Στην παλιά πατρίδα την Τρίγλια οι ρετσεπέριδες (αγρότες) καλλιεργούσαν την γη σ΄όλες τις περιφέρειες με τα λισγάρια ή σε ίσωμα ήτο το κτήμα ή σε μπαϊρι (ανηφοριά).
Παντού δούλευε το λισγάρι ζευγάρια με άλογα για να τα οργώσουν δεν ζέβανε, αν και μερικοί είχαν ζευγάρια διότι σπέρνανε μερικά σιτηρά μέρη, αλλά δεν βάζανε άροτρα μέσα στο λιοτόπια φοβούμενοι μήπως σπάζουν τις ρίζες των δέντρων και αυτός βέβαια ο φόβος τους ήτο δικαιολογημένος. Λοιπόν συγκεντρώνονταν παρέες από οκτώ και δέκα άτομα και κάνανε τις λεγόμενες λινοβοθειές (αλληλοβοήθειες), σήμερα στα δικά μου- αύριο στα δικά σου. Αυτά γίνονταν στους μικροπαραγωγούς. Στους μεγαλοκτηματίες κάνανε ταϊφάδες (παρέες) που τους δούλευαν με γρόσια μεροκάματο.
Ο νοικοκύρης έβαζε έναν που τον λέγανε κεχαγιά δηλαδή αρχιεργάτης. Αυτός θα εύρισκε τους εργάτες και γύριζε να βρει μάλιστα τους καλύτερους λισγαράδες που ήταν γερό και δυνατοί.
Έπρεπε κιόλας να ταιριάζουν γιατί δούλευαν τσιφτέ (από δυο μαζί), δηλαδή αν ήσαν λ.χ 10 εργάτες θα σχημάτιζαν 5 ζευγάρια, γι΄αυτό έπρεπε να συμφωνούν ο ένας με τον άλλον. Αν ήτο ο ένας από τους δυο πιο αδύνατος, το ζόρι έπεφτε στον δυνατό, γι΄αυτό έπρεπε να ισοδυναμούν στις δυνάμεις τους . Τώρα το αφεντικό είχε να κάνει με τον κεχαγιά, αυτός θα πήγαινε να βρει τους εργάτες, αυτός θα φρόντιζε για τη θροφή τους, ψωμιά, κατίκι (φαγητό), θα ‘παιρνε τον χεϊμπέ (δισάκι) κατά εντολή βέβαια του αφεντικού και θα πήγαινε στο φούρνο του Προύσαλη και θα έπαιρνε λ.χ 10 ψωμιά, μετά θα πήγαινε στο μπακάλικο του Αρμόδιου ή στου Καλπάκη και θα’ παιρνε γαράτα (ψαριά παστά), κολιούς, παλαμίδα, λακέρτα κτλπ.
Θα γέμιζε και ένα γαλόνι με λάδι, θα γέμιζε με νερό δύο μεγάλες καλήτσες (στάμνες). Αυτά όλα θα τα φόρτωνε στου αφεντικού το μερκέπι (γαϊδούρι), θα έκανε καβάλα και πουρνό-πουρνό (πρωί) θα έβγαινε στο Σεργί να τους περιμένει.
Γιατί αποβραδίς ήτο το ραντεβού στο Σεργί και όσοι είχαν ζώα  καλώς εστί αν όχι βάδιζαν και με το λισγάρι στον ώμο με τα πόδια. Όταν θα πήγαιναν στο κτήμα θα αρχινούσε η δουλειά. Ο κεχαγιάς δεν έπιανε λισγάρι, αυτός θα γύριζε πάνω κάτω και θα προσέχει τους εργάτες, ποιος δουλεύει και ποιος δεν δουλεύει για να το αναφέρει το βράδυ στο αφεντικό να τον σχολάσουν για να βάλουν άλλον στη θέση του.
Η δουλειά που θα κάνει όλη την ημέρα θα είναι να μαζέψει κάμποσα πίτσια για τα κατσικόπλο του αφεντικού. Αυτά γινόντανε κατά την εποχή εκείνη που με πολλούς κόπους και μόχθους βγάζανε ο κόσμος το καρβέλι , ενώ σήμερα υπάρχουν τα σύγχρονα μέσα καλλιέργειας που βοηθούν και ξεκουράζουν τον άνθρωπο.

 Λινοβοθειές (αλληλοβοήθεια)

Στην παλιά μας  πατρίδα Τρίγλια, υπήρχε η αλληλεγ­γύη η όπως το λέγαν οι Τριγλιανοί λινοβοθειές, αλληλοβοήθεια δηλαδή. Οι άνθρωποι βοηθιόντουσαν αναμεταξύ τους, π.χ. πήγαιναν μαζί στο λισγάρι και δούλευαν μαζί τα λιοτόπια τους.
Δεν λέγανε ότι «εσύ μαθές έχεις πιό πολλές μέρες μεροδούλια». Αυτά δεν τα υπολόγι­ζαν γιατί οι άνθρωποι είχαν μεταξύ τους αγάπη και ομό­νοια.
Εκεί όταν γλεντούσαν χαιρόντουσαν όλοι μαζί κι όταν πάλι γινότανε κάποιο δυσάρε­στο, κλαίγαν πάλι όλοι μαζί. Δεν υπήρχε τότε ο ατομικι­σμός όπως υπάρχει σήμερα. Εκεί όταν κάποιος δεν έκανε μαξούλι τρέχαν όλοι να τον βοηθήσουν, να στηριχθεί στα πό­δια του, δεν ήταν όπως εδώ σήμερα, πού χαίρονται όταν ε­σύ πέσεις.
Αυτά πού γράφω δεν ήταν μόνο σε μας, αλλά σε ολόκλη­ρο τον κόσμο στα παλαιότερα χρόνια, πού ήταν διαφορετικοί οι άνθρωποι και δεν είχαν τη σημερινή πλεονεξία.
Τότε δεν υπήρχε τόσος πλούτος και παρόλο αυτό οι άνθρω­ποι γλεντούσαν και χαίρονταν τη ζωή του.
Υπήρχε τότε ή δημογεροντία πού ενδιαφερότανε για όλη την κωμόπολη. Εκλεγόταν μια επιτροπή για τους αναξιοπαθούντες, για τις χήρες και τα ορφανά, πού ενεργούσε εράνους τις μεγάλες γιορτές, Χριστού­γεννα, Αγίου Βασιλείου, Πάσχα. Ψώνιζαν μετά για τα ορφανά παιδιά ρούχα και παπούτσια και δίναν κι ένα χρηματικό ποσό στις οικογένειες τους. Τόχαν μεγάλο αμάρτημα να πηγαίνουν τα ορφανά παιδιά στην εκκλησία με κουρελιασμένα ρούχα και παπούτσια και πλάι τους να βλέπουν να στέκονται τα παιδιά των πλουσίων καλοντυμένα. Δηλαδή ήταν πραγματικά Χριστιανοί.
Γι’ αυτά όλα πρωτοστατού­σε ο ισόβιος πρόεδρος της πα­λιάς Τρίγλιας, ο αείμνηστος Στεφανής Κασούρης, που με τα τσουχτερά και πύρινα λόγια του κατακεραύνωνε μερικούς πού αντιδρούσαν.
ΚΟΚΚΑΛΑΣ ΑΛΕΚΟΣ
Κείμενα Μαργαρίτη Σταύρου
Τριγλιανά Νέα, 5 Απριλίου 1983, φύλλο 41