Skip to main content

Θεσσαλονίκη: Το «κανναβούρι» από το Καλοχώρι που τρέλανε τους Άραβες

Πώς ένα μικρό μαγαζί λιανεμπορίου τροφών pet στη δυτική Θεσσαλονίκη κατάφερε να γίνει ένα σημαντικός παίκτης εξαγωγών στον αραβόφωνο κόσμο.

Το 1997, στο Καλοχώρι της Θεσσαλονίκης ο Λάμπρος Λιόγκας και η σύζυγός του Ειρήνη Σιγγιρίδου αποφασίζουν να δραστηριοποιηθούν στο λιανεμπόριο ζωοτροφών για ζώα συντροφιάς. Τότε κανείς από τους δύο δεν φανταζόταν ότι η «Farma», το μικρό αρχικά μαγαζί που έστησαν, μια 20ετία αργότερα περίπου θα παρήγαγε προϊόντα που θα κυριαρχούσαν στη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια.

Αξίζει να σημειωθεί ότι περίπου το 40% της παραγωγής, ήτοι 6.000 τόνοι ετησίως εξάγονται, ενώ η εταιρεία παρουσιάζει σταδιακά κάθε χρόνο ανοδική πορεία στην εξαγωγική της δραστηριότητα.

Οι εκθέσεις έφεραν τους Άραβες

Η εξέλιξη της Farma μαρτυρά τα σταθερά βήματα προόδου, που οδήγησαν την ζωοτροφή για πτηνά να είναι μια από τις πιο περιζήτητες σε χονδρεμπόρους, σε αραβικές χώρες, Βαλκανική και Βόρεια Αφρική.

Το 2000, η Farma μεταπήδησε στο χονδρεμπόριο, ενώ έγιναν τα πρώτα βήματα παραγωγής τροφής για περιστέρια και ωδικά πτηνά.

Το 2005 η εταιρεία μετέφερε τις δραστηριότητές της σε εγκαταστάσεις 4.000 τ.μ. στο Καλοχώρι και από εκεί άρχισε να μεγαλώνει σταδιακά την παραγωγή της.

Το 2008 η εταιρεία εξοπλίζεται με καινούργια αυτόματα μηχανήματα παραγωγής για να επιταχύνει την παραγωγή της.

Την ίδια περίπου περίοδο η Farma ταξιδεύει και στο εξωτερικό προκειμένου να δώσει το παρών σε κλαδικές εκθέσεις, με κυριότερη την Interzoo της Νυρεμβέργης, τη μεγαλύτερη έκθεση που αφορά τα είδη pet σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Οι πελάτες από τις αραβικές χώρες δίνουν το παρών στις συγκεκριμένες εκθέσεις, καθώς αναζητούν ποιοτικές τροφές για πτηνά και καλύτερες τιμές. Η παρουσία της Farma κέντρισε το ενδιαφέρον τους, καθώς η συνεργασία με μια ελληνική εταιρεία φαίνεται άκρως συμφέρουσα.

Το γεγονός ότι οι κύριοι παίκτες της παραγωγής ζωοτροφών βρίσκονται σε Βέλγιο και Ολλανδία, ήταν ο βασικότερος λόγος για τους Άραβες χονδρέμπορους να επιλέξουν... ελληνικά, αφού το κόστος μειωνόταν δραματικά.

«Πρόκειται για ένα προϊόν που είναι φτηνό όσον αφορά την τιμή στο κιλό, οπότε το μεταφορικό κόστος παίζει σημαντικό ρόλο στην τελική τιμή», εξηγεί στην Voria.gr ο Δημήτρης Καμίδης, υπεύθυνος εξαγωγών της Farma.

Την ίδια ώρα, οι αραβόφωνες χώρες αποτελούν για τις επιχειρήσεις παραγωγής ζωοτροφών μια από τις κυριότερες αγορές, αφού τα ωδικά πτηνά, οι παπαγάλοι και τα περιστέρια είναι ένα από τα αγαπημένα χόμπι όλων των κοινωνικών τάξεων σε Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική.

«Στον αραβικό κόσμο τα ωδικά πτηνά αποτελούν ένα πάθος, όπως και τα ταχυδρομικά περιστέρια, κάθε σπίτι έχει είτε ένα καναρίνι, είτε μια καρδερίνα ή άλλου είδους μικρά πτηνά. Υπάρχουν φυσικά και πελάτες με τα λεγόμενα παραδείσια πουλιά, τα οποία τρέφονται με ακριβές και ποιοτικές τροφές, των οποίων οι ιδιοκτήτες βάζουν υψηλά στάνταρ», αναφέρει ο κ. Καμίδης και προσθέτει: «Είναι χαρακτηριστικό πως τα προϊόντα που παράγονται και είναι ουσιαστικά μίξη δημητριακών ανάλογα με την τροφή του κάθε πτηνού, προσαρμόζονται στις κλιματολογικές συνθήκες της κάθε χώρας που εξάγουμε. Το μείγμα για ένα πτηνό στην Ελλάδα, είναι τελείως διαφορετικό για ένα πτηνό στη Σαουδική Αραβία».

«Δεν είναι μόνο το κανναβούρι όπως πιστεύουν πολλοί. Μπορεί για μια τροφή να δημιουργηθεί μια μίξη και από 30 διαφορετικά είδη δημητριακών», τονίζει ο υπεύθυνος εξαγωγών της εταιρείας.

Σήμερα η Farma εξάγει σε σχεδόν 20 χώρες όπως Μάλτα, Αλβανία, Λιβύη, Βουλγαρία, Ρουμανία, Κουβέιτ, Σαουδική Αραβία, Ιορδανία, Κύπρο, Ιταλία, Κροατία, Αλγερία, Λίβανο, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Μπαχρέιν, Ομάν και Κατάρ.


Μόνος αντίπαλος η γραφειοκρατία

Μπορεί η εξαγωγή προϊόντων στη Μέση Ανατολή και στις πλούσιες αραβικές χώρες να φαντάζει ιδεατή, ωστόσο το τέρας της γραφειοκρατίας φαίνεται πως ζει και βασιλεύει ανατολικά της Ευρώπης.

«Την ώρα που για να πουλήσουμε σε μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρειαζόμαστε μόλις τρία έγγραφα, για να εξάγουμε στη Σαουδική Αραβία χρειαζόμαστε πάνω από δέκα», τονίζει στην Voria.gr ο κ.Καμίδης. Το γραφείο εξαγωγών της εταιρείας έχει να αντιμετωπίσει εκτός από την ελληνική και τη γραφειοκρατία των τρίτων χωρών, καθώς η διαδικασία αλλάζει ανάλογα με την κάθε χώρα.

Στόχος της Farma τα επόμενα χρόνια είναι η περαιτέρω αύξηση της παραγωγής και η επέκταση των εγκαταστάσεών της.