Η νέα ηλεκτρονική αλληλεξάρτηση
αναδημιουργεί τον κόσμο δίνοντάς του
την εικόνα ενός παγκόσμιου χωριού».

Μάρσαλ Μακ Λούαν

Στις μέρες μας, για έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων, το Instagram και όχι μόνο είναι ένας συνδυασμός προβολής, επίδειξης αλλά και ηδονοβλεπτικό εργαλείο που τροφοδοτείται από έναν συλλογικό φόβο πως είμαστε απόντες από κάτι σημαντικό που συμβαίνει, είτε πρόκειται για ένα υπέροχο πάρτι, είτε για μια μοναδική ευκαιρία αγοράς είτε για μια αξιοζήλευτη απόλαυση διακοπών. Ωστόσο, ο ίδιος συλλογισμός αποκτά άλλη βαρύτητα για τους γονείς που μοιράζονται φωτογραφίες των μικρών παιδιών τους στο Διαδίκτυο. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό κανονισμό 679/2016, σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης απαγορεύεται η χρήση των social media από παιδιά έως 13 ετών και από 13 έως 16 επιτρέπεται μόνο με τη συγκατάθεση των γονέων. Ωστόσο είναι πάμπολλοι οι γονείς που ανεβάζουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφίες των μικρών παιδιών τους, σχολιάζοντας με κομπορρημοσύνη τα ωραία τους ρούχα, τις «προχωρημένες» εκφράσεις ή συμπεριφορές τους, ενώ πολλοί σκηνοθετούν εικόνες οικογενειακής ευτυχίας για να τις δουν αναρίθμητοι «φίλοι», που πολλούς ούτε καν γνωρίζουν.

Αυτές οι σκόπιμα επιλεγμένες αναλαμπές μιας δήθεν ευδαιμονίας δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να σηματοδοτούν μια τεχνητή ανακούφιση μιας κατά τα άλλα επίπονης καθημερινότητας. Συχνά η πίεση της γονικής μέριμνας οδηγεί τους γονείς σε περίεργα μονοπάτια, ειδικά κατά την πρώιμη φάση των παιδιών τους. Κάποιοι χρειάζονται μια ομάδα για να μοιραστούν το ζήτημά τους, έχουν ανάγκη από μια «φυλή», ας πούμε τη «φυλή των γονέων». Η ανταλλαγή εικόνων ή ιστοριών στα κοινωνικά μέσα καθιστά τη γονεϊκή εμπειρία πιο παρηγορητική, συνδέοντάς τη με ένα μεγαλύτερο πλήθος, σε μια εποχή που οι πραγματικές κοινωνικές επαφές, οι πάλαι ποτέ παρέες, τα περιγράμματα της ζωής συρρικνώνονται, ή και δεν υπάρχουν. Εκείνο που συμβαίνει όταν ο αργός ρυθμός της γονικής ιδιότητας συναντά τους ιλιγγιώδεις ρυθμούς των κοινωνικών μέσων ενημέρωσης είναι το θέμα του βιβλίου «Sharenthood: Γιατί πρέπει να σκεφτούμε πριν μιλήσουμε για τα παιδιά μας online» της Leah Plunkett.

H Plunkett υποστηρίζει ότι το Sharenhood – λέξη πολύ δύσκολη να αποδοθεί μονολεκτικά στη μετάφραση, μια και συνδυάζει το share (μοιράζομαι) και το parenthood (γονικός ρόλος/ιδιότητα) – συμβαίνει κάθε φορά που ένας γονέας ή ένας ενήλικος υπεύθυνος για ένα παιδί μεταδίδει προσωπικές λεπτομέρειες γι’ αυτό μέσω της ψηφιακής οδού. Ορισμένες από αυτές τις δραστηριότητες απευθύνονται  ανοιχτά σε ένα κοινό, όπως η ανάρτηση φωτογραφιών του παιδιού στο Facebook ή το blogging για τα παιδιά. Αλλοι φαίνεται να το επιχειρούν σε πιο στενό «προσωπικό επίπεδο», αλλά και αυτοί καταλήγουν να μετατρέπουν το παιδί σε ένα σύνολο data, είτε μέσω εφαρμογών για τη γονιμότητα ή με καταλόγους επιθυμιών του Amazon, χρησιμοποιώντας κάμερα Nest ή φωτογραφίες αποθηκευμένες στo ICloud. Παρ’ όλο που αυτές οι πλατφόρμες δεν εκμεταλλεύονται (;) το υλικό, η Plunkett υποστηρίζει ότι «περιλαμβάνουν αποφάσεις από ενηλίκους που επιταχύνουν την είσοδο ενός παιδιού στην ψηφιακή ζωή». Οι μελέτες εκτιμούν ότι μέχρι το 2030, περίπου τα δύο τρίτα των περιπτώσεων απάτης στις ταυτότητες που θα επηρεάσουν τα σημερινά παιδιά θα απορρέουν από τη σημερινή δραστηριότητα των γονέων τους.

Σε ένα «φιλοσοφικό» επίπεδο, αυτή η ανταλλαγή εκθέτει τα παιδιά στον αχανή ψηφιακό κόσμο χωρίς τη συγκατάθεσή τους, «κλέβοντας» από αυτά μια μελλοντική υπηρεσία την οποία θα είχαν το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν ή όχι με δική τους επιλογή και ευθύνη, χωρίς να έχουν προηγουμένως υπάρξει σε αυτήν χωρίς τη βούλησή τους. Τα εκθέτει σε πλατφόρμες από τις οποίες θα μπορούσαν να έχουν αποχωρήσει και τους στερεί εντέλει την ελευθερία επιλογής να μη συμμετέχουν στα κοινωνικά μέσα μαζικής δικτύωσης. Οπως ισχυρίζεται η Plunkett, οι ενήλικοι συμμετέχουν επειδή ο κόσμος σήμερα «το καθιστά πολύ εύκολο να το κάνουν και ακόμη και το ενθαρρύνει». Και οι γονείς το κάνουν χωρίς να εξετάζουν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, με τις πιθανότητες τα προβλήματα να αυξάνονται προοδευτικά.

Αυτό τροφοδοτεί τη δεύτερη, πολύ σοβαρότερη ανησυχία της Plunkett. Το βασικό πρόβλημα με το ποστάρισμα των φωτογραφιών των παιδιών είναι στην ουσία ταυτόσημο με τα θέματα επιτήρησης και προστασίας της ιδιωτικής ζωής των ενηλίκων: η συμφωνία που έχουμε κάνει με αυτές τις υπηρεσίες είναι ότι παραδίδουμε τα δεδομένα που επιλέγουμε, να μη φανταστούμε τα χειρότερα σενάρια… Σε μια εποχή όπου το ιδιωτικό απόρρητο και η επιτήρηση των δεδομένων έχουν αναδειχθεί ως μείζονα θέματα, ποιες απρόβλεπτες συνέπειες θα μπορούσαν να προκύψουν στη διατήρηση αυτού που η Plunkett ορίζει ως «ψηφιακό φάκελο» – ειδικά τα στοιχεία και τα data που περιλαμβάνονται σε όλη τη διαδρομή πίσω στο καλοπροαίρετο Facebook post των γονέων, σε πολλές περιπτώσεις και από τη γέννηση ακόμη του παιδιού τους; Τι σημαίνει για την τρέχουσα και μελλοντική ευημερία ενός παιδιού όταν μετατρέπουμε με τις γνώσεις επεξεργασίας και editing που έχουμε την κλασική εικόνα σε εικονική πραγματικότητα που βραχυπρόθεσμα ή  μακροπρόθεσμα μπορεί να έχει επιπτώσεις στα παιδιά μας;

Εχουμε συνηθίσει στις περιπτώσεις όπου κάποιος στη δημόσια σφαίρα ζητεί συγγνώμη για ένα ηλίθιο tweet που έκανε στην εφηβική του ηλικία. Τι θα συμβεί εάν το χρονικό πλαίσιο μεγεθυνθεί ακόμη περισσότερο; Θα μπορούσαν τα σχόλια των γονέων για τα παιδιά να παράγουν αποτελέσματα σε πραγματικό επίπεδο, όσον αφορά αφορμές για εκφοβισμό, την επαγγελματική τους φήμη ή μελλοντικές προοπτικές; Μήπως το γεγονός ότι τα παιδιά υπάρχουν ήδη ως διαδικτυακές οντότητες επηρεάζει την ικανότητά τους να αναπτύξουν τη δική τους αίσθηση του εαυτού; Και πόσο ψυχοτρόπος μπορεί να γίνει για ένα παιδί ή για έναν έφηβο στην εξελικτική του πορεία η εξιδανικευμένη εικόνα του εαυτού του όταν αποκαλύπτει πόσο απέχει η εικόνα αυτή από την πραγματικότητα;

H κοινή χρήση online είναι τόσο πανταχού παρούσα, που πολλοί γονείς δεν συνειδητοποιούν καν ότι συμβαίνει. Τώρα, που μπορούμε να μοιραστούμε λεπτομέρειες σχετικά με τη ζωή μας και, κατ’ επέκταση, τη ζωή των παιδιών μας, με συσκευές που κρατάμε στα χέρια μας, φοράμε στο σώμα μας και βάζουμε στα σπίτια μας, έχουμε ξεχάσει ότι ανοίγουμε την πόρτα όχι μόνο σε φίλους αλλά και σε ξένους, εταιρείες και πάσης φύσεως εξουσίες. Τους επιτρέπουμε πρόσβαση ακόμη και στους πιο οικείους χώρους μας: όταν παίζουμε με τα παιδιά μας, ανοίγουμε το ψυγείο ή αναπνέουμε. Ανεπαισθήτως, δεν αποφασίζουμε να μπούμε πλέον online, είμαστε online.

Η τεχνολογική εξέλιξη δεν αντιστρέφεται. Καθώς ο μικρόκοσμός μας εκτίθεται στο ηλεκτρονικό σύμπαν, η ανυπέρβλητη δύναμη της εικόνας χρησιμοποιείται είτε για καλό είτε για κακό. Είναι ανάγκη οι γονείς να μάθουμε όσα δεν γνωρίζουμε για τις απεριόριστες δυνατότητες και τους κίνδυνους των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης για να προστατεύσουμε την ιδιωτικότητα και κατ’ επέκταση την υπόσταση και την αυθυπαρξία τους μέσα από την αλήθεια.

Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.