Skip to main content

Οι άνθρωποι της Δ.Μακεδονίας κρατούν το κλειδί της μετά-λιγνίτη εποχής

Η συντεταγμένη αλλαγή παραγωγικού μοντέλου σε μια περιοχή απαιτεί κυρίως αλλαγή νοοτροπίας και προσαρμογή των ανθρώπων στις νέες συνθήκες.

Η απολιγνιτοποίηση στη Δυτική Μακεδονία μέχρι το 2023 είναι ένα μεγάλο θέμα, που δεν αφορά μόνο τις περιοχές της Κοζάνης, της Πτολεμαΐδας και της Φλώρινας. Είναι ένα στοίχημα με αποτελέσματα που θα επηρεάσουν όλη τη Βόρεια Ελλάδα – ή μάλλον ολόκληρη τη χώρα. Κατ’ αρχήν διότι ποτέ στο παρελθόν δεν έχει επιχειρηθεί η συντεταγμένη αλλαγή παραγωγικού μοντέλου σε μια περιοχή, για λόγους ανωτέρας βίας και με σφιχτό χρονοδιάγραμμα. Κυρίως, όμως, επειδή η συγκεκριμένη αλλαγή απαιτεί κάτι πολύ περισσότερο από καλό σχεδιασμό, ο οποίος μας διαβεβαιώνουν ότι θα υπάρξει, και πόρους, που θεωρούμε δεδομένο ότι είναι διαθέσιμοι, αφού ο υπουργός Ενέργειας μίλησε στη Βουλή για 6 δισ. ευρώ και κάτι. Απαιτεί αλλαγή νοοτροπίας και προσαρμογή των ανθρώπων στις νέες συνθήκες, κάτι που δεν είναι αυτονόητο. Πρόκειται για το πιο κρίσιμο κομμάτι του εγχειρήματος, αφού ως γνωστόν ένα από τα δυσκολότερα πράγματα στη ζωή είναι να κάνει… κλικ το μυαλό ενός ανθρώπου.

Τα δεδομένα που υπάρχουν δείχνουν ότι η προσπάθεια θα είναι δύσκολη. Όπως αναγνωρίζουν οι παράγοντες της περιοχής οι πολίτες δεν έχουν συνειδητοποιήσει τι πρόκειται να συμβεί. Για τον απλούστατο λόγο ότι επί 60 συναπτά χρόνια η ανάπτυξη της περιοχής και η προκοπή των ανθρώπων είναι συνυφασμένη με τις λιγνιτικές δραστηριότητες της ΔΕΗ. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια το 66% της ηλεκτρικής παραγωγής της χώρας προέρχονταν από τη Δυτική Μακεδονία, ποσοστό που υποχώρησε τα τελευταία χρόνια στο 20% - 25%, χωρίς επί της ουσίας να ανησυχήσει κανείς. Ούτε καν η μόλυνση του περιβάλλοντος και οι συνέπειες της στην υγεία των ανθρώπων δεν απέτρεψε την τοπική κοινωνία να ποντάρει τα ρέστα της στη ΔΕΗ, την μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας, η οποία πρόσφερε απασχόληση, πλουσιοπάροχες αμοιβές, αλλά και πολλές δευτερεύουσες δραστηριότητες. Αλλά ούτε και η περιβαλοντική συζήτηση που διεξάγεται σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και εγχώριο επίπεδο για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, την ανάγκη για μείωση του διοξειδίου του άνθρακα και τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειες κ.λπ. κινητοποίησαν την περιοχή.

Τα πράγματα, όμως, έχουν αλλάξει. Στο ερώτημα από ποιους τομείς μπορεί να προέλθει το εισόδημα που θα χαθεί λόγω της απολιγνιτοποίησης οι απαντήσεις που δίνουν οι τοπικοί παράγοντες έχουν λογική, αλλά μόνο η πράξη θα δείξει τι μπορεί να συμβεί. Έχοντας πλήρη συνείδηση –τουλάχιστον στη θεωρία- ότι το δημόσιο, δηλαδή το ελληνικό κράτος, δεν μπορεί από εδώ και πέρα να συνεχίσει με το ρόλο που είχε, επικαλούνται τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής και αναζητούν ιδιώτες από την Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο, οι οποίοι θα επενδύσουν. Η μεταποιητική παράδοση, η ενεργειακή υποδομή, η τεχνογνωσία του ανθρώπινου δυναμικού, η στρατηγική θέση σε σχέση με τα Δυτικά Βαλκάνια, η ύπαρξη πανεπιστημιακού ιδρύματος, αλλά και το μεγάλο απόθεμα «γλυκών νερών», αφού στην Δυτική Μακεδονία βρίσκεται το 65% των λιμνών της χώρας, είναι δεδομένα που δεν αμφισβητούνται. Το ερώτημα είναι εάν όλα αυτά επαρκούν ως κίνητρα και η απάντηση είναι αρνητική. Το ίδιο θα ισχύει ακόμη και αν «διορθωθεί» η πλαστή εικόνα της ευμάρειας και των υψηλών εισοδημάτων που καταγράφεται στατιστικά λόγω ΔΕΗ και οι επιχορηγήσεις του αναπτυξιακού νόμου, που σήμερα είναι χαμηλότερες ακόμη και από την Κεντρική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη, αυξηθούν.

Το μυστικό σε περιπτώσεις σαν κι αυτές είναι πως θα αντιδράσουν οι άνθρωποι και οι φορείς της περιοχής. Πόσο θα κινητοποιηθούν, πόσο θα συνεργαστούν, πόσο θα δουλέψουν, πόσο θα επενδύσουν και τελικά πόσα ρίσκα θα αναληφθούν σε μια περιοχή που σε πολλά πεδία που αφορούν την ανάπτυξη, τον πλούτο, τις θέσει εργασίας έπαιζε εκ του ασφαλούς.

Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να γίνουν πολλά, τα οποία το πιθανότερο είναι να μη γίνουν. Για παράδειγμα, στη χώρα μας οι αυτοδιοικητικοί άρχοντες δεν έχουν μάθει να λειτουργούν ως πλασιέ των περιοχών τους. Ήδη, πάντως, οι περισσότεροι παράγοντες της περιοχής αμφισβητούν το χρονοδιάγραμμα. Θεωρούν τα τρία χρόνια πολύ μικρό διάστημα, στο οποίο ελάχιστα μπορούν να γίνουν, ακόμη και αν υπάρξουν συγκεκριμένες αποφάσεις. Το σχέδιο για τη μεταλιγνιτική εποχή στη Δυτική Μακεδονία (και τη Μεγαλόπολη στην Πελοπόννησο) πιθανολογείται ότι θα περιλαμβάνει ενισχύσεις και φορολογικά κίνητρα για επιχειρήσεις στους κλάδους της αγροτικής παραγωγής, της μεταποίησης και των υπηρεσιών, και στους τομείς της ανάπτυξης έρευνας-τεχνολογίας, της εκπαίδευσης και της ενέργειας (ανανεώσιμες πηγές, ενεργειακή αναβάθμιση).

Το master plan της επιτροπής για την απολιγνιτοποίηση υπό τον κ. Κώστα Μουσουρούλη επρόκειτο να παρουσιαστεί τον Ιούνιο, αλλά λόγω κορωνοϊού αναβλήθηκε για το Δεκέμβριο, κάτι που ήδη συνιστά μια πρώτη πολύμηνη καθυστέρηση. Και σίγουρα όχι τον καλύτερο οιωνό… Πολύ περισσότερο που η άποψη που κυριαρχεί στην Κοζάνη, στην Πτολεμαΐδα και στην Φλώρινα είναι ότι τα πράγματα οφείλουν να κινηθούν εμπροσθοβαρώς. Δηλαδή πρώτα να βρίσκονται και να εφαρμόζονται οι λύσεις και μετά να αναδεικνύονται –λυμένα πλέον- τα προβλήματα. Για παράδειγμα: πρώτα να υπάρξουν θέσεις εργασίας και μετά να απομακρυνθούν εργαζόμενοι από τη ΔΕΗ ή να σταματήσουν δραστηριότητες. Πόσο πιθανό είναι να συμβεί κάτι τέτοιο στην Ελλάδα;