Skip to main content

Πρώτη η Ελλάδα στις ανεκτέλεστες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

Στις 31 Δεκεμβρίου 2019 οι ανεκτέλεστες από την Ελλάδα αποφάσεις ανήλθαν σε 191, μεγάλος αριθμός σε σχέση με το μέγεθος της χώρας και τον πληθυσμό.

Μεγάλος είναι ο αριθμός των ανεκτέλεστων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) κατά της Ελλάδας, όπως καταδεικνύει έρευνα που διεξήγαν η πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Σταυρούλα Τρεκλή, και η Ελένη Μίχα, μέλος ΕΔΙΠ της Νομικής Σχολής Αθηνών.

Ειδικότερα, στις 31 Δεκεμβρίου 2019 οι ανεκτέλεστες από την Ελλάδα αποφάσεις ανήλθαν σε 191, μεγάλος αριθμός σε σχέση με το μέγεθος της χώρας και τον πληθυσμό της, την ώρα που οι ανεκτέλεστες αποφάσεις σε τέσσερις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που ερευνήθηκαν ήταν 97 για την Πολωνία, 85 για την Κροατία, 20 για τη Γερμανία κι οκτώ για την Κύπρο. Σήμερα, ο αντίστοιχος αριθμός για την Ελλάδα είναι 186, «έκλεισαν» δηλαδή στις αρχές του 2020 άλλες πέντε υποθέσεις. Μάλιστα, σύμφωνα με την έρευνα, η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια (2016, 2017 και 2018) βρισκόταν ανάμεσα στις δέκα ευρωπαϊκές χώρες με τον μεγαλύτερο αριθμό ανεκτέλεστων αποφάσεων ενισχυμένης διαδικασίας επιτήρησης, δηλαδή σημαντικών αποφάσεων, για τις οποίες η πορεία λήψης μέτρων εκτέλεσης εξετάζεται πιο στενά από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Οι ανεκτέλεστες από την Ελλάδα αποφάσεις έχουν καταστεί οριστικές στη συντριπτική πλειονότητά τους μετά το 2010, ενώ περίπου δέκα χρονολογούνται το διάστημα 2003-2009.

Από το 1991, όταν εκδόθηκε η πρώτη καταδικαστική για την Ελλάδα απόφαση, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2019, χρονικό διάστημα που κάλυψε η έρευνα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εξέδωσε συνολικά 1.281 αποφάσεις για τη χώρα (επί της ουσίας και φιλικοί διακανονισμοί). Ο κύριος όγκος των καταδικαστικών για την Ελλάδα αποφάσεων αφορούν παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και του δικαιώματος στην περιουσία. Από αυτές έχουν εκτελεστεί οι 1.091, για τις οποίες έχουν εκδοθεί 233 τελικά ψηφίσματα, αποφάσεις δηλαδή της Επιτροπής Υπουργών με τις οποίες ολοκληρώνεται η επιτήρηση. Τα 147 από αυτά τα ψηφίσματα αφορούν σε υποθέσεις όπου το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση κάποιου δικαιώματος από τα προβλεπόμενα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Όπως τονίζουν οι δύο ερευνήτριες, ένα από τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την καταγραφή και ανάλυση κυρίως των γενικών μέτρων που η Ελλάδα έχει λάβει διαχρονικά για την εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, όπως αυτά αποτυπώνονται στα ψηφίσματα, είναι ότι σε πολλούς τομείς της εθνικής έννομης τάξης επήλθαν σημαντικές αλλαγές λόγω της υποχρέωσης συμμόρφωσης με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Το όφελος που πηγάζει από τα μέτρα νομοθετικής τροποποίησης και της εθνικής νομολογιακής μεταβολής (για να συμβαδίζει η νομολογία με αυτήν του ΕΔΔΑ) είναι διττό: Αποφεύγονται νέες καταδίκες από το ΕΔΔΑ και μειώνεται ο όγκος των υποθέσεων που αναλαμβάνει όχι μόνο το ΕΔΔΑ, αλλά και τα εθνικά δικαστήρια.

Ιδιαιτέρως αποτελεσματική αποδεικνύεται η υιοθέτηση ένδικων βοηθημάτων, όπως ο νόμος για την επιδίκαση αποζημίωσης για την υπέρβαση του εύλογου χρόνου εκδίκασης υπόθεσης στα εθνικά δικαστήρια. Ωστόσο, η υιοθέτηση ένδικου βοηθήματος εξακολουθεί να υπολείπεται σε ορισμένες από τις ανεκτέλεστες αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της μη εκτέλεσης των εθνικών αποφάσεων από τη διοίκηση σε περίπτωση ανάκλησης ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων.

Τέλος, εξίσου αποτελεσματική αποδεικνύεται η λήψη διοικητικών μέτρων στο μέτρο που έχει επιφέρει αλλαγές στον τρόπο διοίκησης και λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα συνιστούν η πρόσληψη υπαλλήλων στον χώρο της Δικαιοσύνης αλλά και στα σωφρονιστικά καταστήματα, η θεσμοθέτηση επιτροπών και η υιοθέτηση νέων πρακτικών λειτουργίας μίας δημόσιας υπηρεσίας.

Τα πορίσματα της έρευνας παρουσιάστηκαν σε ημερίδα με θέμα «Πρόσφατα ζητήματα εκτέλεσης των αποφάσεων του ΕΔΔΑ από την Ελλάδα με έμφαση στη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία», που διοργάνωσε στην Αθήνα το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σε συνεργασία με το Athens Public International Law Center του Πανεπιστημίου Αθηνών.