Καθιερωμένη από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος ως ημερομηνία εορτασμού του αγώνα για την απελευθέρωση, η 25η Μαρτίου εφέτος αποκτά μια νέα, απρόσμενη βαρύτητα, καθώς η Ελλάδα, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, αγωνίζεται για να ξεπεράσει μια από τις μεγαλύτερες απειλές των τελευταίων δεκαετιών, τον κορωνοϊό. Γιατί, αν την κοιτάξουμε πέρα και έξω από τα σύνορα που περικλείουν μια εθνική επέτειο, στην οικουμενική σημασία της μιλάει για τη συστράτευση όλων σε έναν κοινό, ιερό σκοπό: την προάσπιση της ελευθερίας μας, του δικαιώματός μας σε μια κοινωνία προοπτικής και ελπίδας. Η Εθνική Παλιγγενεσία που με την ιστορική σημασία της αναφέρεται στη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821, μιλάει τώρα στις καρδιές μας και με τη συμβολική σημασία της, ως ανάσταση, αναγέννηση, αρχή μιας νέας ζωής.

Χωρίς εκδηλώσεις θα τιμήσουμε εφέτος την εθνική επέτειο. Ας ελπίσουμε πως ο εορτασμός που αναβάλλεται λόγω ανωτέρας βίας θα γίνει με τη λαμπρότητα και την ποιότητα που του αρμόζουν του χρόνου, οπότε έχουν προγραμματιστεί να εορτασθούν τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Και με την ψυχραιμία που του αρμόζει, γιατί παραμένουμε λαός θερμόαιμος που δύσκολα συναντιέται ακόμα και στα εθνικά σταυροδρόμια. Βεβαίως, «μπορεί να έχουμε μνήμες χωριστές, ζωές διαφορετικές και όνειρα αλλιώτικα, όμως εμείς όλοι είμαστε η Ελλάδα», όπως τόνισε η πρόεδρος της Επιτροπής «Ελλάδα 2021» Γιάννα Αγγελοπούλου με αφορμή την παρουσίαση του (πολυσυζητημένου) σήματος της Επιτροπής, τη γαλανόλευκη κορδέλα που σχηματίζει τον αριθμό 21. Ετσι, χωρίς να έχουμε την ανάγκη παρελάσεων και σχολικών σκετς για να θυμηθούμε, επιστρέφουμε για λίγο στον εξαθλιωμένο εκείνο τόπο που πριν από 200 χρόνια ξεκίνησε τον αγώνα για να συγκροτηθεί ως χώρα. Για να πραγματοποιήσουμε μια μικρή ιστορική βόλτα, χρήσιμη για κάθε σύγχρονο Ελληνα (όχι απαραιτήτως εκ καταγωγής, αλλά κυρίως λόγω αγωγής) που θέλει να γνωρίσει, έστω να αρχίσει να ανιχνεύει τον εαυτό του, ξεκινώντας από τις ρίζες του, από τις ρίζες του έθνους.

Το βλέμμα του περιηγητή

«Οι ταξιδιώτες που αρκούνται να διατρέχουν μόνο την πολιτισμένη Ευρώπη είναι πολύ ευτυχείς» γράφει ο Σατωβριάνδος στο «Oδοιπορικό του 1806» (εκδόσεις Μεταίχμιο) και εξηγεί: «Δεν πηγαίνουν σε χώρες διάσημες άλλοτε, όπου η καρδιά μαραίνεται σε κάθε βήμα, όπου τα ζωντανά ερείπια αποσπούν κάθε στιγμή την προσοχή τους, ερείπια από μάρμαρο ή από πέτρα. Μάταια στην Ελλάδα θέλεις να αφεθείς στις ψευδαισθήσεις: η θλιβερή πραγματικότητα σας ακολουθεί. Καλύβες από ξερή λάσπη περισσότερο κατάλληλες για καταφύγιο ζώων παρά ανθρώπων – γυναίκες και παιδιά με κουρέλια που φεύγουν μακριά όταν πλησιάζει ξένος και γενίτσαρος – οι κατσίκες, τρομαγμένες και αυτές σκορπίζουν στο βουνό, και μένουν μοναχά τα σκυλιά να σας υποδεχτούν αλυχτώντας: ιδού το θέαμα που σας αποσπά από τη σαγήνη των αναμνήσεων». Ιδού η θλιβερή, υποταγμένη και εξαθλιωμένη Ελλάδα που είδε ο γάλλος συγγραφέας, πολιτικός και φιλέλληνας, λίγα χρόνια προτού ξεσπάσει η Επανάσταση. Και δεν είναι ο μόνος που την είχε περιγράψει με τόσο μελανά χρώματα και με τέτοιον πόνο ψυχής.

Ανάμεσα στους πολλούς Ευρωπαίους που αναζητώντας την περιπέτεια την επισκέφθηκαν, ο τελευταίος ευρωπαίος περιηγητής της προεπαναστατικής περιόδου, ο Αγγλος Τζον Φούλερ, έφτασε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1818 και με διάφορα διαλείμματα έμεινε έως και την άνοιξη του 1821 για να ζήσει την αρχή της Επανάστασης. «Την ημέρα επικρατούσε φασαρία και σύγχυση» γράφει αναφερόμενος στην ταραγμένη εκείνη εποχή: «Και τη νύχτα η καθιερωμένη ησυχία των τουρκοπόλεων ταραζόταν από τις κραυγές των φρουρών, τα στριγκλίσματα των γυναικών και τη φωνή του ιμάμη που τα μεσάνυχτα διάβαζε το Κοράνι στον Παρθενώνα ενώ οι Τούρκοι απαντούσαν εν χορώ «Αλλάχ ιλλάχ»» (…). Στο μεταξύ, μόλο που από την κορυφή του Αρείου Πάγου διακρίνονταν οι σημαίες με τον σταυρό να κυματίζουν στο Μενίδι, δεν υπήρχε καμία πληροφορία για τη δύναμη και τα σχέδια των επαναστατών. Και είχε καταντήσει χωρατό η καθημερινή μας ερώτηση: «Πότε θα ‘ρθούν τα παλικάρια;». Ετσι που αρχίσαμε ν’ αμφιβάλλουμε αν οι επαναστάτες σκόπευαν πραγματικά να επιτεθούν». Αυτό, ως τα ξημερώματα της 7ης Μαΐου 1821, οπότε ο Φούλερ ξύπνησε από πυροβολισμούς και κραυγές που διαρκώς πλησίαζαν: «Πέντε λεπτά αργότερα είδα να ξεχύνονται στον δρόμο, κάτω από το παράθυρό μου, ένα πλήθος αντάρτες με άγρια θωριά αρματωμένοι με κάθε λογής όπλα» («Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», εκδόσεις Πιρόγα). Η Επανάσταση είχε φτάσει και στη μικρή και ασήμαντη τότε Αθήνα.

Βεβαίως, έως τη στιγμή που ο περιηγητής είδε τους επαναστάτες έξω από το παράθυρο του αθηναϊκού καταλύματός του είχαν μεταξύ άλλων προηγηθεί η αποβίβαση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Μάνη (6 Ιανουαρίου 1821), η επαναστατική προκήρυξη «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», που κυκλοφόρησε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στις 24 Φεβρουαρίου 1821 στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, η συγκρότηση του Ιερού Λόχου, η απελευθέρωση της Καλαμάτας στις 23 Μαρτίου, η κήρυξη της Επανάστασης στη Ρούμελη, στις Σπέτσες, στα Ψαρά και αλλού, η κατάληψη από τους Ελληνες του φρουρίου των Σαλώνων (της σημερινής Αμφισσας), του πρώτου κάστρου που απελευθερώθηκε, ο μαρτυρικός θάνατος του Αθανασίου Διάκου μετά τη Μάχη της Αλαμάνας, και δεκάδες άλλα δραματικά γεγονότα, η ακριβής απαρίθμηση και αξιολόγηση των οποίων είναι έργο των ιστορικών.

 

Αναστοχασμός και εθνική αυτογνωσία

Για εμάς, τους πολίτες που δεν μπορούν παρά να ενδιαφέρονται για την ιστορία της πατρίδας τους, η Ελληνική Επανάσταση του 1821 είναι ένα μεγάλο επιμέρους κεφάλαιο της μακραίωνης πορείας του ελληνικού έθνους, στο οποίο έχει πάντα ενδιαφέρον να επιστρέφουμε μέσα από τα δεκάδες βιβλία που έχουν γραφεί και εξακολουθούν να γράφονται − και δεν αναφερόμαστε βεβαίως στα όχι επαρκή σχολικά εγχειρίδια αλλά στις μελέτες των ιστορικών. Η δράση των ηρώων της (του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, του Βελεστινλή, του Παπαφλέσσα, του Κανάρη, του Μιαούλη, του Ανδρούτσου, του Μακρυγιάννη και τόσων άλλων), η προσφορά της ναυτοσύνης (με τους πλοιοκτήτες της Υδρας, των Σπετσών και όχι μόνο να χαρίζουν περιουσίες ολόκληρες στον Αγώνα), η συμμετοχή σπουδαίων γυναικών όπως η Μαντώ Μαυρογένους και η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, το παγκόσμιο κίνημα του φιλελληνισμού, η καθοριστική συμβολή της Φιλικής Εταιρείας με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Υψηλάντη κ.λπ. δεν είναι απλώς ιστορίες που προκαλούν εύκολα εθνική ανάταση και που ενισχύουν το εθνικό φρόνημα (αναγκαίος ο σαφής διαχωρισμός εθνικού και εθνικιστικού φρονήματος): Είναι μία δεξαμενή γνώσης από την οποία, αν τη χρησιμοποιήσουμε σωστά, ερευνώντας και αναζητώντας την αλήθεια (ακόμα και αν ορισμένες φορές έχει γεύση πικρή), απαλλαγμένοι από ιδεοληψίες, θα αντλήσουμε το υλικό για τον απαραίτητο αναστοχασμό για την Ελλάδα τού σήμερα. Και ο εορτασμός της επετείου, κάθε χρόνο αλλά και στις εκδηλώσεις των 200 ετών, ακριβώς έναν χρόνο από σήμερα, είναι μια «σημαντική ευκαιρία τολμηρού απολογισμού αλλά και ζωογόνου περίσκεψης. Αναστοχασμού και εθνικής αυτογνωσίας», όπως είπε σε πρόσφατη ομιλία του ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, προσθέτοντας: «Πρόκειται, θα έλεγα, για μια επαναγνωριμία με τον συλλογικό μας εαυτό. Που θα προσφέρει στην Ελλάδα μια σημαντική ευκαιρία να ανασυνταχθεί εσωτερικά και να επανασυστηθεί, με τη σύγχρονη ταυτότητά της, στην Ευρώπη και στον κόσμο».