Κατά την εποχή εκείνη κάθε Μάρτη- την άνοιξη- ερχόντουσαν οι λεγόμενοι σουλουκτσίδες (αβδελάδες) από τα διάφορα τουρκοχώρια. Φέρναν τις βδέλες μέσα σε μπουκάλια, εκεί στο παζάρι κάτου από τον Πλάτανο. Aν τις πουλούσαν έχει καλώς, αν όχι έπιαναν και τα σοκάκια γύριζαν ούλο το χωριό στο κάτου μαχαλά και στον επάνω μαχαλά και φώναζαν  «σουλoυκτζήκελιόρ» (ο αβδελάς έρχεται). Οι γυναίκες μόλις τους άκουγαν αυτές προπαντώς που γνώριζαν τα Τούρκικα φώναζαν τις γειτόνισσες: «ΜαρήΝτόμνα, μαρή Ευρυδίκη ξεβήτε να πάρετε βδέλες, οι άνθρωποι τις φέρανε και στα ποδάρια μας, βγήτε να πάρετε, φωνάξτε απεκεί τη Λωξάντρα να πάρει κάμποσες μα βάνει στην νούρα του αντρού στης δεν το νεβλέπετε που περνά από εδώ κάθε μέρα τον άνθρωπο που σκομαχεί, α σκάσει απέ μια πάντα ο άνθρωπος έχει πολλά γαίματα, δεν βλέπεις το χρώμα του που ένε κατακόκκινο σα το ρόδι».

Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα όπως υπάρχουν σήμερα στα κοινοτικά ιατρεία και πηγαίνει ο κόσμος να του δουν την πίεση, γι’ αυτό ο κόσμος κάθε άνοιξη που θάρτουν οι Σουλουκτδίδες να πάρουν αβδέλες να τις βάλουν για να βγει το κακό γαίμα.

Ευθημογράφημα με των Πρωτοσύγκελο

Με το Δημητρό Κοκκαλά (πρωτοσύγκελο) ασχολήθηκα και άλλοτε. Σήμερα λοιπόv, μου δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθώ και πάλιν. Διότι ο πρω-τοσύγκελος ήταν ένας άνθρωπος τύπου Ναστραδίν Χότζα. Ήταν πνεύμα ανήσυχο. Δεν μπορούσε να ζήσει στον κόσμο της σιωπής. Γι’ αυτό άφησε και πολλά ανέκδοτα. Ήθελε να βρίσκεται συνεχώς σε νταλαβέρες του πάρε και δώσε.

Οι Τριγλιανοί του έδωσαν οικόπεδο και σπίτι στη Νέα Τρίγλια, αλλά αυτός δεν τα θέλησε, τα παράτησε και πήγε στα Ν. Μουδανιά, διότι τα Μουδανιά ήταν και είναι το επίνειον του νομού Χαλκιδικής.

Στα Μουδανιά, εκτός από τη συνηθισμένη δουλειά που έκανε, δηλαδή το τσαμπαζλήκι(ζωοεμπορία) και το ναλμπάντικο (πεταλουργείο) αν δεν είχε δουλειά, έζευε το άλογο του στη σούστα και πήγαινε στο μπαλουχανά  (ψα-ραγορά), έπαιρνε δυο κάσες σαρδέλες, έβαζε μπόλικο μπούζι (πάγο) και τις πήγαινε στα χωριά να τις πουλήσει και στη συνεχεία θα έβρισκε κανένα άλογο ή και γάιδαρο για τη δουλειά του.

Πήγαινε σε μακρινά μέρη, όπως στον Άγιο Πρόδρομο, στον Ταξιάρχη, στα χωριά του Χολομώντα, γιατί ήξερε ότι εκεί επάνω δεν πήγαιναν άλλοι ψαράδες πουλητές. Αυτοί πήγαιναν στα κοντινά μέρη, διότι τότε δεν υπήρχαν τα μέσα, δηλ. αυτοκίνητα κ.λπ. όπως σήμερα. Όλοι οι πουλητές είχαν αλογόσουστες. Δεν ήθελαν να ξεμακρίνονται από τον τόπο τους γιατί ήταν πολύ κουραστικό,

Αυτό βέβαια το γνώριζε ο πρωτοσύγκελος, γι’ αυτό και πήγαινε στα μακρινά μέρη γιατί εκεί οι άνθρωποι λαχταρούσαν για θαλασσινό ψάρι.

Μια φορά πήγε στον Ταξιάρχη και ξεφόρτωσε τα ψάρια στον καφενέ. Μέσα στο καφενείο είδε έναν άνθρωπο που φορούσε μια μαύρη κάπα. Αυτός ο άνθρωπος, όπως κατάλαβε, ήταν τσομπάνος, ο οποίος συνεχώς το δεξί του χέρι το έβαζε στη μύτη του και συνέχεια την έξυνε.

Τα ψάρια έγιναν ανάρπαστα από τον κόσμο. Όταν τελείωσε τη δουλειά του έκανε νόημα στον τσομπάνο να βγει έξω, οπότε τον ρώτησε πόσο καιρό είχε αυτό το σπυρί στη μύτη του.

– Ιέχουιένανχρόνουναπτόχου, είπε ο τσομπάνος.

– Δεν μου λες, έχεις κανένα άσπρο ζουνάρι;

– Ιέχου στου σπίτι μ,

– Τότε πάμε στο σπίτι σου, του είπε ο πρωτοσύγκελος.

Τράβηξαν για το σπίτι και τότε ο τσομπάνος από αλάργα φώναξε:

– ΜουρήΑναστασάφέριμακάτ του άσπρου του ζνάρ.

Ο πρωτοσύγκελος πήρε το ζουνάρι και είπε στον τσομπάνο:

– Δώσμου το δεξί σου χέρι (αυτό που έξυνε συνεχώς τη μύτη του).

Στη συνέχεια το έδεσε από τον καρπό με το ζουνάρι, το έστριψε ένα γύρω στη μέση του τσομπάνου και έπειτα το σταύρωσε τρεις φορές με ένα μαυρομάνικο μαχαίρι. Αυτό ήταν το λεγόμενο τελεσήμι.

Μετά είπε στον τσομπάνο:

– Εγώ γιατρεύω αυτά τα σπυργιά. Δε θα το πειράξεις καθόλου ως που νάρθω εγώ μετά από δεκαπέντε μέρες. Θάρθω εγώ να σου το λύσω. θα σου φέρω και ένα φάρμακο να παίρνεις από το στόμα και θα γίνεις καλά.

Ο Τσομπάνος μόλις άκουσε αυτά, είπε στον πρωτοσύγκελο:

– Ρισύιάνθαμφκιάσεις καλά του σπυρίμ, ιγώ θα σδώσουιέναντινίκένγιδίσοτουλουμουτίρ.

Φεύγοντας ο πρωτοσύγκελος, ξαναείπε στον τσομπάνο

– Μη τυχών το ξαναπειράξεις το σπυρί…

Έπειτα από 15 μέρες ξαναπήγε στον Ταξιάρχη ο Κοκκαλάς.

Στο μεταξύ το σπυρί του τσομπάνου, που δεν το είχε πειράξει επί 15 μέρες, είχε μαραθεί.

Ο πρωτοσύγκελος έλυσε το χέρι του τσομπάνου και του έδωσε ένα μικρό κουτί με το φάρμακο, που δεν ήταν άλλο από λίγη ζάχαρη, αλεύρι και σόδα. Τότε του είπε:Θα παίρνεις κάθε μέρα λίγο στην άκρη του χουλιαριού και ξανά δεν θα βγάλεις κακό σπυρί.

Ο τσομπάνος από τη χαρά του, του γέμισε έναν τενεκέ τουλουμοτύρι, αυτό που του είχε τάξει.

Τριγλιανά Νέα, 8 Ιουνίου 1984, φύλλο 47

Του Σταύρου Μαργαρίτη
Επιμέλεια:Κοκκαλά Αλέκου