και επιστρέψαμε σε κάτι πιο κοντινό με την «τακτική Τσακαλώτου», που ποτέ δεν αναφέρεται σε μονομερείς ενέργειες, με την κυβέρνηση να λέει πρώτα κατάθεση μετά συζήτηση με τους «θεσμούς» και αλλαγές μετά.

Το άλλο επεισόδιο ήταν ακριβώς τώρα με τις δηλώσεις Πετρόπουλου, που θα αποτελούσαν επίσης «μονομερή ενέργεια» εφόσον οι θεσμοί φοβούνται τη δημοσιονομική επιβάρυνση, και το εντυπωσιακό άδειασμα που έκανε πρώτα ο ίδιος ο Ευκλείδης Τσακαλώτος που με ένα ξεκάθαρο «πρώτη φορά το ακούω» έκλεισε τη συζήτηση και αργότερα το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου.

Το χάσμα μεγαλώνει

Όμως, ακόμη και εάν και σε αυτή τη βάση κατά στιγμές πρυτανεύει, μια γραμμή πιο κοντά σε αυτή του υπουργού Οικονομικών, σε μεγάλο βαθμό και γιατί ο πρωθυπουργός διστάζει να χρεωθεί την απώλεια 970 εκατομμυρίων ευρώ και τον αντίκτυπο που αυτή θα έχει στην προεκλογική περίοδο, όμως το χάσμα φαίνεται πώς είναι μεγάλο.

Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό έχει και εσωκομματική βάση, εφόσον ο κ. Τσακαλώτος παραμένει ο άτυπος ηγέτης της τάση των 53+ που αποτελεί την επίσημη εσωκομματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ και η οποία έχει διατυπώσει επιφυλάξεις ως προς τη στρατηγική του «προοδευτικού μετώπου» και τα ανοίγματα προς την Κεντροαριστερά.

Όλα αυτά θα εξαρτηθούν και από τον τρόπο που θα κινηθούν και οι δυναμικές της προεκλογικής περιόδου. Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή δεν δείχνει να έχει την μεγάλη αύξηση στη συσπείρωση που υποτίθεται ότι θα έφερνε η «έξοδος από τα μνημόνια» και κινήσεις όπως η μη μείωση των παλαιών συντάξεων. Αντίθετα, η άνοδος είναι μικρή, η Νέα Δημοκρατία διατηρεί σταθερό υψηλό προβάδισμα και αποδεικνύεται ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είχε εκλογικό κόστος.

Σε αυτή τη βάση επόμενο είναι να επιτείνεται η «ανυπομονησία» στο Μέγαρο Μαξίμου ότι με την «τήρηση των δεσμεύσεων» και τα θετικά δημοσιονομικά αποτελέσματα δεν αντιστρέφεται το κλίμα και χρειάζονται άλλες «πρωτοβουλίες» και «μονομερείς ενέργειες», ακόμη και εάν διακυβεύουν το πλαίσιο που συμφωνήθηκε με τους «θεσμούς».

Σε μια τέτοια περίπτωση εύλογο είναι να δούμε να βαθαίνει και το ρήγμα ανάμεσα στον υπουργό Οικονομικών και το Μέγαρο Μαξίμου.