Γκαγκαούζηδες της Ροδόπης | xronos.gr
ΕΝΑ ΚΑΘΑΡΟΑΙΜΟ ΘΡΑΚΙΚΟ ΦΥΛΛΟ

Γκαγκαούζηδες της Ροδόπης

26/10/19 - 10:00

Εγκαταστάθηκαν στα Άμφια και ορισμένοι στη Νέα Καλλίστη

Γκαγκαβούζηδες, ένας λαός περήφανος για την καταγωγή του που προσδιορίζεται στο Βυζάντιο και στα βυζαντινά χρόνια. Είναι γνωστό πως σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους κυνηγήθηκαν και απειλήθηκαν με πλήρη αφανισμό όμως κατάφεραν να αντισταθούν και να επιβιώσουν.

Δεν αναφέρεται λόγω της γλώσσας τους από καμιά ιστορική πηγή ότι κάποιο τουρκικό φύλλο εκχριστιανίστηκε. Αντίθετα, αναφέρονται μαζικοί εξισλαμισμοί χριστιανικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια. Στην ιστορία καταγράφονται ως θρακικά φύλλα.

Εντοπίζονται για πρώτη φορά στα παράλια του δυτικού Εύξεινου Πόντου, στην Δοβρουτσά, μεταξύ της πόλης Βάρνας και του Δούναβη. Στα χρόνια της Οθωμανικής Εποχής ήταν από τους τελευταίους που υποδουλώθηκαν στην ενδοχώρα των Βαλκανίων το 1394 - 1398. Σ' αυτά τα δύσκολα χρόνια θεωρούμε πως έχασαν την γλώσσα, όπως πολλοί υπόδουλοι Έλληνες κρατώντας την θρησκεία τους.

Οι Γκαγκαβούζηδες συμμετείχαν με δικό τους στρατιωτικό σώμα, στην επανάσταση του Υψηλάντη, με αρχηγό τον Δημήτρη Βατικιώτη. Επίσης συμμετείχαν και στον Ιερό Λόχο αντιμετωπίζοντας την οργή των οθωμανικών στρατευμάτων. Τα 68 χωριά τους λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν οπότε αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν. Οι περισσότεροι μετακινήθηκαν στην σημερινή Μολδαβία - Αυτόνομη Δημοκρατίας της Γκαγκαουζίας, όπου ζουν μέχρι σήμερα και είναι περί τις 150.000. Μέχρι το 1957 γράφανε με το ελληνικό Αλφάβητο όπως και οι τουρκόφωνοι Καππαδόκες, μετά "επισήμως" άλλαξε το αλφάβητο σε λατινικό.

Μεγάλος αριθμός Γκαγκαβούζηδων μετακινήθηκε, επίσης νότια, στη Βόρεια και Ανατολική Θράκη. Ορισμένοι εγκαταστάθηκαν στην Νέα Ζίχνη Σερρών και στον Άγιο Χριστόφορο. Στα χρόνια που ακολούθησαν ταυτίστηκαν με τον ελληνισμό της περιοχής.

Κατά την απελευθέρωση της Αν. Θράκης (Ιούνιος 1920) όταν μπήκε ο ελληνικός στρατός απελευθερωτής το 10ο Σύνταγμα Στρατού αποτελείτο από 700 Γκαγκαβούζηδες. Δυστυχώς όμως η εγκατάλειψη της Αν. Θράκης από τον ελληνικό στρατό ανάγκασε όλον τον Ελληνισμό της Ανατολής όπως και οι Γκαγκαβούζηδες να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Η μεγαλύτερη πληθυσμιακή μάζα εγκαταστάθηκε στον Βόρειο Έβρο.

Οι Γκαγκαβούζηδες σήμερα κατοικούν σε χωριά της Ορεστιάδας (Αμμόβουνο, Οινόη, Σαγήνη, Θούριο, Λεπτή, Άρζος, Βάλτος, Δίλοφος, Καβύλη, Καναδάς, Κέραμος, Πύργος, σε χωριό του Διδυμοτείχου, Κωστή, Ασβεστάδες, Ευγενικός, Πουλιά, Σαύρα, στο Χρυσοχώραφα Σερρών, στον Δήμο Λαγκαδά, στη Σίνδο, Κιλκίς, Θεσσαλία και αλλού.

Οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη ξερριζωμένοι από την γή τους, έφεραν μαζί με την πίκρα του ξερριζωμού, τις θρησκευτικές παραδόσεις και το εθνικό τους φρόνημα. Η μακραίωνη σκλαβιά τους κάτω από την οθωμανική κυριαρχία δεν στάθηκε ικανή να εξαλείψει την πίστη τους και την αγάπη στην πατρίδα, άσχετα αν στο παρελθόν προς στιγμή στερήθηκαν την ελληνική γλώσσα. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι και σήμερα υπάρχουν κάτοικοι των Αμφίων και λίγοι της Καλλίστης - οι γέροι - που ομιλούν και την τουρκική γλώσσα. Αυτό όμως ήταν μια διέξοδος στην καταπίεση και τον αφελληνισμό.

Οι κάτοικοι των Αμφίων κατάγονται από την Αν. Θράκη από το χωριό Χάσκιοϊ (Καθάριο). Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, τους τοποθέτησαν στα σημερινά Άμφια.

Αμέσως κατόπιν ενεργειών της τότε Σχολικής Εφορείας ιδρύεται το 1923 το Μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο Αμφίων. Το 1932, έγινε ισχυρός σεισμός και το σχολείο έπαθε καθίζηση οπότε ανοικοδομήθηκα ένα νέο.

Την περίοδο 1941-1944 κατά την βουλγαρική κατοχή, οι Βούλγαροι διέκοψαν την λειτουργία του, μάλιστα κάψανε και όλα τα υπηρεσιακά βιβλία, τα έπιπλα και τα σχολικά βιβλία. Οι δάσκαλοι που υπηρέτησαν στο σχολείο από της ιδρύσεως του μέχρι τα τελευταία χρόνια είναι οι εξής: Παπαδόπουλος Μιχαήλ, Γουρνάς Νικόλαος, Μπακρυνικόλας Νικόλαος, Μαρία Λαζαρίδου, Μιχαήλ Χαλκιάδης, Παπαδόπουλος Χριστόδουλος, Βαφειάδης Δημήτριος, Ζεφτερίδης Πολυχρόνης, Παχυγιαννάκης Νικόλαος, Τσίρος Ανδρέας, Παπαντωνίου Αικατερίνη, Γιαντσίδης Πασχάλης, Στυλιανάκης, Παπαδόπουλος Κωνσταντίνος, Λίτσα Ζαφειρία, Κουλερής Αριστοφάνης κλπ.

Ναός του χωριού είναι ο Άγιος Δημήτριος.
Με τον ερχομό των προσφύγων ο εποικισμός πρόσφερε τα οικοδομικά υλικά, για το κτίσιμο των σπιτιών τους. Τα σπίτια τους ήταν μονώροφα. Στο εμπρόσθιο μέρος τους είχαν το "σατσιάκ" όπου γινόταν η αποξήρανση και αποθήκευση των αρμάθων των καπνών. Προς το "σατσιάκ" ανοίγαν δύο πόρτες, που οδηγούσαν στα δύο δωμάτια του κυρίως σπιτιού, ένα εκ των οποίων φέρει στο βάθος του την κουζίνα. Το πάτωμα του δωματίου καλυπτόταν από χώμα. Πάνω σε αυτό τοποθετούσαν μια ψάθα και από πάνω στρώνανε μάλλινα υφαντά χαλιά. Ο χωρισμός των δωματίων γινόταν με πλίνθους και η σκεπή με κεραμίδια.

Χαρακτηριστικό έθιμο που υπήρχε και υπάρχει στο κτίσιμο όλων των χριστιανικών σπιτιών από τους κτίστες ήταν ότι πάνω στην σκεπή έβαζαν έναν ξύλινο σταυρό καλώντας τον ιδιοκτήτη και τους γείτονες να τους φέρουν δώρα για να τους καλοκαρδίσουν. Πίσω από το σπίτι υπήρχε μεγάλη αυλή όπου χτίζανε τον στάβλο, τον αχυρώνα και το κοτέτσι.

Την ενδυμασία τους που την φέρανε από τον τόπο καταγωγής τους την φυλάσσανε στο σεντούκι, όπου την βγάζανε και την φορούσαν μόνο τις επίσημες εορτές.

Οι ενδυμασίες πολλών περιοχών των Ελλήνων έχουν πολλά κοινά σημεία, μα διατηρούν και βασικές διαφορές που τις ξεχωρίζουν έτσι σε "τοπικές". Η κοπέλα των Αμφίων, όταν ερχόταν η Κυριακή ή άλλη εορτή, εμφανιζόταν με φούστα τισόρ μεσάτη,  μακριά ως τον αστράγαλο. Ήταν πλισέ ψιλό και στον ποδόγυρο γαρνιρισμένη με μαύρο βελούδο. Στο πάνω μέρος του σώματος έφερε μπλούζα χρωματιστή με λαιμόκοψη τετράγωνη, γαρνιρισμένη στο άκρο με βελουδένιο σιρίτι. Αυτή εράβετο σε μόδα στυλ, κατέληγε σε γλωσσάκια που σκέπαζαν την φούστα. Στο πίσω μέρος έφερε ζωνάκι. Το μανίκι, ήταν μακρύ κεντημένο ή με χρυσά κουμπάκια. Το μπροστινό μέρος της φούστας καλυπτότανε από ποδιά. Ήταν κατασκευασμένη από μαύρο σατέν, με σιρίτι άσπρο στο κάτω μέρος και με σχετικό φαρμπαλά.

Στο κεφάλι έφεραν τσεμπέρι μονόχρωμο με μαύρη κορδελίτσα στα γύρω. Το τσεμπέρι στόλιζε έτοιμο ανθάκι, έχοντας πάνω του χρυσά ανθάκια που κουνιόταν. Στο λαιμό κρεμούσαν χρυσό κολιέ. Στα χέρια φορούσαν γυάλινα βραχιόλια.

Για την αποτρίχωση του προσώπου τους ή άλλων μερών του σώματος τους χρησιμοποιούσαν τα παλιά χρόνια μια κρέμα φτιάχνοντας την από ζάχαρη που την απλώνανε κάνοντας την σιρόπι, πάνω στην επιφάνεια μιας στάμνας για να πήξει. Σε λίγο την επικολλούσαν στο τριχωτό μέρος του σώματός τους. Εκεί έμενε μέχρι να ξεραθεί. Αργότερα το αποκολλούσαν οπότε παρέσυρε τις τρίχες ξεριζώνοντάς τες. Στη συνέχεια πλέκανε το πρόσωπο με βρεγμένο πίτουρο. Για να καθαρίσουν και να δώσουν λάμψη στην επιδερμίδα τους φτιάχνανε ένα γαλάκτωμα από ούζο ή ξύδι και "ζιβά" (είδος δηλητηρίου). Το μείγμα αυτό πριν τον ύπνο με ένα βαμβάκι κάνανε επάλειψη του προσώπου τους καθαρίζοντας την επιδερμίδα τους από ξένα σώματα. Με φρέσκο βούτυρο πάλι ασπράδι αυγού και ζιβά, φτιάχνανε μια λιπαρή κρέμα την οποία απαλείφανε στο πρόσωπο τους μετά από την αποτρίχωση και το γαλάκτωμα.

Κάθε σπίτι είχε και το τζάκι του όπου οι νοικοκυρές έφτιαχναν το φαγητό με συνταγές που έφεραν από την πατρίδα τους. Έτσι έφτιαχναν την ακίτ-μα, με αλεύρι αυγό και σόδα, την εσμερί με ξινισμένο τυρί και ζάχαρη, την καπούσκα με λάχανο τουρσί, λάδι και ρύζι, το κατσαμάκι με αλεύρι, βούτυρο και λάδι, την μαμαλίγα, με λιπαρά, πιπέρι και αλάτι, τα μανδηλάκια με ζύμη και μυζήθρα, τον παπρικά, με φρέσκα πιπέρια, λάδι και μυζήθρα, το σουΐτ με γάλα, κόκκινο πιπέρι, αλεύρι, φρέσκο βούτυρο και άλλα.

Η πρώτη ασχολία των κατοίκων των Αμφίων ήταν η καπνοκαλλιέργεια. Χτισμένο το χωριό σε υψόμετρο 40 μ. προσφερόταν για την καλλιέργεια του εξαιρετικής ποιότητας.

Σωστή ιεροτελεστία τέλος γινότανε κατά την γέννηση του παιδιού. Όταν η υποψήφια μητέρα αισθανόταν τους πρώτους πόνους, καλούσαν την μαμή, μια πεπειραμένη γριά που έφερε μαζί της ένα ξερό λουλούδι δεμένο με κόκκινη κορδέλα. Αυτό το έβαζε μέσα σε ένα ποτήρι νερό, τοποθετώντας δίπλα την εικόνα της Παναγίας. Μέσα στο νερό αν το λουλούδι ανοίξει αμέσως το παιδί θα γεννηθεί εύκολα, αν δεν ανοίξει τότε θα τους δυσκολέψει.

Την επαύριο της γέννησης ζυμώνανε την πίτα της Παναγίας. Η γυναίκα που ζύμωνε την πίτα έπρεπε με τα δύο της δάκτυλα να πιάνει τα μάγουλα του παιδιού για να κάνουν "βούλες" ώστε όταν γελά να φαίνεται όμορφο. Μαζί με την πίτα πάνω στο τραπέζι τοποθετούσαν πολλά είδη φαγητών όπως και ένα κρεμμύδι γιατί αυτό φέρνει "μπόλικο γάλα" στην λεχώνα. Η πίτα έπρεπε να φαγωθεί ολόκληρη και να μη βγει έξω κανένα κομμάτι της. Η μαμή τοποθετούσε τη λεχώνα στο κρεβάτι και επάνω από το προσκέφαλό της κρεμούσε ένα δρεπάνι, ένα κρεμμύδι και μερικά εξαρτήματα αργαλειού, ραντίζοντας και το κρεβάτι με ρύζι ή κεχρί. Η λεχώνα αν έκανε αγόρι φορούσε στο κεφάλι γαλάζια κορδέλα, ροζ δε αν το παιδί ήταν κορίτσι. 

Η μαμή επίσης επισκέπτονταν την νονά του παιδιού προσφέροντάς την ούζο και καραμέλες ενημερώνοντας της για το γεγονός. Μόλις γεννιόταν το παιδί το αλατίζανε. Ακολουθούσε η ευχή της Εκκλησίας, παίρνοντας και αγιασμό με τον οποίο ραντίζανε κάθε βράδυ το δωμάτιο της λεχώνας, το κρεβάτι της και όταν λούζανε το μωρό ρίχνανε μέσα λίγο αγιασμό. Την τρίτη μέρα λούζανε το μωρό όπου μέσα βάζανε ένα καρφί, λίγο αγιασμό, τρία κάρβουνα, τρία πούπουλα, για το μάτιασμα και μερικά κέρματα. Παράλληλα η πεθερά ετοιμάζει την "μεγάλη πίτα" που επάνω βάζανε ένα κερί. Τότε καλείται να το σβήσει με τα δάκτυλά της μια παντρεμένη γυναίκα, η οποία φέρει τα δάκτυλά της στην μύτη της παίρνοντας βαθιές αναπνοές, προκειμένου να αποκτήσει "γονιμότητα". Έπειτα στρώνονται όλοι στο φαγητό. Η λεχώνα καθ' όλη την διάρκεια της τελετής είναι σκεπασμένη με ένα σεντόνι. Φεύγοντας οι καλεσμένοι από το φαγητό αφήνουν πίσω τους μερικές κλωστές από τα ρούχα τους για να έχει το μωρό ήσυχο ύπνο. 

Η έξοδος της λεχώνας επιτρέπεται μετά τον σαραντισμό, προσέχει όμως να μην συναντήσει άλλη λεχώνα γιατί το παιδί της θα αρρωστήσει θανάσιμα. Σαν αντίδοτο πρέπει πάντα να έχει επάνω της ένα κομμάτι σίδερο. Επίσης δεν επιτρέπεται να καθρεπτίζεται.

Περιοριστικά μέτρα ισχύουν και για τον πατέρα που πρέπει να επιστρέφει σπίτι πριν τις 8 νυκτερινής.

Πολλά τραγούδια στα αυτοσχέδια νανουρίσματα λέγανε οι μάνες για τα παιδιά τους όπως: Κοιμήσου και παρήγγειλα να κάμουν τα προικιά σου στην πόλη και στην Βενετιά να ράψουν τα ρουχικά σου...

Σαράντα ημέρες μετά την γέννηση η λεχώνα πάει στην εκκλησία, για "σαραντισμό". Μετά το σαραντισμό, πηγαίνουν πρώτα το παιδί σε τρία γειτονικά σπίτια διαδοχικά. Αυτό γίνεται για να μην έχει το παιδί συχνοουρία. Κάθε νοικοκυρά που την επισκεπτόταν έβαζε στον κόρφο του παιδιού ένα κομμάτι ψωμί αλειμμένο με ζάχαρη ώστε το μωρό να έχει "γλυκιά ζωή".

Ένα άλλο στάδιο της ζωής του παιδιού είναι όταν κάνει τα πρώτα του "βήματα". Τότε η μητέρα του φτιάχνει την περπατόπιτα που την τοποθετεί στη μέση ενός χαμηλού τραπεζιού (σοφρά), βάζοντας γύρω ένα υνί, μολύβι, τετράδιο, ψαλίδι και διάφορα εργαλεία.

Όταν πηγαίνει το παιδί στο τραπέζι, το πρώτο αντικείμενο που θα πιάσει θα σημαίνει ότι αυτό μελλοντικά το επάγγελμα θα κάνει.

Όταν ερχότανε η ώρα της παντρειάς υπήρχε η προξενήτρα που τα κανόνιζε όλα, μετά γινότανε ο αρραβώνας, ο γάμος που κρατούσε από την Πέμπτη μέχρι και την Δευτέρα παρουσία πάντα γκάιντας. Ένα άλλο έθιμο που σιγά - σιγά όμως άρχισε να ξεφτίζει και να γίνεται θρύλος για τους νεότερους, είναι η γιορτή της Μπάμπως ή Μαμής. Πολλές παραλλαγές υπάρχουν ως προς τον τρόπο εορτασμού του εθίμου αυτού από χωριό σε χωριό. Το έθιμο αυτό ήλθε μαζί με τους πρόσφυγες και στα Άμφια, αλλά ονομάζεται και "Γυναικοκρατία". Πολλά παιχνίδια παίζανε τα παιδιά στα Άμφια, όπως την μαύρη κοτούλα ή τις κουβαρίστρες κλπ.

Πάνω από το χωριό ο λόφος ονομάζεται Καν-τεπέ (ματωμένος λόφος). Στα ανατολικά του λόφου υπάρχει προσκυνητάρι τις μνήμη των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Για την ονομασία του λόφου υπάρχουν δύο ονομασίες, η πρώτη ότι κατά την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής πριν το 1922, στο χωριό κατοικούσαν Βούλγαροι και Οθωμανοί. Στο κέντρο του λόφου υπήρχε μεγάλο αλώνι όπου οι Βούλγαροι κατά την εορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένη γιόρταζαν με μεγαλοπρέπεια. Αφιέρωναν δε 5 αρνιά "κουρμπάνι". Όταν έσφαζαν τα αρνιά το αίμα έτρεχε άφθονο και ο λόφος ματωνότανε, εξού και η ονομασία "Ματωμένος λόφος". Ακολούθως μοιράζανε το κρέας σε όλον τον κόσμο που παρευρίσκονταν εκεί. Νεότεροι αναφέρουν ότι κατά τον πόλεμο μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων έγινε μεγάλη μάχη εκεί και χύθηκε άφθονο αίμα. Έκτοτε ονομάζεται ματωμένος λόφος.

Στη βόρεια πλευρά του χωριού πλησίον των νεκροταφείων υπάρχει η περιοχή Αλ-Καμπά (αφράτο μαντρί). Από τα πολλά μαντριά που υπήρχαν και διέμεναν κοπάδια ζώων. Η μακροχρόνια παραμονή των ζώων έκανε το χώμα αφράτο και γι' αυτό ονομάστηκε έτσι.

Τέλος έχουμε να πούμε ότι οι Γκαγκαβούζηδες είναι ένα Θρακιώτικο φύλο, του οποίου τα έθιμα ομοιάζουν με τα έθιμα των άλλων Ανατολικο-Θρακιωτών. Παρουσιάζει μόνο μια ιδιαιτερότητα έναντι στους υπόλοιπους Θρακιώτες και Έλληνες. Ότι οι παλαιότεροι όπως και οι Καππαδόκες ήταν τουρκόφωνοι αλλά φανατικοί χριστιανοί και Έλληνες πατριώτες. Είναι περήφανοι για την καταγωγή τους και κανείς δεν μπορεί να τους το ανατρέψει.

Πηγές
Ήθη και έθιμα του χωριού Άμφια Ροδόπης 
Ανάτυπο αρχείο Θράκης - Αριστοφάνη Κούλερη
Wikipedia
istorikesselides.wordpress - Χ. Κοζαρίδης

Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News

Ροή Ειδήσεων

xronos
xronos.gr