Μέσα από τα ερείπια στα οποία θάφτηκαν δεκάδες άνθρωποι το τραγικό μεσημέρι της 7ης Σεπτεμβρίου του 1999, όταν ο Εγκέλαδος χτυπούσε την Αθήνα, ένα δραματικό ερώτημα αναδύθηκε – και έκτοτε δεν μας εγκατέλειψε ποτέ: Σε τι κατάσταση βρίσκονται τα κτίρια της χώρας; Και πώς θα ανταποκριθούν σε έναν επόμενο μεγάλο σεισμό;

Σαφής απάντηση, δυστυχώς, δεν έχει δοθεί ακόμη παρότι πέρασαν δύο δεκαετίες.  Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τα τελευταία 18 χρόνια έχουν ελεγχθεί προσεισμικά μόνο τα 17.000 από τα 80.000 δημόσια κτίρια και από αυτά το 30% κατατάσσεται στην κατηγορία άμεσου περαιτέρω ελέγχου.
Η προσπάθεια για να διασαφηνιστεί η εικόνα ξεκίνησε δύο χρόνια μετά τον φονικό σεισμό της Πάρνηθας, όταν το 2001, τέθηκε σε εφαρμογή για πρώτη φορά στην Ελλάδα το Πρόγραμμα Πρωτοβάθμιου Προσεισμικού Ελέγχου για όλα τα κτίρια δημόσιας και κοινωφελούς χρήσης. Σκοπός του ήταν να καταγραφούν οι εγκαταστάσεις των νοσοκομείων, σχολείων, δημόσιων υπηρεσιών, Δήμων, Περιφερειών κ.ά. και να γίνει μια πρώτη αποτίμηση της σεισμικής τους ικανότητας, ώστε σε δεύτερο επίπεδο να καθοριστεί ποια χρειάζονται περαιτέρω έλεγχο και ποια μέτρα προστασίας θα πρέπει να  ληφθούν ανά περίπτωση.

Απολογισμός

Ο απολογισμός είναι απογοητευτικός. Με τους ρυθμούς που εξελίσσεται ο προσεισμικός έλεγχος σε αυτά τα κτίρια, θα χρειαστούν άλλα… 63 χρόνια για να ολοκληρωθεί.
Οι αρμόδιοι φορείς αποδίδουν τις καθυστερήσεις σε ελλείψεις προσωπικού, σε γραφειοκρατικές εμπλοκές ή απλά αδιαφορούν. Μόλις πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε στη δημοσιότητα ένα έγγραφο που σκιαγραφεί με τα πιο μελανά χρώματα την κατάσταση: Ηταν μία επιστολή του Δήμου Νίκαιας- Ρέντη που ζητούσε από τους εφημερεύοντες καθηγητές στα Γυμνάσια και στα Λύκεια της περιοχής να πραγματοποιήσουν «ενδελεχείς αυτοψίες» για πιθανές ζημιές «εξαιτίας έλλειψης προσωπικού της τεχνικής υπηρεσία του Δήμου».

Ολα αυτά σε μια χώρα που εκλύει το 50% της σεισμικής ενέργειας ολόκληρης της Ευρώπης και που κατατάσσεται στην έκτη θέση παγκοσμίως από πλευρά σεισμικότητας.
Τα στοιχεία επιβεβαιώνει μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο γενικός διευθυντής του ΟΑΣΠ και πολιτικός μηχανικός Νικήτας Παπαδόπουλος. «Η ευθύνη για τη διασφάλιση των ελέγχων ανήκει στην Αυτοδιοίκηση.

Οι φορείς που διαχειρίζονται τη λειτουργία τέτοιων κτιρίων αναθέτουν σε διμελή επιτροπή μηχανικών τον έλεγχο, ο οποίος γίνεται με βάση τις προδιαγραφές που έχει θέσει ο ΟΑΣΠ. Κάθε φορέας μετά τον έλεγχο στέλνει στον ΟΑΣΠ ένα δελτίο αναφοράς με βάση το οποίο τα κτίρια κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες προτεραιότητας περαιτέρω ελέγχου: Α, Β και Γ. Ολα αυτά τα χρόνια έχουν καταγραφεί περίπου 17.000 δημόσια κτίρια από τα κατ’ εκτίμηση 80.000», λέει ο κ. Παπαδόπουλος. «Κάποιες νομαρχίες έχουν πρωτοστατήσει στον έλεγχο, όπως οι περιφέρειες Ηλείας και Αχαΐας όπου έχουν ελεγχθεί όλα τα κτίρια ή η Αττική που υπήρξε συνεπής ενώ άλλες, παρότι βρίσκονται σε σεισμογενείς περιοχές, έχουν μείνει πίσω».
Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το 2011, το 45% του κτιριακού αποθέματος της χώρας ήταν χτισμένο με βάση τον αντισεισμικό κανονισμό του 1959, το 30% χωρίς αντισεισμικό κανονισμό και ένα 13% είχε οικοδομηθεί λαμβάνοντας υπόψη τις προδιαγραφές του 1959 και τα άρθρα που προστέθηκαν στον κανονισμό το 1984. Αντίστοιχη είναι η εικόνα για τα δημόσια κτίρια της χώρας.
Η εμπειρία έχει δείξει ότι τα παλιά κτίρια έχουν ανταποκριθεί καλά σε ισχυρούς σεισμούς. Αρκεί, όμως, αυτό;
«Κρίσιμης σημασίας είναι ο έλεγχος στα δημόσια νοσοκομεία, τα οποία είναι στην πλειονότητά τους παλαιά κτίρια και λειτουργούν 24 ώρες το 24ωρο. Σκεφτείτε ότι με τον σεισμό της Λευκάδας το 2015 χρειάστηκε να εκκενωθεί το νοσοκομείο του νησιού», λέει ο κ. Παπαδόπουλος.

Σχολεία

Μία δεύτερη σημαντική κατηγορία κτιρίων, ο προσεισμικός έλεγχος των οποίων συνάντησε προβλήματα, είναι τα σχολεία. Το σχετικό πρόγραμμα ελέγχου ξεκίνησε το 2004 και περιελάμβανε δύο φάσεις: Η πρώτη αφορούσε τα σχολεία που κατασκευάστηκαν πριν από το 1959 και τα οποία ελέγχθηκαν όλα με σχετική καθυστέρηση ως το 2009.

Η δεύτερη φάση προέβλεπε τον προσεισμικό έλεγχο των σχολικών κτιρίων που κατασκευάστηκαν την περίοδο 1959-1985, κατηγορία στην οποία εντάσσονται περισσότερα από τα μισά σχολεία της χώρας. Ο έλεγχος, σύμφωνα με την Πανελλήνια Επιστημονική Ενωση Διευθυντών Σχολικών Μονάδων ΠΕ «πάγωσε», λόγω της κατάργησης του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων το 2011 και της μη εκταμίευσης των χρημάτων για τη δεύτερη φάση του προγράμματος. Οι έλεγχοι σταμάτησαν από το 2011 ως το 2017 οπότε και ξεκίνησαν πάλι από τις υπηρεσίες των Κτιριακών Υποδομών Α.Ε.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΣΠ, στις περιοχές υψηλής σεισμικής επικινδυνότητας έχουν ελεγχθεί όλες οι σχολικές μονάδες ανεξάρτητα από το έτος κατασκευής τους ενώ στη Σάμο, στη Μυτιλήνη και στη Χίο έχουν ελεγχθεί όσα σχολεία κατασκευάστηκαν και πριν από το 1985.
Εκτός από τα δημόσια κτίρια, μείζον ζήτημα εγείρεται και για τα κτίσματα ιδιωτικής χρήσης, για τα μνημεία, τις γέφυρες και για εγκαταστάσεις, όπως υπόγειες καφετέριες, καταστήματα εστίασης, κτίρια όπου συνωστίζονται πλήθη χωρίς δυνατότητα διαφυγής.

5,9 ρίχτερ, 143 νεκροί και ζημιές σε χιλιάδες σπίτια

Ηταν ακριβώς πριν από 20 χρόνια, όταν λίγο πριν από τις τρεις το μεσημέρι, οι κάτοικοι της Αττικής θα έχαναν για πάντα την αίσθηση της ασφάλειας. Ο Εγκέλαδος συγκλόνιζε την πρωτεύουσα, από μια εστία που οι σεισμολόγοι δεν είχαν ποτέ προβλέψει: Την Πάρνηθα, μόλις 20 χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης. Ο σεισμός θα ξεσπίτωνε χιλιάδες ανθρώπους, χιλιάδες θα κατέλυαν στα πάρκα επί εβδομάδες, ο τρόμος θα άφηνε βαρύ αποτύπωμα στη συλλογική μνήμη.

Ηταν μόλις 5,9 ρίχτερ, όμως οι συνέπειές του ήταν πολλαπλάσιες από άλλους ισχυρότερους σεισμούς: Προκάλεσε 143 νεκρούς, βλάβες σε χιλιάδες σπίτια και το μεγαλύτερο άμεσο οικονομικό κόστος που υπέστη ποτέ η χώρα από σεισμό ύψους τριών δισ. δολαρίων. Τα μάτια όλων ήταν στραμμένα στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο της Αθήνας και στις ανακοινώσεις που ανά διαστήματα εξέδιδαν οι επιστήμονές του. Στο στρατηγείο των σεισμολόγων είχε «μετακομίσει» και ο τότε υπουργός Ανάπτυξης Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος συγκέντρωνε τα στοιχεία και ανά τακτά χρονικά διαστήματα πήγαινε να ενημερώσει τον πρωθυπουργό.

«Την ημέρα εκείνη ήμουν καλεσμένος για να μιλήσω σε έναν τηλεοπτικό σταθμό για τον μεγάλο σεισμό που είχε συμβεί στην Τουρκία πριν από 20 ημέρες με 20.000 νεκρούς», λέει στα «ΝΕΑ» ένας από τους πρωταγωνιστές εκείνων των ημερών ο σεισμολόγος Γεράσιμος Παπαδόπουλος, ο οποίος βραβεύτηκε αργότερα από την Ακαδημία Αθηνών μαζί με τους σεισμολόγους Αθανάσιο Γκανά και Σπύρο Παυλίδη για την καλύτερη μελέτη του σεισμού.

«Θα έβγαινα στις τρεις το μεσημέρι. Στις τρεις παρά τέταρτο γίνεται ο φοβερός αυτός σεισμός. Οπως καταλαβαίνετε η εκπομπή δεν έγινε ποτέ. Εφυγα για το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο όπου βρήκα τους συναδέλφους μου προβληματισμένους. Η προκαταρκτική λύση έδινε το επίκεντρο στον Ασπρόπυργο. Επειδή γνωρίζαμε ότι αυτό έχει κάποια αβεβαιότητα και καταλαβαίναμε ότι το να πούμε κάτι τέτοιο θα είχε κοινωνικές συνέπειες, σκέφτηκα εκείνη την στιγμή να ανακοινώσουμε το επίκεντρο στις νότιες παρυφές της Πάρνηθας. Ετσι βαφτίστηκε ‘‘ο Σεισμός της Πάρνηθας’’ και εγώ ήμουν ο νονός»!

Τα τέσσερα ρήγματα που απειλούν το Λεκανοπέδιο

Μπορεί το ρήγμα της Πάρνηθας να έχει, σύμφωνα με τους επιστήμονες, εξαντλήσει το σεισμικό του δυναμικό, όμως ο σεισμικός κίνδυνος για την Αττική παραμένει: Ακόμη και σήμερα, 20 χρόνια μετά τον μεγάλο σεισμό, δεν έχουμε πλήρη γνώση των ενεργών ρηγμάτων που βρίσκονται εντός ή πέριξ του Λεκανοπεδίου και το απειλούν.
«Η διερεύνησή τους έχει αρκετές δυσκολίες, λόγω της πυκνής δόμησης που καθιστά αδύνατη την πρόσβαση σε επιφανειακές εκδηλώσεις των ρηγμάτων, όμως είναι εφικτή μια εκτεταμένη μελέτη», λέει στα «ΝΕΑ» ο δρ Γεράσιμος Παπαδόπουλος, σεισμολόγος και επιστημονικός συνεργάτης της EE και της UNESCO. «Εκτός από την υπαίθρια παρατήρηση, η μελέτη μπορεί να βασιστεί στη μικροσεισμικότητα κάθε περιοχής, διότι αυτή είναι που μας δείχνει τις θέσεις των ενεργών ρηγμάτων, σε δορυφορικές εικόνες και στη χρήση πιο εξειδικευμένων τεχνολογιών. Κατά τη γνώμη μου είναι κάτι που πρέπει να γίνει και μάλιστα άμεσα. Εξάλλου, στη μητροπολιτική περιοχή της Αττικής έχουν συμβεί πολύ σημαντικοί σεισμοί τους τελευταίους δύο αιώνες».


Ποιες είναι, όμως, οι εν δυνάμει σεισμικές απειλές για το Λεκανοπέδιο;

Ανατολικός Κορινθιακός έως Νότιο Ευβοϊκό. Η περιοχή από τον Ανατολικό Κορινθιακό, προς τη Θήβα, τον Αυλώνα μέχρι τον Ωρωπό φιλοξενεί ένα σύστημα ρηγμάτων που έχουν δώσει πολύνεκρους σεισμούς μεγέθους 6 – 6,5 ρίχτερ το 1858 και το 1914. «Είναι μια μεγάλη ζώνη σαν δαχτυλίδι μήκους 60 χλμ. που περικυκλώνει την Αττική και συνιστά μόνιμη εστία κινδύνου», λέει ο κ. Παπαδόπουλος.

Ρήγματα Πεντέλης, Ραφήνας, Σπάτων. Είναι ρήγματα μέσα στην Αττική που έχουν εντοπιστεί σε παλαιότερες μελέτες, όμως κανείς δεν γνωρίζει το μήκος τους, το οποίο συνδέεται άμεσα με τη δυναμικότητά τους, δηλαδή με το μέγεθος του σεισμού που μπορούν να παραγάγουν.

Σαρωνικός. «Τα ρήγματα του Σαρωνικού Κόλπου προκαλούν σεισμούς ενδιαμέσου βάθους, δηλαδή με εστίες σε βάθη τουλάχιστον 50 – 60 χιλιομέτρων και με μέγεθος που μπορεί να είναι μεγαλύτερο των 6,5 ρίχτερ», λέει ο δρ. Παπαδόπουλος. Ενας τέτοιος σεισμός, με επίκεντρο κάτω από τον Ακροκόρινθο, σημειώθηκε τον Αύγουστο του 1962, έγινε πολύ αισθητός στην Αττική και προκάλεσε μικρές βλάβες. Δεν είναι γνωστό τι συνέπειες θα μπορούσε να επιφέρει η επανάληψη ενός τέτοιου φαινομένου σήμερα που το Λεκανοπέδιο είναι δομημένο με άλλου τύπου κατασκευές.

Αταλάντη. Βρίσκεται σε ευθεία απόσταση περίπου 130 χιλιομέτρων από την Αθήνα, όμως το 1894 έδωσε δύο σεισμικές δονήσεις, μεγέθους 6,7 και 6,4 Ρίχτερ, με διαφορά μιας εβδομάδας προκαλώντας βλάβες σε Αθήνα και Πειραιά. Θα πρέπει να μελετηθούν οι συνέπειες στο κτιριακό απόθεμα του Λεκανοπεδίου από ενδεχόμενο σεισμό στην Αταλάντη.