3 top δεξιά, GOOGLE NEWS, ΖΟΥΜΕ ΑΛΗΘΙΝΑ

Η ιστορική ταβέρνα του ΛΕΩΝΙΔΑ στο Λυγουριό και η παράλληλη πορεία της με το Φεστιβάλ Επιδαύρου

Γέλασα απίστευτα όταν του μίλησα στο τηλέφωνο. Βρέθηκα στο μαγαζί του τελευταία φορά το 2012 σε μια ξενάγηση ακροατών του ραδιοφώνου που εργαζόμουν τότε στο θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου. Και μετά από την ξενάγηση πήγαμε για φαγητό στον θρυλικό ΛΕΩΝΙΔΑ στο Λυγουριό. Από τα μαγαζιά της Ελλάδας που τα χαρακτηρίζω «ναούς». Πέρα από την εκπληκτική κουζίνα, μαμαδίστικες γεύσεις, ένα ιστορικό φορτίο μοναδικό αυτός ο χώρος. Από τις φωτογραφίες και μόνο το καταλαβαίνεις. Φωτογραφίες παλιών και νεότερων ηθοποιών με τις αφιερώσεις τους κοσμούν τους τοίχους του μαγαζιού.

Του Δημήτρη Γιαγτζόγλου

Γέλασα, όμως, γιατί ο κ. Νίκος Λακόπουλος θυμήθηκε πως όταν πήγα εκεί τάραξα σχεδόν ένα ταψί της εκπληκτικής τυρόπιτας που είχαν. Πρέπει να είχα αρπάξει κομμάτια από πολλά πιάτα. Τέτοιο όνομα έχω αφήσει στην ιστορική ταβέρνα του ΛΕΩΝΙΔΑ.

Η ταβέρνα μπορεί να έχει αλλάξει μορφή και να έχει μεγαλώσει όλα αυτά τα χρόνια που λειτουργεί, αλλά παραμένει πάντα στον ίδιο χώρο και θεωρείται σημείο σταθμός των παραστάσεων στο Αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.

Ο Νίκος Λιακόπουλος θυμάται. «΄Οταν ήρθαν για πρώτη φορά οι ηθοποιοί στην περιοχή ένιωσαν σαν το σπίτι τους. Άρχισαν να κάνουν φιλίες, κουμπαριές. Νονός μου είναι ο Θάνος Κωτσόπουλος που είχε παντρέψει τους γονείς μου την Κάκια και τον Λεωνίδα. Με τον καιρό δημιουργήθηκε μια όμορφη αγάπη ανάμεσα στους κατοίκους του Λυγουριού, που ζούσαν για μεγάλο διάστημα τα καλοκαίρια όλοι μαζί σαν μια οικογένεια».

Η αρχή έγινε με ένα μικρό καφενεδάκι στο ίδιο σημείο. «Οι κάτοικοι του χωριού έπιναν εδώ το καφεδάκι τους. Όταν ήρθαν οι ηθοποιοί, αφού έμεναν στο χωριό για μεγάλο χρονικό διάστημα, θα έπρεπε κάπου να τρώνε. Έκανα πρόβες πολύ καιρό. Κι έτσι έγινε το εστιατόριο».

Οι συνθήκες τότε; «Το ρεύμα στο χωριό ήρθε το 1961, όταν η έναρξη του φεστιβάλ έγινε το 1954. Οι ηθοποιοί τελείωναν τις πρόβες και προχωρούσαν στον δρόμο με τις λάμπες πετρελαίου. Υπήρχε ένα λεωφορείο η «Μαρμάρω» με 20 – 22 θέσεις και τους πήγαινε στις πρόβες. Ούτε δρόμος δεν υπήρχε. Ο μόνος που είχε αυτοκίνητο ήταν ο Μινωτής. Το 1956 ήρθαν είκοσι χιλιάδες άνθρωποι από όλη την Πελοπόννησο για την Αντιγόνη με την Άννα Συνοδινού. Πως ήρθε τόσος κόσμος χωρίς δρόμους, χωρίς αυτοκίνητα».

Το ότι ζούσαν σαν μια οικογένεια είναι ξεκάθαρο. «Η μάνα μου δεν ήξερε να μαγειρεύει, ούτε είχε πάει σε κάποια σχολή. Την έμαθαν οι ηθοποιοί να μαγειρεύει. Η Παξινού ήταν η “μάνα” του θιάσου. Η ίδια μαγείρευε για όλο τον θίασο και σιγά σιγά έμαθε στην μάνα μου κάποιες συνταγές. Από την Παξινού και από την γυναίκα κάποιου τεχνικού. Το ψητό μοσχαράκι που έχουμε ακόμη και σήμερα είναι η συνταγή της Παξινού. Έφερνε η ίδιο μοσχαράκι από την Αθήνα και το μαγείρευε».

Υπήρχαν και οι ξεχωριστές στιγμές. «Υπήρχαν και οι κόντρες. Ο Μινωτής για παράδειγμα ήταν σφιχτοχέρης ενώ ή Παξινού ήταν ακριβώς το αντίθετο».