Πώς μπορείς να χωρέσεις σε περίπου 400 σελίδες μισό αιώνα ελληνικού τραγουδιού μέσα από τις διηγήσεις ενός από τους κορυφαίους εκπροσώπους του; Ο Γιώργος Νταλάρας είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση. Οχι μόνο επειδή έχει τραγουδήσει την άμμο της θάλασσας αλλά επειδή περισσότερο από όλα έχει βρεθεί από την πρώτη στιγμή της διαδρομής του στην πρώτη γραμμή. Και όταν είσαι στην πρώτη γραμμή είναι λογικό να δέχεσαι και τα πρώτα βόλια. Δεν έχει δεχθεί όμως μόνο τα πρώτα. Εχει δεχθεί και τα δεύτερα και τα τρίτα. Εκεί όμως. Επιμένει να κάνει αυτό που αισθάνεται και νιώθει, αδιαφορώντας για τις συνέπειες.

Ο δημοσιογράφος Θανάσης Λάλας, που υπογράφει το εν λόγω βιβλίο, κατάφερε μέσα από 121 αυτοβιογραφικά διηγήματα διαλόγου, 112 μοναδικές φωτογραφικές αναμνήσεις και 18 προσωπικές λίστες (του ερμηνευτή) να παρουσιάσει όχι μόνο τον καλλιτέχνη αλλά κυρίως τον άνθρωπο Γιώργο Νταλάρα. Να αναδείξει άγνωστες ή λιγότερο γνωστές πτυχές του ερμηνευτή, τις σκέψεις του, τα θέλω και τα πιστεύω του. Διαβάζοντας τις σελίδες του βιβλίου βλέπεις να μιλούν δύο φίλοι, που δεν κρύβονται μεταξύ τους.

Οπως όταν ο Γιώργος Νταλάρας μιλάει για τον πατέρα του όταν είχε φύγει από το σπίτι τους: «Θυμάμαι πώς εξελισσόταν αυτή η ιδιόρρυθμη οικογενειακή ζωή. Κατά καιρούς, κάθε τόσο, ο πατέρας μου ερχόταν στο σπίτι και μας έβλεπε. Επέστρεφε! Τον υπόλοιπο καρό έλειπε λόγω δουλειάς, ήταν ρεμπέτης. Ητανε μόνος του για πάρτη του, αλλά νομίζω ότι μας αγαπούσε, γιατί μας έστελνε γράμματα, φωτογραφίες από ‘κεί που δούλευε. Καμιά φορά μας έστελνε και κανένα δολάριο. (…) Ηταν ωραίος ρεμπέτης. Με μάγευε το ότι άνοιγε τη θήκη κι έβγαζε το μπουζούκι… Επίσης με μάγευε η φωνή του. Νομίζω ότι ήταν καταπληκτικός τραγουδιστής».

Το αίσθημα της αδικίας

Μένουμε στην παιδική ηλικία του «θείου», όπως τον αποκαλούν οι στενοί του συνεργάτες, στις εικόνες που τον έχουν σημαδέψει και τις κρατάει ακόμα. «Θυμάμαι σαν να τη βλέπω μπροστά μου τη φιγούρα της μάνας μου. Θυμάμαι ακόμα και τον πατέρα μου φαντάρο με στολή. Τον αδελφό μου τον Χρήστο μικρό παιδάκι, λίγο μεγαλύτερο από εμένα. Και το παράπηγμα που ζούσαμε στο Χαϊδάρι. Ζούσαμε μέσα σ’ ένα πολυβολείο. (…) Εγώ δεν μπορούσα να εξηγήσω πώς η ζωή μου – ειδικά τα πρώτα χρόνια – ήταν τόσο σκληρή, τόσο δύσκολη. Στην αρχή νόμιζα ότι αυτή είναι η ζωή για όλους. Αργότερα κατάλαβα ότι αυτά που έβλεπα δεν ήταν η γενική εικόνα. Αυτό ήταν το πρώτο δυνατό αίσθημα της αδικίας που ένιωσα. Και το κρύο. Θυμάμαι ότι μικρός κρύωνα πολύ. Ακόμα και το καλοκαίρι μερικές φορές το βράδυ κρύωνα».

Ο Γιώργος Νταλάρας μιλάει για τους μάγκες του βουνού που θαυμάζει, «τους επαναστάτες. Τον Βελουχιώτη, τον Μπελογιάννη, τον Σιάντο, τον Γλέζο αλλά και τους ήρωες της ΕΟΚΑ», πιστεύει ότι δεν υπάρχει «αδύνατον, αλλά αδύνατοι χαρακτήρες». Οταν πρωτοάκουσε Χατζιδάκι – Θεοδωράκη ένιωσε ότι έγινε σεισμός μέσα του και εστιάζει στο γεγονός ότι «υπάρχει μια μαϊμού στην Ιστορία: ο γενικός χαβαλές που τα ρήμαξε όλα. (…) Κάτι ψεύτικο δηλαδή που πάει να νομιμοποιηθεί ως αληθινό. Υπάρχουν άνθρωποι που το επιδιώκουν με πάθος αυτό. Να περάσουν το ψεύτικο ως αληθινό σε όλους τους τομείς. (…) Ο χαβαλές, το συνεχές καλαμπούρι και το ψέμα πλήγωσαν θανάσιμα το «αυτονόητο» που ήταν ένας κανόνας για όλους, μια αρχή, που σπάνια μπορούσε να πορευτεί κανείς χωρίς να τη λάβει υπόψη του. Το «αυτονόητο» ήταν ο μπούσουλάς μας. Στην εποχή μας, όταν κάποιος θέλει να υπεραμυνθεί της αλήθειας, κατηγορείται για αυτό. (…) Σήμερα η αλήθεια είναι είδος προς εξαφάνιση».

Τα παράσημα και το χάδι

Στις σελίδες του βιβλίου ο «θείος» διηγείται επίσης τη «θυελλώδη σχέση» του με τον Ακη Πάνου, κάνει λόγο για τον ιό της φήμης που μπορεί να τον έχει αισθανθεί «όχι σε δόσεις μόλυνσης. Τα πήγα καλά ευτυχώς». Υπογραμμίζει ότι καλός δάσκαλος είναι αυτός που σε κρατά ξύπνιο, μιλάει για την ατίθαση Αννα της ζωής του, για τον Καζαντζίδη και τον Μπιθικώτση, «ο πρώτος ήταν το Ααααααλφα μας και ο δεύτερος το Ωωωωωωέγα μας», για τις ρίζες του και τα παράσημά του, που δεν είναι άλλα από τα λαϊκά τραγούδια, το χάδι του Τσιτσάνη που «το κουβαλάω σε όλη μου τη ζωή», αλλά και για τα πράγματα που δεν έχει κάνει και θα ήθελε να κάνει προτού πεθάνει.

Θανάσης Λάλας: «Είναι δύσκολο υλικό, αλλά αυθεντικό»

«Με τον Γιώργο Νταλάρα συναντηθήκαμε στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, με αφορμή μια συνέντευξη στο “Playboy”. Εκτοτε η σχέση μας αναπτύχθηκε. Κάθε τόσο συναντιόμασταν και μιλούσαμε για όλα, για τα ίδια δηλαδή, αλλά κάθε φορά ο Γιώργος Νταλάρας ήταν ένας άλλος. Ισως είναι ο πιο εντυπωσιακά εξελισσόμενος συνομιλητής που είχα όλα αυτά τα χρόνια. Τον άφηνα στο τέλος μιας συζήτησης με την πλήρη ή μερική άγνοια ενός θέματος και στην επόμενη συνάντηση έπεφτα πάνω σε έναν άνθρωπο που είχε μελετήσει σε βάθος το ίδιο θέμα που αγνοούσε. Ενα πάθος να μάθει, ένα πάθος να διερευνήσει το σκοτάδι, ένα κυνηγητό της γνώσης, σαν να ξόρκιζε τα καλά και τα κακά που κουβαλάει πάντα το άγνωστο. Τον άφηνα θυμωμένο με πρόσωπα και πράγματα και στην επόμενη χρονική στιγμή αντιμετώπιζα έναν άνθρωπο της κατανόησης, της υπομονής, της ανοχής. Σε καμία συνάντησή μας όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν απλώς ο επαγγελματίας που θέλει να τα πει, να κάνει τη δουλειά του και να φύγει. Πάντα διέθετε χρόνο να ακούσει και εμένα, πώς σκέφτομαι, πώς αντιδρώ, πώς ζω, τι με βασανίζει. Ο Γιώργος Νταλάρας μοιραζόταν, ποτέ δεν έπαιρνε αυτό που ήθελε και δρόμο. Δεν θα ξεχάσω τον τρόπο που αντέδρασε όταν του κάναμε μία φάρσα σαν “Κακά Παιδιά” του ραδιοφώνου. Θύμωσε. “Εντάξει, ρε Γιώργο, μία πλάκα κάναμε” του είπα. “Σε μένα κάνε όσες πλάκες θέλεις, αλλά μην παίζεις με την Κύπρο, είναι πολύ σοβαρό πράγμα, κρύβει πολύ χυμένο αίμα. Ενας φίλος μου πρέπει να τα ξεχωρίζει αυτά”! Εκανε να μου μιλήσει έξι μήνες. Αυτός είναι ο Γιώργος Νταλάρας. Είναι ένα δύσκολο υλικό, αλλά αυθεντικό. Δεν έχει δύο πρόσωπα».