Μια εξόχως ευχάριστη έκπληξη μας επεφύλαξε εφέτος το Φεστιβάλ Αθηνών ανακοινώνοντας ότι θα ανοίξει τα Επιδαύρια με μια πραγματικά ξεχωριστή συναυλία.

Στις 17 Ιουλίου, ο κορυφαίος έλληνας βιολονίστας με τη διεθνή αναγνώριση Λεωνίδας Καβάκος θα σταθεί μόνος του στην ορχήστρα του Αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου για να ερμηνεύσει έργα για σόλο βιολί του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.

Κύριε Καβάκο, στις 17 Ιουλίου ήταν να παίξετε κανονικά στην Ελβετία. Πώς προέκυψε αυτή η συναυλία στην Ελλάδα;

«Οπως ξέρετε, ο δικός μας χώρος τελεί υπό αποκλεισμό ήδη από τον Μάρτιο και ως εκ τούτου ακυρώθηκαν όλες οι προγραμματισμένες συναυλίες μου. Μετά το αρχικό σοκ έχουν αρχίσει τις τελευταίες εβδομάδες να γίνονται κάποια δειλά βήματα και έτσι προέκυψε και η συμμετοχή μου στο Φεστιβάλ Αθηνών. Με κάλεσε η Κατερίνα Ευαγγελάτου για να με ρωτήσει αν θα με ενδιέφερε να συνεργαστούμε και έπειτα από λίγη σκέψη αποφάσισα να αποδεχθώ την πρόσκλησή της».

 

Πώς αποφασίσατε να ερμηνεύσετε τα συγκεκριμένα έργα;

«Κατ’ αρχάς, υπήρχε η πρακτική διάσταση που υπαγόρευε να εμπλακούν στην παραγωγή όσο το δυνατόν λιγότεροι άνθρωποι. Ουσιαστικά ωστόσο σκέφθηκα ότι η Επίδαυρος είναι ένας χώρος ιερός. Και τα έργα του Μπαχ για βιολί, παρόλο που δεν εντάσσονται στη θρησκευτική μουσική, διατηρούν ένα στοιχείο προσευχής. Απουσιάζει από αυτά το μπάσο κοντίνουο που είναι η βάση της αρμονίας, όπως από την προσευχή απουσιάζει η σιγουριά – στηρίζεσαι στην πίστη σου και όχι σε χειροπιαστές αποδείξεις. Επίσης σκέφθηκα την αναλογία μεταξύ της μαθηματικής τελειότητας των συνθέσεων του Μπαχ και της αρχιτεκτονικής τελειότητας του θεάτρου που η κατανομή των κερκίδων του έχει σχέση με τη χρυσή τομή. Πρόκειται για ένα δύσκολο και απαιτητικό πρόγραμμα. Η μεγάλη πρόκληση θα είναι να δούμε πώς θα ηχήσει εκεί μια μουσική που είναι γραμμένη για αίθουσες με εκκλησιαστική ακουστική, παρότι πρόκειται για έναν ανοιχτό χώρο με ασυναγώνιστες ακουστικές ποιότητες και δυνατότητες. Ελπίζω ότι το εγχείρημα θα αφήσει πίσω του μια όμορφη ανάμνηση».

Ηταν όνειρό σας να παίξετε σε αυτό το αρχαίο θέατρο;

«Ναι, αλλά έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Πριν από 30 χρόνια περίπου είχα κάνει μια εκδρομή και είχα πάει στις Μυκήνες και στην Επίδαυρο. Είχα πάρει το βιολί μαζί μου και έπαιξα στον τάφο του Ατρέα, ένα μνημείο με ασύλληπτο ήχο, αλλά και στην Επίδαυρο – αφού έπεσε λίγο ο ήλιος – έπαιξα σχεδόν δύο ώρες μόνος μου. Πρόκειται για μια εμπειρία που δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ηταν όνειρό μου να βιώσω τη δόνηση αυτού του χώρου, είχα την ευκαιρία να το πραγματοποιήσω και αυτή τη φορά θα μπορέσω να το μοιραστώ και με το κοινό».

Διάβασα ότι εφέτος σκοπεύετε να ηχογραφήσετε τα έργα του Μπαχ για σόλο βιολί. Προτιμάτε να παίζετε στο στούντιο ή μπροστά σε κοινό;

«Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Το στούντιο είναι ο ιδανικός χώρος για μια ηχογράφηση γιατί δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την απόλυτη συγκέντρωση. Η ζωντανή συναυλία είναι μια συνεύρεση, υπάρχει ανταλλαγή ενεργειών και ως εκ τούτου δεν μπορεί να σου κατοχυρώσει ή να σου εγγυηθεί ότι θα συγκεντρωθείς. Μπορεί ωστόσο να προκύψει μια άλλου τύπου ένταση».

Υπάρχει αλήθεια κάποια εκτέλεση αυτών των έργων που να αγαπάτε ιδιαίτερα;

«Υπάρχει ένας βέλγος βιολιστής που λέγεται Ζίγκιτσβαλντ Κάικεν. Δεν τον γνώριζα. Ενας φίλος στην Ιταλία, επιφανής παιδίατρος, ερασιτέχνης βιολιστής και λάτρης της μουσικής – έχει μια συλλογή με 15.000-20.000 δίσκους -, μου είπε μια φορά που είχα πάει να τον επισκεφθώ ότι ήθελε να ακούσω κάτι. Εβαλε αυτή την εκτέλεση και ήταν τόσο μεγάλη η εντύπωση που μου έκανε που, ενώ μέχρι εκείνη την εποχή έπαιζα αρκετά συχνά Μπαχ, σταμάτησα για οκτώ-εννέα χρόνια να ερμηνεύω έργα του».

Γιατί;

«Διότι μου άνοιξε μια δίοδο ερμηνείας που δεν γνώριζα καθόλου πριν, δεν είχα έρθει σε επαφή μαζί της. Εψαχνα ωστόσο για έναν τέτοιο ερμηνευτικό τρόπο και είχα φθάσει σε ένα μικρό αδιέξοδο. Ξέρετε, συνήθως όταν ξεκινάμε να μαθαίνουμε ένα μουσικό όργανο μας συνεπαίρνει η κατάκτηση της τεχνικής. Ετσι είναι δομημένο το σύστημα διδασκαλίας. Ξεχνάμε λοιπόν ότι η μεγάλη μουσική όπως αυτή των κορυφαίων συνθετών χρησιμοποιεί τα όργανα αλλά είναι πέραν αυτών. Διδασκόμαστε την τεχνική χωρίς να έχουμε συναίσθηση του λόγου για τον οποίο τη μαθαίνουμε. Σαφώς και τη χρειαζόμαστε, υπάρχει όμως και η πνευματική διάσταση των έργων στην οποία πρέπει να εμβαθύνουμε. Εμένα αυτό μού κόστισε κάποια χρόνια. Το να μάθεις κάτι είναι πολύ δύσκολο, το να ξεχάσεις αυτό που έχεις μάθει για να μάθεις κάτι άλλο είναι σχεδόν αδύνατο».

Μου δίνετε την αίσθηση ότι ένα από τα βασικά ζητούμενά σας είναι η αυτεπίγνωση.

«Θεωρώ ότι πολλά κακώς κείμενα που παρατηρούμε γύρω μας οφείλονται στο ότι οι περισσότεροι από εμάς δεν μπορούν καν να πλησιάσουν την ιδέα του γνώθι σαυτόν. Και πώς να συμβεί αυτό όταν δεν έχουμε μάθει να κοιτάζουμε γύρω μας, να νιώθουμε, να συναισθανόμαστε; Αποτελεί μεγάλη πηγή δυστυχίας η απομάκρυνση από αυτή την πολύπλευρη αναζήτηση, διότι το να βρεις ποιος είσαι απαιτεί να εξετάσεις τον εαυτό σου μέσα σε πολλά πλαίσια: χρονικό, εθνικό, θρησκευτικό, οικογενειακό, κοινωνικό, πνευματικό. Ελάχιστοι επιλέγουν να κολυμπήσουν σε αυτά τα νερά, επειδή είναι βαθιά και σου ζητούν να μπορείς να αναιρέσεις τον εαυτό σου ανά πάσα στιγμή. Ευτυχώς η μουσική σε ωθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Ακούς τον εαυτό σου σε παλαιότερες εμφανίσεις και λες «μα πώς έπαιζα έτσι», και αναγκάζεσαι να τον ακυρώσεις».

Το πλήγμα που έχει υποστεί η τέχνη από την πανδημία πώς το σχολιάζετε;

«Θεωρώ ότι επιτελείται μια μεγάλη αδικία, υπό την έννοια ότι μπορούν 150 άνθρωποι να στοιβαχθούν μέσα σε ένα αεροσκάφος, την ίδια στιγμή που σε μια αίθουσα συναυλιών είμαστε υποχρεωμένοι να τηρούμε φοβερές αποστάσεις για λόγους που σε μένα είναι κάπως ανεξήγητοι. Στο Λονδίνο ζητούν να υπάρχει απόσταση 3,5 μέτρων μεταξύ των μουσικών που παίζουν σε μια ορχήστρα, κάτι που δεν είναι εφικτό. Πώς όμως ανοίγουν τις παμπ και αφήνουν τον κόσμο να συνωστίζεται εκεί; Νομίζω ότι όλα αποφασίζονται με οικονομικά κριτήρια και λόγω του lobbying των ισχυρών επιχειρήσεων. Εχουμε φθάσει στο σημείο να θεωρείται πολυτέλεια η τέχνη, να λέμε ότι απευθύνεται σε λίγους, και επιβάλλουμε στις πολιτιστικές εκδηλώσεις περιορισμούς που είναι τελείως παράλογοι. Με εξοργίζει αυτό».