Γραμμένο από τον Κ.Ζ.Γιατζιτζόγλου

Επιμέλεια: Κοκκαλάς Αλέκος

Ήταν στα πρώτα χρόνια πού εγκατασταθήκαμε σαν πρόσφυγες στο Μετόχι Βατοπεδίου της Χαλκιδικής, τη Νέα μας Τρίγλια. Το τσαρδάκι, προέκταση  από το καφενείο του Χρήστου Κιώτη, πού έπιανε ένα μέρος από το σημερινό πάρκο της πλατείας, ήταν ο σταθμός κάθε ταξιδιώτη, πού είχε προορισμό το χωριό μας θα ξεκινούσε από αυτό. Έκανε εκεί καλό ίσκιο και δροσιά, χάρη στα ελαιόδεντρα,τα κλήματα και τα κλαδιά, πού  το σκέπαζαν. Είχε από κάτω και πάγκους κάμποσου μάκρους για να ξαποσταίνουν οι περαστικοί, ή για να περνούν τις ώρες της σχόλης τους οι χασομέρηδες τού χωριού και όσοι ασκούσαν …αστικά  επαγγέλματα. Εκεί κοντά λοιπόν, στην αλάνα της αδιαμόρφωτης πλατείας, ή νέα γενεά της ξεκληρισμένης και σκορπισμένης πατρίδας, ενενήντα πέντε στα εκατό ξυπόλητοι και πάντα πεινασμένοι, περνούσαμε τις ελεύθερες από το σχολειό και τα χωράφια ώρες μας, παίζοντας μανιασμένα το τσελίκι – τσομάκι (τα φελιά, όπως λέγαμε), τα σκλαβάκια, τις καβάλες, τις μπίλιες, τούς αετούς με τις κρεμάλες τους και άλλα, και σε κάποια απόμερη γωνιά, απόκρυφα από τα μάτια των γονιών και συγγενών, πού επίσημα δεν εγκρίναν αυτό το παιχνίδι, γιατί το θεωρούσαν σαν «κουμάρι», παίζαμε τις δεκάρες. Με κάποιο απ’ αυτά τα παιχνίδια ασχολούμασταν εκείνο το μεσημεράκι, όταν πήρε το μάτι μας ξαφνικά τρείς ανθρώπους, αλλιώτικους από τους δικούς μας, δηλαδή καλοντυμένους, να τραβάνε κατά το τσαρδάκι τού Κιώτη. Το με τί μέσο ήρθαν δεν το θυμάμαι, Οπωσδήποτε όμως δεν είδα κάρο, πού ήταν εκείνα τα χρόνια ένα από τα άνετα μέσα μεταφοράς και κυκλοφορίας μας, γιατί, σημειώστε, ότι πολύ συνηθισμένα ήταν τα λιγότερο ξεκούραστα μέσα, τα πόδια, ακόμα και για ταξίδι στη Θεσσαλονίκη και προπαντός τον χειμώνα, όταν ό δρόμος γινόταν αδιάβατος και το πέρασμα ήταν μέσω Κατσίκας και Βασιλικών. Οι ξένοι λοιπόν κρατούσαν και κάτι τσάντες. Εύλογη ήταν ή περιέργεια και ή απορία μας, να μάθουμε τί ήθελαν οι «επίσημοι» αυτοί άνθρωποι στο χωριό μας, και μικροί και μεγάλοι πήγαμε κοντά τους. Ποδίσανε στο τσαρδάκι και, ζητήσανε να δούνε τις αρχές τού χωριού και την εκκλησιαστική επιτροπή. Μόλις μαζεύτηκαν, όσοι μπόρεσαν να βρεθούν από αυτούς πού ζητούσαν, τούς δήλωσαν, ότι είναι κρατικοί υπάλληλοι και ότι σκοπός τους πού ήρθαν στο χωριό ήταν «να παραλάβουν κατά εντολή της κυβερνήσεως και διά λογαριασμό της Υπηρεσίας Περισυλλογής Κειμηλίων κλπ. κλπ. τον μεταφερθέντα από την Τρίγλιαν Μ. Ασίας Τίμιο Σταυρόν».[metaslider id=104520]

Λέγοντας αυτά και πριν ο! δικοί μας προλάβουν για το παραμικρό, ο επί κεφαλής της επιτροπής των υπαλλήλων άνοιξε την τσάντα του και έδειξε στους συγχωριανούς πού λίγο – λίγο περίσσευαν κάτι επίσημα χαρτιά με βούλες και σφραγίδες. Πρέπει να αναφέρω εδώ, ότι δεν ήταν πού για πρώτη φορά ζητούσαν να σταλεί ό Τίμιος Σταυρός στην Αθήνα. Και ενώ νωρίτερα με έγγραφα και μηνύματα τον ζητούσαν, χωρίς αποτέλεσμα. Βλέποντας λοιπόν οι αρμόδιοι τού Κέντρου, ότι με τα «προσκυνήματα» δεν τελείωνε ή δουλειά, στείλανε την επιτροπή. Ενώ κάτω από το τσαρδάκι τού Κιώτη, συμβαίνανε αυτά και άρχισαν ή πρώτες αντιδράσεις των πατριωτών μας, το νέο αστραπιαία διαδόθηκε από σπίτι σε σπίτι σε ακτίνα, γύρω από την πλατεία. Μέχρι τη στιγμή, πού ή αρχές τού τόπου κάτω από την πίεση της επιτροπής και τις γραπτές και επίσημες κυβερνητικές διαταγές και ύστερα από πολλές διαμαρτυρίες αναγκάστηκαν να υποκύψουν και να μου δώσουν την διαταγή να πάω να φέρω τον Τίμιο Σταυρό από την Εκκλησία τού Αγίου Αθανασίου, στα εντόπια, όπως λέγαμε, μια ομάδα από 50 έως 60 νοικοκυρές τού χωριού με επί κεφαλής την Αναστασία Αλ. Σαρρή, το γένος Αθανασίου Γιατζητζόγλου, άλλοτε δασκάλα στο Μυριόφυτο της χαμένης μας Θράκης, έρχονταν προς το τσαρδάκι. Φεύγοντας να εκτελέσω την διαταγή είδα, ότι ή γυναικεία αύτη ομάδα, όσο πλησίαζε το τσαρδάκι, τόσο και μεγάλωνε.

Ανέβηκα στην Εκκλησία, πήρα τον Σταυρό, πέρασα τον συνοικισμό των νέων συμπατριωτών

μας εντοπίων και βγήκα στον κεντρικό δρόμο τού χωρίου, από οπού άρχιζαν τα προσφυγικά μας σπίτια. Ό δρόμος  αυτός οδηγούσε κατ’ ευθείαν στο τσαρδάκι, πού περίμενε η επιτροπή παραλαβής. Από εκείνη ακριβώς τη στιγμή και δεν θυμούμαι για πόση ώρα, πέρασα, αγαπητοί μου συμπατριώτες, την μεγαλύτερη ψυχική δοκιμασία και τρικυμία της ζωής μου και τα συναισθήματα, πού δοκίμασα εκείνα τα λίγα λεπτά, δονείζουν το είναι μου, στην θύμησή τους, εδώ και 50 και περισσότερα χρόνια από τότε. Ή καμπάνα της Εκκλησίας άρχισε ξαφνικά να κτυπά’ οι χωριανοί βγαίνανε στις Εξώπορτες και βλέποντάς με να κρατώ σφικτά στα χέρια και στηριγμένο στο στήθος μου τον Τίμιο Σταυρό σταυροκοπιόνταν, έτρεχαν να καταφιλήσουν το ιερό σύμβολο της Πίστεως και της Πατρίδας μας και όταν στις ερωτήσεις τους απαντούσα «ήρθαν να μάς τον πάρουν», κατηφόριζαν τρέχοντας προς την πλατεία. Ένα ένοχο συναίσθημα με κυρίεψε’ ένας θεϊκός φόβος με συγκλόνισε ξαφνικά. Δεν ήμουνα τότε παρά ένας άγριος πιτσιρίκος πού την αγριάδα αύτη ούτε από το σπίτι την κληρονόμησα, ούτε από το λίγο σχολειό την απόκτησα. Ήταν έκφραση μιας στερημένης και βασανισμένης δεκάχρονης ζωής φορτωμένης με δυο προσφυγιές και της πεντάχρονης Απουσίας του πατέρα Αισθάνθηκα να με βαραίνει ή κατάρα του προδότη, του προδότη του ίδιου του πατέρα, πού ενώ αυτός τύχαινε να λείπει τούτη την ώρα από το χωριό, ό γιός του πρόδινε το έργο του, παραδίνοντας με τα χέρια του σε ξένα χέρια το ιερό  Κειμήλιο, πού εκείνος με κόπο και κίνδυνο κατάφερε να φέρει ανέπαφο από την, Μικρά Ασία μια αμαρτία και οι τύψεις για την πράξη μου άρχισαν να κατατρώγουν την συνείδησή μου. Πανικόβλητος και έτοιμος από στιγμή σε στιγμή να δεχτώ κατακέφαλα την θεϊκή Νέμεση, κυριευμένος από πρωτόγνωρα και αλλόκοτα συναισθήματα υπακούοντας σε δυνάμεις αόρατες, τραβήχτηκα από την μέση το δρόμου προς τούς φράκτες, για να μη με δουν οι άρπαγες τού του ιερού Θησαυρού μας, ότι τούς των πηγαίνω. Έσφιξα δυνατότερα και στερέωσα των Σταυρό στο σώμα μου, πέρασα στον παράλληλο δρόμο δεξιά, για να μη βλέπουν από την πλατειά πού κατεβαίνω, έπιβράδυνα το βήμα μου και έγινα έτοιμος να μη μου πάρουν των Σταυρό, παρά μόνο από τα ξεψυχισμένα  χέρια μου. Και ενώ ή αγωνία της ψυχής μου κορυφωνόταν και οι παλμοί της καρδιάς μου κτυπούσαν δυνατά και άτακτα, η λύτρωση με βρήκε πριν ακόμα φτάσω στο τέρμα της μαρτυρικής πορείας μου. Με το θεόσταλτο μήνυμα, ότι ή επιτροπή δεν θα μάς πάρει των Σταυρό και ότι επιθυμούσε μόνο να των δη, να των εξέταση και να των ασπαστούν τα μέλη της. Θα μήνη στην Πατρίδα.

Πηγή: Τριγλιανά Νέα τεύχος 6/30-9-1976 &7/23-11-1976