Ευτυχώς αποφύγαμε τα χειρότερα. Παρ’ όλο που τα πιο απαισιόδοξα σενάρια έκαναν λόγο για ένα καλοκαίρι χωρίς πολιτιστικές εκδηλώσεις, η εξέλιξη της πανδημίας θα μας επιτρέψει τελικά να χαρούμε, περιορισμένα και τηρώντας τις απαραίτητες αποστάσεις, μουσική και θέατρο σε διάφορους ανοιχτούς χώρους.

Το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου θα κάνει πρεμιέρα επισήμως στις 15 Ιουλίου με ένα αφιέρωμα στο έργο του Θάνου Μικρούτσικου στο Ηρώδειο και στο πλαίσιο του σημαντικού θεσμού δόθηκε το πράσινο φως να παρουσιαστούν τρεις θεατρικές παραγωγές στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.

Δύο από αυτές τις υπογράφει το Εθνικό Θέατρο. Οι «Πέρσες» του Αισχύλου (σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη και με πρωταγωνιστές τη Λύδια Κονιόρδου, τον Νίκο Καραθάνο και τον Αργύρη Ξάφη) θα παιχτούν στις 24, 25 και 26 Ιουλίου, ενώ η «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη (σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, με πρωταγωνίστριες τη Βίκυ Σταυροπούλου και τη Στεφάνια Γουλιώτη) θα ψυχαγωγήσει το (ολιγάριθμο λόγω συνθηκών) κοινό στις 31 Ιουλίου και τις δύο πρώτες βραδιές του Αυγούστου.

«Πέρσες» και πολιτική

Η σημαντική πρωταγωνίστρια και πεπειραμένη τραγωδός Λυδία Κονιόρδου είπε στο ΒΗΜΑgazino πως «όταν μου έγινε η πρόταση να παίξω στους «Πέρσες», η χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη, κατ’ αρχάς γιατί επέστρεφα στο Εθνικό Θέατρο, το θέατρο που το θεωρώ σπίτι μου, πόσω μάλλον που αυτό θα συνέβαινε με ένα εμβληματικό έργο, το οποίο θεωρώ θεμέλιο του αρχαίου θεάτρου και έχω ασχοληθεί διεξοδικά μαζί του. Με όλα αυτά που συνέβησαν στην πορεία, με τη σκέψη ότι έμειναν εκτός δουλειάς πολλοί συνάδελφοι, μου δημιουργήθηκε μια γλυκόπικρη αίσθηση διότι τους συναισθάνομαι. Θα μπορούσα να βρίσκομαι κι εγώ στη θέση τους. Βεβαίως θα πραγματοποιηθούν επιλεκτικά κάποιες εκδηλώσεις σε θέατρα ή αρχαιολογικούς χώρους, αλλά αυτές δεν παρέχουν ασφάλεια σε αυτό το ούτως ή άλλως ανασφαλές επάγγελμα, που αυτή τη στιγμή έχει τιναχτεί στον αέρα. Στη δουλειά μας, ξέρετε, και λόγω συνθηκών αλλά και από παράδοση, ισχύει ακόμη ο λόγος τιμής. Αν έχεις δεσμευτεί ότι θα είσαι σε μια δουλειά, δεν αθετείς τη συμφωνία. Ισχύει φυσικά και το αντίστροφο από την πλευρά του εργοδότη. Δεν υπάρχουν συμβόλαια τη στιγμή που κλείνεις μια δουλειά. Εξ ου και μου φαίνεται άδικη η μη ένταξη κάποιων εργαζομένων στα μέτρα στήριξης με τη δικαιολογία ότι δεν υπήρχαν χαρτιά. Θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν οι ανακοινώσεις, τα δελτία Τύπου και άλλες βεβαιώσεις. Ειδικά από τη στιγμή που δεν ξέρουμε τι θα γίνει τη χειμερινή σεζόν. Είναι όλα στον αέρα και πάνω στην ήδη υπάρχουσα ανασφάλεια προστίθεται μία επιπλέον. Χάρηκα που μπόρεσα να συνεισφέρω ως υπουργός επαναφέροντας τις επιχορηγήσεις και με κωδικό αυτή τη φορά, αλλά αν δεν υπάρχει η δυνατότητα να πραγματοποιηθούν παραστάσεις, και αυτό ακόμα είναι δώρον άδωρον».

Το μέλλον της θεατρικής τέχνης την προβληματίζει. «Το μέλλον του θεάτρου ως ιδέα, ως ενέργεια, ως ανθρώπινη ανάγκη δεν κινδυνεύει. Είναι σαν το οξυγόνο που αναπνέουμε. Οι παραστασιακές τέχνες, το εδώ και τώρα, σε κάνουν μάρτυρα ενός μοναδικού γεγονότος που δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδιο. Τα πιο σημαντικά πράγματα στην τέχνη είναι αυτά που δεν μπορούν να ειπωθούν κι αυτό μόνο στη ζωντανή εκτέλεση βιώνεται. Η μεγάλη αξία και ουσία της τέχνης του θεάτρου, αυτό που είναι συγκλονιστικό, έγκειται σε ό,τι κρύβεται ανάμεσα και κάτω από τις λέξεις. Μόνο με τη ζωντανή επικοινωνία μοιράζεται αυτό. Πολύς κόσμος νομίζει ότι ο ηθοποιός λέει απλώς τα λόγια, αλλά αυτό μπορεί να το κάνει κι ένα παιδί, η δυσκολία είναι να σημαίνεις – χωρίς να περιγράφεις, να δείχνεις και να πληροφορείς –
αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί. Αυτό το λέει και ο Βιτγκενστάιν. Πιστεύω ότι ο κόσμος θα επανέρχεται στο θέατρο και αυτή η τέχνη δεν θα πεθάνει. Τα ίδια έλεγαν και όταν εφευρέθηκαν το σινεμά και η τηλεόραση και δεν ήρθε το τέλος. Είναι ευθύνη της πολιτείας να μην επικρατήσει μια νεοφιλελεύθερη λογική του τύπου «όποιος μπορεί να επιβιώσει μόνος του ας επιβιώσει». Αυτό είναι ασύμβατο με το υγιές ρίσκο που οφείλει να παίρνει ένας γνήσιος καλλιτέχνης. Η δέσμευση να αρέσεις στον κόσμο για να γεμίσεις το ταμείο είναι το τέλος και ο θάνατος της τέχνης. Η τέχνη συνδέεται άρρηκτα με μια επικινδυνότητα, ακολουθείς την ψυχή σου και εκφράζεις αυτό που πιστεύεις ότι πρέπει να ακουστεί. Δεν μπορούν να εκλείψουν οι καλλιτέχνες που θα φέρουν τη νέα εποχή στο θέατρο επειδή δεν γεμίζουν με θεατές τις αίθουσες. Χρειάζεται στήριξη από την πολιτεία. Αυτό που παρατηρώ είναι ότι στις δύσκολες στιγμές ο πολιτισμός μπαίνει τελευταίος ως προτεραιότητα ενώ θα έπρεπε να είναι πρώτος. Σε στιγμές κρίσης, σε στιγμές που ανατοποθετούμαστε και προσπαθούμε να αποφασίσουμε πού θέλουμε να πάμε, ο πολιτισμός είναι η πυξίδα. Χωρίς πυξίδα χάνεσαι και γίνεσαι ευάλωτος στους διάφορους κινδύνους και στη χειραγώγηση. Ακούγονται ίσως ονειροπόλα, αφελή και ανεδαφικά αυτά που λέω, θεωρώ ωστόσο ότι οι δύο τομείς στους οποίους θα πρέπει να δοθεί βαρύτητα από εδώ και πέρα είναι ο πολιτισμός, που είναι η πυξίδα μας, και το περιβάλλον, που είναι η ίδια μας η ζωή. Αλλιώς θα είμαστε απλώς καύσιμη ύλη, αναλώσιμα υλικά στη μηχανή που καταβροχθίζει ψυχές με σκοπό το κέρδος».

Η ίδια έχει ασχοληθεί επισταμένα με τους «Πέρσες» στο παρελθόν. Πριν από 12 χρόνια, μάλιστα, είχε σκηνοθετήσει το έργο. «Ο Αισχύλος παρουσιάζει την ήττα από την οπτική γωνία των Περσών, των ηττημένων. Και αποκαλύπτει τις αιτίες της ήττας μιας τόσο μεγάλης υπερδύναμης με αφάνταστο πλούτο, η οποία νικήθηκε από μια χούφτα ανθρώπων μιας μικρής, φτωχής χώρας. Κυρίαρχη αιτία είναι η αλαζονεία της μεγάλης δύναμης, η οποία υποτιμά τον αντίπαλο, δεν εκτιμά τις αρετές του και έτσι φτάνει στην αρχή του τέλους της. Ο Αισχύλος πιθανώς προειδοποιεί τους Αθηναίους να μην επαναλάβουν το λάθος των Περσών, παρ’ όλο που φυσικά υμνεί τη μεγάλη νίκη και τις αξίες των Αθηναίων που οδήγησαν σε αυτή, την υπεράσπιση της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της πατρίδας» επισημαίνει. Οσον αφορά τον δικό της ρόλο: «Στη συγκεκριμένη προσέγγιση του Δημήτρη Λιγνάδη η Ατοσσα είναι ολόκληρη η Ασία, εκπροσωπεί την αυτοκρατορία. Αυτό βέβαια είναι δύσκολο να παιχτεί. Η διαφορά στο πώς την προσεγγίζω τώρα είναι ο εμπλουτισμός της εμπειρίας μου μέσα από τη θητεία μου στο υπουργείο Πολιτισμού, όπου πέρασα από τους διαδρόμους της εξουσίας. Μη ούσα πολιτικό πρόσωπο και μην έχοντας προσωπικές φιλοδοξίες, μπορούσα να παρατηρώ, να μελετώ και τις συμπεριφορές και τον τρόπο του σκέπτεσθαι και τις νοοτροπίες και την αφανή πολυεπίπεδη σκέψη που χαρακτηρίζει την πολιτική».

Στον θίασο των «Περσών» συναντάμε και τον Αργύρη Πανταζάρα. Ο νεαρός ηθοποιός, που έχει ξεχωρίσει τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό θέατρο, έγινε πιο ευρέως αναγνωρίσιμος εφέτος χάρη στη συμμετοχή του στην τηλεοπτική σειρά «Το κόκκινο ποτάμι», ενώ συμμετέχει και στη μικρού μήκους ταινία «Motorway65» της Εύης Καλογηροπούλου, η οποία επιλέχθηκε από το Φεστιβάλ των Καννών για το Διαγωνιστικό Τμήμα του και θα διεκδικήσει, κορωνοϊού επιτρέποντος, τον Χρυσό Φοίνικα το φθινόπωρο. «Υπάρχει αίσθημα ευθύνης και απόλυτη συνείδηση της κατάστασης. Δεν έχει περάσει πρόβα χωρίς να σκεφτώ όχι μόνο την παράστασή μας, αλλά και τις παραστάσεις που δεν θα γίνουν» δηλώνει. «Είμαστε συνεργάτες ακόμα και με όσους δεν είναι στον δικό μας θίασο, έχω φίλους και αγαπημένους καλλιτέχνες οι οποίοι βρίσκονται εκτός και δεν ξέρουμε για πόσο. Δεν ξεχνάω λεπτό πόσο τυχερός είμαι που εφέτος βρίσκομαι στο Εθνικό, έναν οργανισμό που δεν μπορεί να κλείσει την πόρτα του πολιτισμού, ακόμα και με άδειο θέατρο. Είμαι επίσης ευγνώμων που μου επιτρέπεται να συναντιέμαι με προσωπικά στοιχήματα, καθώς και με ανθρώπους που έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην πορεία μου. Είναι η έκτη φορά που θα παίξω στην Επίδαυρο. Είναι η αγάπη μου, το πάθος μου, το τάμα μου. Οσο υπάρχουμε, το θέατρο δεν κινδυνεύει. Οσο ζει ο άνθρωπος, οι προσευχές θα συνεχίζουν. Το θέατρο είναι μια προσευχή. Μια επίκληση. Αυτή την παράσταση την κάνουμε για όλους. Οπως κάθε παράσταση. Οταν δίνεις το «παρών», το δίνεις και για αυτούς που λείπουν».

Την Επίδαυρο ο Πανταζάρας δεν την έχει συνδέσει ωστόσο μόνο με το θέατρο, αλλά και με «τη βόλτα στον ναό του Ασκληπιού, στο στάδιο, στον Θόλο, στο άβατον, στα προπύλαια. Παντού στον αρχαιολογικό χώρο. Αλλά και στο ιερό του Απόλλωνα πάνω στο βουνό, που δεν είναι ανοιχτό για το κοινό. Αυτόν τον περίπατο κάνω ξανά και ξανά. Είναι ένας φιλόξενος χώρος, έτοιμος να σου φανερωθεί, απλώς πρέπει κι εσύ να του ανοιχτείς. Εχω ζήσει εκπλήξεις, έρωτες και φιλίες αχώριστες. Βόλτες με ποδήλατα τα απογεύματα, τα βράδια, χαρές, γέλια, δουλειά, σιωπές το ξημέρωμα στο αρχαίο θέατρο. Εχω επίσης μέσα στην καρδιά μου τη συγκινητική φροντίδα από όλη την οικογένεια Ζαφειρίου στο Λυγουριό». Για την τωρινή προετοιμασία του ο βολιώτης καλλιτέχνης έφτασε μέχρι στη Σαλαμίνα. «Οπου και να πας, αν δεν κάνεις το ταξίδι μέσα σου, δεν φτάνεις πουθενά. Πήγα στη Σαλαμίνα γιατί είναι το λιγότερο που μπορούσα να κάνω. Πήγα να σκεφτώ ή να ξεχαστώ. Πήγα να καώ από τον ήλιο που καίει αιώνες από πάνω μας. Πήγα να ακούσω τη θάλασσα. Πήγα να δω αυτά που λέω στο κείμενο. Οπου και να κάνω πρόβα, προσπαθώ να αφουγκραστώ κάτι. Ο,τι κάνουμε οι ηθοποιοί το κάνουμε για να πείσουμε τον εαυτό μας. Δημιουργούμε κάθε φορά μια καινούργια διαδρομή μελέτης. Για εμένα αυτό δεν είναι μέθοδος, είναι προσωπική περιέργεια και καθήκον. Στον ρόλο μου, τον Αγγελο, αγαπώ την ιδιότητά του. Είναι μια μηχανή λόγου, εικόνων, βιωμάτων και ποίησης. Αποτελεί κάτι σαν μεταπτυχιακό για τον ηθοποιό. Επίσης, είναι ένας επιζών».

Στην ερώτηση αν κατά το lockdown στράφηκε στην τέχνη για να βρει καταφύγιο απαντά ως εξής: «Ολοι ψάχναμε για καταφύγια. Στους γιατρούς, στις ειδήσεις, στα σουπερμάρκετ, στα νοσοκομεία, στο φαγητό, στη γυμναστική, στους έρημους δρόμους. Ομως το καταφύγιο ήμασταν εμείς οι ίδιοι. Οταν ο κόσμος δεν είναι καλά, δεν νομίζω ότι το πρώτο πράγμα που σκέφτεται είναι να διαβάσει θέατρο ή να δει μια οπέρα. Οχι. Το δικό μου καταφύγιο ήταν ο προσωπικός μου χώρος και οι άνθρωποι με τους οποίους είμαι συνδεδεμένος. Οταν ξέρω ότι κινδυνεύω εγώ ή ο διπλανός μου, με συγχωρείτε, αλλά δεν πιάνω το μολύβι μου να ζωγραφίσω, ούτε διαβάζω Σαίξπηρ. Αυτό που θέλω είναι να τρέξω δίπλα στον άνθρωπό μου και να βοηθήσω όπως μπορώ, ακόμα και να αγγίξω για λίγο την καρδιά του». Οσον αφορά το μήνυμα που θα ήθελε να εκπέμπει ο τρόπος με τον οποίο έχει εξελιχθεί καλλιτεχνικά μέχρι σήμερα, είναι «πως ό,τι κάνω το κάνω μέσα από μεγάλη αγάπη και πάθος για τον άνθρωπο. Οτι η αξιοπρέπεια και η ευαισθησία για εμένα είναι πάνω από οποιαδήποτε παράσταση, ρόλους και αμοιβές. Οτι ξέρω να αρχίζω πάντα από την αρχή ξανά και ξανά, και κυρίως ότι έχω ματώσει για να γίνω καλλιτέχνης και ματώνω συνεχώς για να παραμείνω».

«Λυσιστράτη» και Support Art Workers

Ο Νίκος Ψαρράς, γνωστός ηθοποιός, με περγαμηνές και μακρά πορεία στο πεδίο της υποκριτικής – αυτές τις ημέρες μάλιστα εμφανίζεται στην τηλεόραση στις «Αγριες μέλισσες» -, συμμετέχει στη «Λυσιστράτη»: «Η χαρά είναι μεγάλη, γιατί έστω και με τρεις παραγωγές θα πραγματοποιηθεί το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Βεβαίως, δεν μπορώ να μη σκεφτώ την ανεργία που υπάρχει, τους συναδέλφους που θα εργάζονταν το καλοκαίρι και έχουν μείνει άνεργοι, καθώς επίσης και την αβεβαιότητα που αφορά το μέλλον του θεάτρου. Ο χειμώνας που έρχεται μοιάζει δυσοίωνος, παρ’ όλο που όλοι ελπίζουμε ότι αυτό θα αλλάξει, ότι οι θεατές θα νιώσουν ασφαλείς και τα θέατρα θα γεμίσουν κόσμο». Για εκείνον «η «Λυσιστράτη» μιλάει για την ειρήνη, για τη συμφιλίωση, για την ικανότητα να δέχεσαι την ήττα, να συγχωρείς τους εχθρούς και να συνεχίζεις να ελπίζεις. Το 411 π.Χ. που γράφτηκε το έργο η Αθήνα ήταν αποδεκατισμένη και νικημένη από τον πόλεμο και τον λοιμό. Μέσα σε αυτή την καταστροφή γράφτηκε ένα τόσο αισιόδοξο έργο, τι πιο όμορφο; Η επικαιρότητα του έργου έχει βεβαίως να κάνει με το ότι οι άνθρωποι επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη. Αν είχαμε κατά νου το παρελθόν, θα είχαμε σίγουρα ένα καλύτερο μέλλον». Το πρώτο ανέβασμα του έργου που έχει δει «ήταν στο Ηρώδειο σε σκηνοθεσία Πίτερ Χολ. Θυμάμαι ακόμη τις μάσκες και κυρίως το πώς αντιμετώπιζαν οι άγγλοι ηθοποιοί ένα ελληνικό έργο. Το θυμάμαι σαν όνειρο».

Την Επίδαυρο την έχει φάει με το κουτάλι. «Κάθε φορά που βρίσκομαι εκεί είναι για εμένα μια εμπειρία πρωτόγνωρη. Η πρώτη βεβαίως ανάμνηση έρχεται από την «Αντιγόνη» του Βολανάκη το 1995, όπου ήμουν στον Χορό και έπαιζα σε διπλή διανομή τον Αίμονα. Αλλά βεβαίως και η «Μήδεια» του Ανατόλι Βασίλιεφ, όπου οι αντιδράσεις των θεατών με ανάγκασαν να πω «έλεος». Στο θέατρο, όταν δεν σου αρέσει κάτι, το σχολιάζεις μετά. Αν δεν σου αρέσει ένας πίνακας, δεν τον σκίζεις. Αλλά και ως θεατής, την αμέσως επόμενη χρονιά, στους «Πέρσες» του Ντίμιτερ Γκότσεφ, αισθάνθηκα ντροπή γιατί, βλέποντας μια σπουδαία παράσταση, άκουγα ανθρώπους να ουρλιάζουν «αίσχος». Ευτυχώς ως ανθρώπινα όντα θυμόμαστε κυρίως τα θετικά και η Επίδαυρος είναι μια μοναδική εμπειρία, είτε είσαι στην ορχήστρα είτε στο κοίλον». Οσον αφορά την καραντίνα: «Η περίοδος αυτή θα μείνει χαραγμένη στο μυαλό όλων μας. Ο πρωτόγνωρος εγκλεισμός, η αβεβαιότητα για το τι έπεται μας είχε παραλύσει όλους. Δεν ήταν η τέχνη το βασικό καταφύγιό μου, αλλά η οικογένειά μου. Αν ξαναγύριζα το ρολόι πίσω, θα απολάμβανα περισσότερο αυτόν τον χρόνο με τον γιο και τη γυναίκα μου χωρίς την αγωνία της επόμενης μέρας».

Η ταλαντούχα και ανερχόμενη ηθοποιός Νεφέλη Μαϊστράλη θα παίξει κι αυτή στη «Λυσιστράτη». «Νιώθω παράξενα. Πέρασα από διάφορα στάδια. Ενθουσιασμό όταν έμαθα ότι θα είμαι μέρος του θιάσου, αμηχανία λίγο μετά, όταν ξεκίνησε η καραντίνα, φόβο όταν άρχισε να φαίνεται η διάρκειά της, απελπισία όταν συζητούνταν η ακύρωση όλων των παραστάσεων, αγωνία όταν άρχισε η κουβέντα για άνοιγμα ορισμένων υπό προϋποθέσεις και απίθανη χαρά όταν τελικά δόθηκε το πράσινο φως και ξεκινήσαμε πρόβες. Ολα μεγεθυσμένα, λόγω της πρωτοφανούς συνθήκης» εξηγεί. «Αυτό που συνεχίζω να αισθάνομαι είναι απίθανη χαρά που ετοιμαζόμαστε για την πρεμιέρα μας και αμηχανία γιατί είναι ένα καλοκαίρι δύσκολο για πολλούς, ειδικά για τους ανθρώπους της τέχνης. Δεν ανησυχώ για το ίδιο το θέατρο, γιατί έχει περάσει πολλά και δείχνει να αντέχει. Πάντα θα θέλουμε να ακούμε ιστορίες και να ονειρευόμαστε μαζί με τους άλλους. Είναι στη φύση μας. Για τους ανθρώπους που κάνουν θέατρο τώρα ανησυχώ. Ακόμη και μία ή δύο σεζόν εκτός δουλειάς μπορούν να οδηγήσουν πολλούς στην ανέχεια και να μην τους επιτρέψουν να συνεχίσουν τον δρόμο τους. Αυτό είναι που εύχομαι να αποφευχθεί. Να αντέξουμε και να βρούμε τρόπους να υπάρχουμε με αξιοπρέπεια, παρά τις νέες συνθήκες. Ελπίζω σύντομα να ανακτήσουμε τους ρυθμούς μας».

Στην Επίδαυρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά πέρυσι: «Από τη μικρή γεύση που έχω πάρει, νομίζω ότι είναι το πιο φιλόξενο μέρος για έναν ηθοποιό. Το βλέπεις από μακριά και νιώθεις δέος. Ανεβαίνεις στη σκηνή και αισθάνεσαι σαν να σε παίρνει αγκαλιά. Είναι ίσως το πιο δημοκρατικό θέατρο. Δεν είναι κανείς αφ’ υψηλού. Μεγεθύνει τη φωνή σου, το σώμα σου και νιώθεις κοντά σου χιλιάδες κόσμου. Οχι από πάνω σου. Ούτε από κάτω σου. Δίπλα σου. Moναδική εμπειρία». Εκεί βέβαια έχει παρακολουθήσει παραστάσεις που την καθόρισαν. «Θα ξεχωρίσω την «Ηλέκτρα» του Πέτερ Στάιν, γιατί την είδα όταν ήμουν δεκαοκτώ και μετά αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στη σχολή υποκριτικής. Αρα, μου άλλαξε όντως τη ζωή. Και τις «Τραχίνιες» του Θωμά Μοσχόπουλου, γιατί ο Χορός των γυναικών ήταν αλησμόνητος και κατάλαβα σε τι χρησίμευε αλήθεια στο αρχαίο δράμα». Τις πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα της τις παρακολουθεί με ενδιαφέρον: «Με το κίνημα Support Art Workers άνοιξε χώρος για να εκφραστούν οι εργαζόμενοι στον πολιτισμό που λόγω της φύσης της δουλειάς, αλλά και των – ακόμη και προ κορωνοϊού – ασαφών εργασιακών συνθηκών, βρέθηκαν εκτός κρατικής μέριμνας. Είναι γνωστό ότι δεν φημιζόμαστε ως χώρα για την πολιτιστική μας πολιτική και την οργανωμένη κρατική μέριμνα για τους ανθρώπους της τέχνης. Κάτι που δεν αφορά αποκλειστικά τους καλλιτέχνες, βέβαια, αλλά και πολλούς άλλους κλάδους εργαζομένων που στάθηκαν αλληλέγγυοι, συντάχθηκαν με το κίνημα και εξέφρασαν τα αιτήματά τους. Ετσι, λόγω των ακραίων συνθηκών, ήρθαν στο προσκήνιο όλα τα κενά, οι ελλείψεις και η επείγουσα ανάγκη για συντονισμένες κινήσεις στήριξης αντί των πρόχειρων και ευκαιριακών λύσεων».