Η εθνική δράση των Ροδοπαίων μετά το 1903 | xronos.gr
Ο ΑΝΤΙΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΗ ΡΟΔΟΠΗ

Η εθνική δράση των Ροδοπαίων μετά το 1903

02/03/19 - 10:00

Οι Έλληνες πρόκριτοι της Ροδόπης προσήλθαν αθρόα στην έκκληση του ελληνικού κράτους για αγορές μεγάλων εκτάσεων για να μην δημιουργηθούν προγεφυρώματα πανσλαβιστών και Βουλγάρων

Ο Αθανάσιος Αθανασιάδης στην ιστορική του αναδρομή με τίτλο "Η παλιά Κομοτηνή" που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1980 στον "Χρόνο" συμπεριέλαβε και τα εξής για την εθνική δράση των Ροδοπαίων μετά το 1903: "Αξιόλογος υπήρξε και η εθνική δράση των Ροδοπαίων κατά τον Μακεδονικό Αγώνα 1903-1908. Την επιτροπή του αγώνα απάρτιζαν οι Αρχιερατικός Επίτροπος Νικόλαος Σακελλαρίαδης, Δημήτρης Βουτιάδης δικηγόρος, Σοφοκλής Κομνηνός διδάσκαλος, Ιωάννης Αθανασιάδης ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου "Ροδόπη", Δημήτριος Μουζιόπουλος αργυραμοιβός. Την επιτροπή αυτήν πλαισίωναν οι απεσταλμένοι της Εθνικής Εταιρείας της Ελλάδος ανθυπασπιστής Γρηγόριος Λαδακάκος με τον ψευδώνυμο Αντωνίου, ως διδάσκαλος Μαρώνειας και Φίλιππος Τσίγκας, οπλαρχηγός απ' τον Πολύγυρο της Χαλκιδικής με το ψευδώνυμο Δούκας ως έμπορος. Την ομάδα κρούσεως αποτελούσαν 15 περίπου νέοι της Κομοτηνής επικεφαλής των οποίων ήταν οι Διαμαντής Βαφείδης, Σοφοκλής Ζησιάδης, Κωστάκης Σουκιάζης, Γεώργιος Διαμαντίδης και Βασίλης Σασαλής. Περιοδικώς κατέφθαναν στην Κομοτηνή για συντονισμό του αγώνα οι Ίων Δραγούμης υποπρόξενος Αλεξανδρούπολης, Κ. Χαλκιόπουλος υποπρόξενος Ξάνθης και Ευθύμιος Κανελλόπουλος, γεν. πρόξενος Αδριανουπόλεως.

Με τις δραστηριότητες και τις ενέργειες των αγωνιστών αυτών αρκετά από τα βουλγαρόφωνα χωριά της Ροδόπης παρέμειναν πιστά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο εξουδετερώνοντας την δράση του Βουλγαρικού Κομιτάτου και της Εξαρχείας. Ο ανεφοδιασμός των αγωνιστών με όπλα κλπ γινότανε από καραβοκύρηδες της Μαρώνειας που τα μεταφέρανε από την Σύρο και τα φυλάσσανε σε ειδικές κρύπτες (νεκροταφεία, εγκαταλειμμένα σπίτια) και αργότερα τα διανέμανε καταλλήλως.

Στην ομάδα κρούσεως οφείλετε το δέσιμο και το φίμωμα του Βούλγαρου Παπά της Κομοτηνής την παραμονή των Χριστουγέννων το 1908 και την καταστροφή του εσωτερικού της προσωρινής βουλγαρικής εκκλησίας, που είχε εγκαταστήσει το Βουλγαρικό Κομιτάτο στην οικία του Σασάλη επί της οδού Βελισσαρίου. Το σπίτι αυτό δόθηκε προίκα στην αδελφή του Βασιλείου Σασάλη, την Καλλιόπη, που παντρεύτηκε έναν Βούλγαρο καπνέμπορο στην Ξάνθη, ο οποίος όταν του ζήτησε το Βουλγαρικό Κομιτάτο, παρεχώρησε προσωρινά την χρήση του προς εγκατάσταση σ' αυτό της βουλγαρικής εκκλησίας μέχρι να ανεγερθεί νέο κτίριο. Ο πατριώτης όμως Βασίλειος Σασάλης μη ανεχόμενος την μετατροπή αυτή του πατρικού του σπιτιού, παρακίνησε την ομάδα κρούσης στην ως άνω ενέργεια, στην οποία πρωτοστάτησε και ο ίδιος. Τόσο ήταν το κατά των Βουλγάρων μένος του ώστε όταν επιστρατεύτηκε τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο πολεμούσε όρθιος κατά των Βουλγάρων με αποτέλεσμα να πέσει ηρωϊκά μαχόμενος. Η Επιτροπή αγώνος εκτός από την τόνωση του εθνικού φρονήματος με εράνους μεταξύ των εύπορων Κομοτηναίων ενίσχυε με σοβαρά ποσά την μισθοδοσία των διδασκάλων και διδασκαλισσών των χωριών της Ροδόπης και φρόντιζε για όλες τις ανάγκες των σχολείων".

Σε άρθρο πάλι της εφημερίδας "Κομοτηνή" το 1970 που δημοσιεύθηκε έγραφε: "Στον ανειρήνευτον αγώνα του Ελληνισμού κατά των Σλάβων και των Βουλγάρων, η Κομοτηνή έδωσε πάντοτε το παρόν. Όταν το 1867 συνεστήθη από τον Ρώσο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Κόμη Ιγνατίεφ, η Πανσλαβιστική Εταιρεία με σκοπό την συνένωση όλων των Σλάβων υπό την αιγίδα του Τσάρου, τότε αμέσως η κυβέρνηση της Ελλάδος έδωσε εντολή στους κατά τόπους Έλληνες προξένους και μέσω των μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου εδόθη  το σύνθημα της αγοράς παρ' Ελλήνων ευπόρων της Μακεδονίας και της Θράκης, όσο το δυνατόν περισσοτέρων αγροκτημάτων στην ύπαιθρο χώρα, για να μην περιέλθουν αυτά στα χέρια του Πανσλαβιστών ούτως ώστε να μην μπορούν να διεισδύσουν και να επεκταθούν οι Σλάβοι και οι Βούλγαροι στη Μακεδονία και Θράκη.

Στην έκκληση αυτή οι Έλληνες πρόκριτοι της Ροδόπης ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό. Αμέσως διέθεσαν σεβαστά ποσά για την αγορά πολλών αγροκτημάτων σε όλη την Ροδόπη στην περιφέρεια Κομοτηνής και Σαπών. Χάρη της ιστορίας αναφέρονται τα ονόματα των πατριωτών αυτών Ελλήνων προκρίτων της Ροδόπης για να τους γνωρίζουμε και να τους θυμόμαστε αυτούς και τις οικογένειές τους. Έτσι βλέπουμε ότι αμέσως οι Λάμπρος Κομνηνός αγόρασε το αγρόκτημα Σώστη. Ο Θεοχάρης Ζωηόγλου αγόρασε το αγρόκτημα Αμαράντων, ο Μιχάλης Σούζος και ο Αθανάσιος Καστάνιας αγόρασαν το αγρόκτημα Μωσαϊκού. Ο Ιωάννης Ζωΐδης και ο Γεώργιος Σίτης αγόρασαν το αγρόκτημα Παλλαδίου. Ο Κωνσταντίνος Σκουτέρης με τον Ελευθέριο Τελωνίδη αγόρασαν το αγρόκτημα Κιρ-Τσιφλίκ (Αίγειρο). Ο Χατζή Γεώργιος Τσακίρογλου αγόρασε το αγρόκτημα Βέλκιου Σαπών. Οι οικογένειες Νικολάου και Τηλέμαχου Μπάζμπα αγόρασαν το αγρόκτημα Υφαντών και τέλος οι ευεργέτες Κλεάνθης και Κυριάκος Κούλογλου ικανές εκτάσεις αγρών στις περιοχές των χωριών Μέγα Δουκάτο και Εργάνης.

Με τις θυσίες αυτές και τις άνω αξιέπαινες ενέργειες οι Έλληνες καθήλωσαν και αναχαίτισαν επιτυχώς την διείσδυση των Σλάβων και των Βουλγάρων στην Ροδόπη. Κάθε τιμή και εθνική ευγνωμοσύνη ανήκει σε αυτούς που συνέβαλαν στο εθνικό αυτό έργο προκρίτους της Ροδόπης οι οποίοι κάνανε τις αγορές των αγρών εκείνων μάλιστα με τιμές άνω του κανονικού. Στα περισσότερα των αναφερθέντων αγροκτημάτων, εγκαταστάθηκαν μετά το 1922 πρόσφυγες από την Βόρεια και Ανατολική Θράκη, Πόντο και Μικρά Ασία".
(Σ.Σ. Σήμερα μια παρόμοια περίπου κίνηση βλέπουμε να εκδηλώνεται σε μικρή έκταση για την ώρα βέβαια στην Ροδόπη και στην Θράκη από κάποια κέντρα γι' αυτό θα πρέπει οι Θρακιώτες να είμαστε σε εγρήγορση και να μην περιμένουμε τις όποιες αντιδράσεις και τα όποια μέτρα από το κράτος των Αθηνών το οποίο βέβαια όλα τα χρόνια "αλλουνού παπά ευαγγέλιο διαβάζει" και όχι πάντα του συμφέροντος των Θρακών και της Ελλάδος).

Επανερχόμενοι όμως στις θυσίες των προκριτών της Ροδόπης ενημερωνόμαστε ότι δεν ήταν μόνο οι υλικές θυσίες που γίνανε χάριν εθνικού σκοπού της εξαγοράς των αναφερθέντων αγροκτημάτων κλπ. Αργότερα με το σχίσμα και την δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας και εν συνεχεία κατά την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα κατά του βουλγαρισμού, που διεξάγονταν με μανία σε όλη την Θράκη και την Μακεδονία, οι Έλληνες πρόκριτοι της Ροδόπης δεν έπαυσαν να συνεισφέρουν ανελλιπώς τα ταχθέντα από τον καθένα ποσά, τα οποία διατίθεντο για την πληρωμή και συντήρηση διδασκάλων, ιερέων, των απεσταλμένων της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Αξιωματικών Οπλαρχηγών και Οπλιτών και ότι άλλο απαιτούσε η διεξαγωγή του αγώνα. Τόση ήταν η προθυμία όλων των Ελλήνων Ροδοπαίων για την συμμετοχή στον αγώνα ώστε πολλές φορές ανελάμβαναν ριψοκίνδυνες αποστολές, τις οποίες με κίνδυνο της ζωής τους και φυλάκισης από τις οθωμανικές αρχές έφεραν σε πέρας.

Επικεφαλής της Εθνικής Εταιρίας που έδρασαν στην Ροδόπη ήταν ο, με το ψευδώνυμο Αντωνίου, (ανθυπασπιστής) Γρηγόριος Λαδακάκος που εμφανίζονταν ως διδάσκαλος στην Μαρώνεια. Επίσης ο οπλαρχηγός Φίλιππος Τσίγκας από την Χαλκιδική με ψευδώνυμο Καπετάν Δούκας, ο, με το ψευδώνυμο Αντωνιάδης, εμφανιζόμενος ως διδάσκαλος στον Ίασμο, τον οποίο όμως προδώσανε και τον απελάσανε οι Οθωμανοί. Εκπρόσωπος της Εθνικής Εταιρείας στην Μακεδονία και την Θράκη ήταν ο Κωνσταντίνος Βελλίδης, μετέπειτα ιδρυτής της εφημερίδας "Μακεδονία" στη Θεσσαλονίκη. Αυτός όταν ερχόταν στην Κομοτηνή για να δώσει εντολές και κατευθύνσεις στα μέλη της Εθνικής Εταιρείας της Ροδόπης. Κατέλυε στο μοναδικό τότε ξενοδοχείο εστιατόριο - καφενείο της Κομοτηνής "Ροδόπη". Εκεί βρισκότανε "τυχαία" και οι πρόξενοι Αδριανουπόλεως Ευθ. Κανελλόπουλος, Αλεξανδρουπόλεως Ίων Δραγούμης και Ξάνθης Χαλκιόπουλος και Μαυρομιχάλης. Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου ήταν ο τοπικός σύνδεσμος μεταξύ όλων των ανωτέρω και της τοπικής Εθνικής οργάνωσης της Ροδόπης, η εθνική δράση των μελών της υπήρξε αξιόλογος, αποφασιστική και πατριωτική σε όλες τις περιστάσεις.

Στην Μαρώνεια πάλι βλέπουμε ότι εκτός των άλλων είχαν σταλεί οι δάσκαλοι Ιωάννης Λιάπης και Ζαμπρίκας. Ο Ιωάννης Λιάπης που τοποθετήθηκε ως διευθυντής του Αρρεναγωγείου της Μαρώνειας ήταν και ο αρχηγός των ενόπλων τμημάτων και έπαιρνε εντολές μόνο από τον πρόξενο της Ελλάδος στην Αλεξανδρούπολη Ίωνα Δραγούμη. Με χρήματα της οργάνωσης για τον αγώνα συγκροτήθηκαν τότε και στην Μαρώνεια ομάδες που εξοπλίζονταν με όπλα που μετέφεραν τα Μαρωνίτικα καράβια όπως προείπαμε από την Σύρο.

Ενεργό συμμετοχή στον αγώνα εκείνο είχαν οι Μαρωνίτες: Χουρμούζης Χουρμουζιάδης ιατρός και φλογερός διαφωτιστής, Κωστάκης Κωνσταντινίδης φαρμακοποιός σημαιοφόρος, Φωτάκης Κων. Κωνσταντινίδης, πάρεδρος, Ιωάννης Φωτ. Βιτλάς, Χρήστος Αθανασίου και Αντώνης Παπανθέμου ήταν της  καθοδήγησης με μεγάλη δράση. Γεώργιος Πλιάτινκας, Γιώργος Πανδρεμένος και Ιωάννης Μόσχος, ήταν αποθηκάριοι όπλων και τα κρύβανε στο σπίτι του Λουκά Μαντούδη  ο οποίος διέμενε στην Κωνσταντινούπολη. Αλέξανδρος Περβανάς, Ανδρομέγας Κωνσταντινίδης, Βασίλειος Δεληβασίλης, Κυριάκος Σωτ. Περβανάς, Ιωάννης Καντινίδης, Θωμάς Κωστή Χατζηθωμάς, Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Επίσης ο Ευστράτιος Βασ. Στογιαννίδης, ο Παναγιώτης Ευθ. Δεληθεοδώρου και ο Κωνσταντίνος Μάτζαρης ήταν υπεύθυνοι της πολιτοφυλακής της ενορίας του Αγίου Ιωάννη. Όπως και ο Σταύρος Ξανθόπουλος, Ιωάννης Φωτ. Βιτλάς και Κυριάκος Περβανάς ήταν υπεύθυνοι της πολιτοφυλακής της ενορίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μαρώνειας.

Για την μεταφορά όπλων και φυσιγγίων από την νήσο Σύρο με τρεχαντήρια 6-7 τόνων τα μετέφεραν οι καπεταναίοι Αθανάσιος Παρίσης, Ιωάννης Παρίσης, Αλκιβιάδης Καρακώστας και Παναγιώτης Καρακώστας. Οι καπετανέοι αυτοί ταξίδευαν με πανιά, συνήθως τη νύχτα, τα ξεφόρτωναν και τα έκρυβαν πάντα σε διαφορετικά μέρη. Σε μια μικρή σπηλιά της Μαρώνειας στο ακρογιάλι του Μάλτεπε - Καβούρια, στο ακρογιάλι Παχύαμος, στη Σύναξη στο μικρό λιμανάκι, σε χριστιανικούς τάφους ή μέσα σε θαμνώδεις περιοχές. Από κει η μεταφορά στο χωριό γινότανε με ζώα. Όπου επίσης τα κρύβανε στον μαρμάρινο κιβωτιόσχημο τάφο του Παναγιώτη Δημ. Προεστόπουλου, κάτω από την Αγία Τράπεζα του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με την βοήθεια του παπά Σωτήρη και του νεωκόρου Μουστάκα.

Η Μαρώνεια τότε είχε μόνο τρεις Οθωμανούς χωροφύλακες. Ορισμένα από τα όπλα αυτά μοιραζόταν στο Κόσμιο, στη Γρατινή, στον Ασώματο, στον Ίασμο, στην Κομοτηνή. Οι ένοπλες ομάδες μάλιστα των Μαρωνιτών όταν είχαν πληροφορίες ότι στα γειτονικά βουλγαρόφωνα χωριά ερχόταν Βούλγαροι Κομιτατζήδες, ντυνόταν ευζωνικά με τις κουμπούρες, τα γιαταγάνια και άλλα όπλα καβάλα στα άλογα με την ελληνική σημαία μπροστά, έκαναν την εμφάνισή τους σχεδόν κάθε βράδυ στα χωριά αυτά και ίσως γι' αυτό δεν χρειάστηκε να δώσουν σοβαρές μάχες. Γιατί οι κάτοικοι των βουλγαρόφωνων χωριών ακούγοντας τα γαυγίσματα των σκυλιών και τα ποδοβολητά των αλόγων βλέποντας από τα παράθυρα τους μέσα στη νύχτα φουστανελοφόρους να τρέχουν με τα άλογά τους τραγουδώντας και εμβατήρια δεν τολμούσαν να αντιδράσουν".

Πηγή: Θρακική Επετηρίδα Τόμος 5. Αντώνιος Ρωσίδης - Ο αντιβουλγαρικός αγώνας στη Θράκη

Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News

Ροή Ειδήσεων

xronos
xronos.gr