Μεσσούνη: Εδώ ζουν οι απόγονοι της αρχαίας θρακικής φυλής των Οδρυσών | xronos.gr
ΜΕ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΥΛΙΑ

Μεσσούνη: Εδώ ζουν οι απόγονοι της αρχαίας θρακικής φυλής των Οδρυσών

01/02/20 - 10:00
23423566-30.jpg

Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος  

Μεσσούνη. Το χωριό οφείλει το όνομά του στην παραδίπλα χτισμένη αρχαία πόλη Μαξιμιανούπολη - Μοσυνούπολη.

Οι κάτοικοι του σημερινού χωριού είναι πρόσφυγες, κατάγονται από την Ανατολική Ρωμυλία νότια Βουλγαρία. Από το χωριό Σιναπλί σημερινό Σινάποβο, της επαρχίας Καβακλί. Οι κάτοικοι του Καβακλί και των γύρω ελληνικών χωριών που ήταν και το Σιναπλί το 1903 αριθμούσαν 22.500 Έλληνες κατοίκους, ένεκα αυτού και λόγω του συμπαγούς ελληνικού πληθυσμού μόνο στο Καβακλί από όλες τις επαρχίες που υπήρχαν Έλληνες εκλέγονταν Έλληνας βουλευτής.

Τα περισσότερα σπίτια τους ήταν φτιαγμένα από ξύλινες βέργες πλεγμένες και καλυμμένες με λάσπη. Μόνο λίγα ήταν πέτρινα των πλουσίων. Στις αυλές των σπιτιών βρισκόταν ο αχυρώνας, ο στάβλος και το χοιροστάσιο. Ο πληθυσμός του ήταν καθαρά ελληνικός, το 1906 έφτανε τους 1.800 κατοίκους περίπου. Είχε τρεις συνοικίες, μια εκκλησία του Προφήτη Ηλία και ένα μοναστήρι της Αγίας Τριάδος. Από εκεί πήρε και την ονομασία η εκκλησία του σημερινού χωριού.

Διατηρούσε 7τάξιο δημοτικό σχολείο με 130 μαθητές.

Καλλιεργούσαν σιτηρά, όσπρια, αμπέλια ξακουστά, σηροτροφία και κτηνοτροφία, με πολλά αιγοπρόβατα και βοοειδή.

Το χωριό ήταν πολύ παλιό όπως και τα γύρω ελληνικά χωριά. 

Σε όλο το λεκανοπέδιο αυτό κατοικούσαν οι Οδρύσες μια από τις ισχυρότερες θρακικές φυλές που είναι και οι πρόγονοί τους.

Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877, με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και την σύνοδο του Βερολίνου, αναγνωρίζεται από την Τουρκία η ανεξαρτησία της Ανατολικής Ρωμυλίας.

Ονομάστηκε έτσι από την σύνοδο του Βερολίνου. Συγκεκριμένα από τις τουρκικές λέξεις "Ρουμ-Υλί", που σημαίνει χώρα των Ρωμιών όπως αποκαλούν τους Έλληνες.

Το 1885 πραξικοπηματικά περιήλθε στην Βουλγαρία. Το 1906 οι Βούλγαροι με απειλές, με ξύλο, με βία προσπαθούν να εκβουλγαρίσουν τους Έλληνες. 

Πιάνανε τους παπάδες επειδή δεν πηγαίνανε με την βουλγαρική εξαρχία, τους έβγαζαν τα ρούχα και ανέβαιναν στην πλάτη τους για να τους μεταφέρουν. 

Έτσι από τις βιαιοπραγίες αυτές μεγάλος αριθμός οικογενειών μετανάστευσαν στην Ελλάδα. Το 1914 νέο κύμα έφυγε. Τέλος το 1924 με την συνθήκη του Νεϊγύ άρχισε η καθολική μετανάστευση των Ελλήνων.

Ξεκίνησαν όλοι μαζί από το Σιναπλί. Έβαλαν στ' αμάξια τις γυναίκες και τα παιδιά τους και από πίσω ακολουθούσαν οι άνδρες με τα κοπάδια τους.

Πέρασαν από το Ορμένιο, τα Δίκαια, το Διδυμότειχο, την Αλεξανδρούπολη, την Μάκρη και την Κομοτηνή. Εγκαταστάθηκαν τέλος στο σημερινό χωριό Μεσσούνη. Στο χωριό μένανε μουσουλμάνοι πριν έλθουν οι Σιναπλιώτες, είχε και Βούλγαρους. Μετά την ανταλλαγή έφυγαν οι Βούλγαροι. Οι μουσουλμάνοι έφυγαν το 1955. Όσοι από τους Σιναπλιώτες δεν έμειναν στην Μεσσούνη εγκαταστάθηκαν στο Πολύκαστρο του Κιλκίς.

Στην Μεσσούνη εγκαταστάθηκαν σε σπίτια που είχαν αδειάσει λίγο πριν από τους Βουλγάρους. Οι υπόλοιποι έφτιαξαν όπως ήθελαν τη νέα τους κατοικία.

Στο ίδιο σπίτι ζούσαν οι γονείς, τα παιδιά, οι νύφες και τα εγγόνια. Δούλευαν όλοι μαζί και έτρωγαν όλοι μαζί.

Με λίγα αγροτικά εργαλεία όργωναν, έσπερναν, θέριζαν, αλώνιζαν και μετέφεραν τα σιτηρά τους στα αμπάρια του σπιτιού, ακολούθως έφερναν ξύλα για την θερμάστρα διόρθωναν τα εργαλεία, τάιζαν τα ζώα τους. Οι γυναίκες εκτός από τις δουλειές στα χωράφια κάνανε τις δουλειές του σπιτιού. Όλα τα ρούχα της οικογένειας και τα στρωσίδια ήταν χειροποίητα.

Φορεσιές
Οι γυναίκες φορούσαν το τσεμπέρι, στο μέτωπο είχαν δύο σειρές φλουριά από 15 η κάθε σειρά. Από πάνω φορούσαν βαμβακερό υφαντό πουκάμισο. Το κάτω μέρος το έβαφαν μπλε και το κεντούσαν με διάφορα σχέδια, όπως και τον ποδόγυρο και τις άκρες των μανικιών. Τα μανίκια ήταν και αυτά μπλε χρώματος.

Το φουστάνι τους γινόταν από μάλλινο ύφασμα που το έβαφαν και το έκαναν πλισέ. Κάτω στον ποδόγυρο το κεντούσαν και στα στήθη έκαναν τον "κόρφο", με όμορφα κεντητά σχέδια. Το ζωνάρι ήταν από υφαντό μαλλί για την μέση. Το γιλέκο ήταν και αυτό από μαλλί. Η γούνα ήταν από δέρμα εσωτερικά και λίγο από έξω. Την έλεγαν μακρυγούνα και την φορούσαν συνήθως οι νιόπαντρες. Κρεμούσαν πολλά χρυσά κοσμήματα, φλουριά και στα αφτιά χρυσά σκουλαρίκια. Στα πόδια φορούσαν τα λεγόμενα τσιαράπια (κάλτσες) που τα έπλεκαν με τα χέρια τους με μάλλινη κλωστή. Παπούτσια φορούσαν σε σχέδιο γόβας από χονδρό δέρμα.

Οι άνδρες φορούσαν στο κεφάλι ένα είδος φεσιού. Πουκάμισο φορούσαν βαμβακερό. Ο γιακάς του και τα μανίκια ήταν κεντημένα. Πουτούρια (παντελόνια) σε καφετί ή μαύρο χρώμα από υφαντό μαλλί, γιλέκο από μάλλινο υφαντό, υφαντό ζωνάρι για την μέση.

Με ένα μάλλινο ύφασμα πάλι τύλιγαν το κάθε πόδι από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο. Επίσης είχαν και μια μάλλινη κάπα με κουκούλα. Είχαν και την μακροζώνη με δέρμα στο περισσότερο μέρος της. Για παπούτσια φορούσαν τα τσαρούχια από δέρμα ζώου.

Βασκανία
Οι κάτοικοι του Σιναπλί πίστευαν πολύ στην βασκανία. Όταν κάποιος είχε φοβερό πονοκέφαλο, πίστευε ότι ήταν ματιασμένος. Η βασκανία συνήθως θεραπεύεται με το γήτεμα. Το γήτεμα είναι διάφορες ευχές που λένε στον άρρωστο, π.χ. μετρούσαν από το σαράντα κατεβαίνοντας μέχρι το μηδέν τρείς φορές. Η γυναίκα που γήτευε τον ματιασμένο χασμουριόταν, επίσης και ο άρρωστος.

Άλλο που κάνανε παίρνανε 40 βρεμένα κουκιά, επί 9 ημέρες τα γήτευαν και τα έβαζαν στα άστρα. Μετά από 40 ημέρες τα κρατούσε ο άρρωστος επάνω του και γινόταν καλά. Αν τα κουκιά μαύριζαν καταλάβαιναν ότι ήταν ματιασμένος. Μετά τις 40 ημέρες τα παράχωναν κοντά σε πηγάδι λέγοντας "όταν φυτρώσουν τα κουκιά τότε να βρουν τα μάγια τον άνθρωπο". Για να αποφύγουν την βασκανία έφτυναν τους άλλους (φτου να μην βασκαθείς), επίσης κρεμούσαν γαλάζιες χάντρες ή έβαζαν σκόρδο στα μαλλιά τους. Στα μωρά κρεμούσαν το "ματάκι". Στα ζώα το γήτεμα γινόταν πάνω σε μια χούφτα από πίτουρα που τα έτρωγε ύστερα το ζώο.

Ανεμοστρόβιλος
Αν έβλεπες ανεμοστρόβιλο έπρεπε να σκύψεις το κεφάλι κάτω, και να λες από μέσα σου "Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος ζει και βασιλεύει.

Αρρώστιες
Αν μια αρρώστια δεν περνούσε, πέρναγαν τον άρρωστο εννιά φορές μέσα από κάποια τρύπα λέγοντας ευχές ή ένας γέρος έσχιζε τρία νεαρά δέντρα (φτελιές) και περνούσαν τον άρρωστο από εκεί μέσα.

Αν ένα παιδί ήταν πολύ άρρωστο, παίρνανε την αλυσίδα από τα άλογα και δένανε το παιδί στα πόδια, αφήνοντας το σε ένα σταυροδρόμι πολύ πρωί τα χαράματα. Όποιος περαστικός έβρισκε πρώτος το παιδί από εκείνη την στιγμή γινόταν αδέλφια, και πάντα έφερνε δώρα στο παιδί.

Στοιχειώματα
Σε κάθε ανέγερση νέου σπιτιού έπρεπε οπωσδήποτε να σφάξουν έναν πετεινό να τρέξει το αίμα στα θεμέλια για να γίνει γερό το σπίτι. 

Δεισιδαιμονίες
Όταν έβλεπαν τη νέα σελήνη έπιαναν χρήματα για να είναι η τσέπη τους γεμάτη. Δεν σκούπιζαν το σπίτι όταν έφευγε κάποιος για ταξίδι, μάλιστα έριχναν λίγο νερό για να πάει ο δρόμος τους σαν νερό. Θεωρούσαν γρουσουζιά αν έπεφτε η καντήλα ή έσπαζε ο καθρέφτης.

Αν έπεφταν τα δαχτυλίδια από τα χέρια του κουμπάρου κατά την διάρκεια της στέψης θα χώριζε, έλεγαν, το αντρόγυνο. Αν σε φαγούριζε το δεξί χέρι θα έδινες χρήματα αν το αριστερό θα έπαιρνες χρήματα. Αν βούιζαν τα αφτιά σου συζητούσαν σίγουρα για σένα.

Την μέτρηση του χρόνου την υπολόγιζαν όταν δεν είχαν ρολόι από την σκιά που έριχνε το σώμα τους από τον ήλιο. Όταν ο ήλιος βασίλευε μέσα στα σύννεφα λέγανε θα χαλάσει ο καιρός. Όταν είχε κόκκινα σύννεφα στη δύση του ηλίου, θα φυσούσε αέρας την άλλη μέρα.

Έβαζαν μάρτη στα παιδιά για να μη τα μαυρίσει ο ήλιος. Τον Ιανουάριο τον έλεγαν Τρανό μήνα, τον Φεβρουάριο Μικρό, τον Ιούνιο Θεριστή, τον Ιούλιο Αλωνάρι και τον Οκτώβριο του Αη Δημητρίου. 

Όταν οι μύγες τσιμπούσαν έλεγαν θα βρέξει. Το ίδιο έλεγαν όταν τα χελιδόνια πετούσαν χαμηλά.

Λαϊκή ιατρική
Στον πονοκέφαλο γήτευαν τον άρρωστο, στο στραμπούληγμα στούμπιζαν κρεμμύδια με αλάτι και το έδεναν πάνω με ένα κομμάτι πανί. Στον κοιλόπονο έβαζαν στον αφαλό του αρρώστου ένα ποτηράκι. Στο κρυολόγημα έκαναν βεντούζες στον άρρωστο. Στις πληγές έκαιγαν μαλλί και την στάχτη την έβαζαν πάνω στην πληγή. Στην αιμορραγία της μύτης τραβούσαν τρίχες από το κεφάλι του αρρώστου μέχρι να σταματήσει. Στον πόνο των αφτιών στάζανε σταγόνες από ζουμί πράσου μέσα στο αφτί.

Σιναπλιώτικη κουζίνα
Αποτελούνταν από τον τραχανά, τον γιουφκά, την ρουσνίτσια, το αρύ μπλιγκούρι, τα φασόλια με ζωμό, τα φασόλια με ρύζι ή με κρεμμύδια στο ταψί ή με τουρσί, κουκιά με σιγκούδια ή κουκιά φάβα, κρέας χοιρινό με τουρσί ή με τουρσί και ρύζι. Έφτιαχναν και καβουρμά. Επίσης είχαν και τα αβγά μάτια με σκορδαλιά, την παπάρα, το ταρατόρ, το κατσιαμάκι, την μπομπότα, τα λάπατα, τις πίτες με τυρί, με ρύζι, την κολοκυθόπιτα ή με σουσάμι ή καρύδι, πρασόπιτα, τα μικίκια, τα λαλάκια, το πετιμέζι και τα ρετσέλια. Από το γουρούνι που είχαν στο σπίτι τους έφτιαχναν τα λουκάνικα και την μπάμπω, ένα μέρος από το λίπος το έκαναν παστό, το υπόλοιπο το έβαζαν στα δοχεία την λεγόμενη λίγδα και την χρησιμοποιούσαν σαν λάδι στο φαγητό. Την κύστη των ούρων την δίνανε στα παιδιά τα οποία αφού την φούσκωναν την χρησιμοποιούσαν σαν μπάλα ποδοσφαίρου.

Στον θάνατο
Την στιγμή που ξεψυχούσε ο μελλοθάνατος δεν έπρεπε να φωνάζουν, γιατί γύριζε πίσω η ψυχή και παιδευόταν ώσπου να βγει. Όταν ξεψυχούσε γύριζαν ανάποδα τον καθρέφτη. Ποτέ δεν άφηναν μόνο του τον νεκρό μέσα στο σπίτι για να μην περάσει από πάνω του καμιά γάτα και βρικολακιάσει. Συγγενείς πήγαιναν στα νεκροταφεία και αφού έκαναν έναν σταυρό στο χώμα έσκαβαν τον τάφο, δεν τον άφηναν αφύλαχτο μέχρι να φέρουν τον πεθαμένο από την εκκλησία.

Μετά την εκκλησία στα νεκροταφεία ρίχνανε όλοι από λίγο χώμα μέσα στο μνήμα. Πίσω δεν γύριζε να δει κανείς να μην τον πάρει ο νεκρός μαζί του. Αν το λείψανο ήταν γελαστό σήμαινε ότι σύντομα θα ακολουθήσει και άλλος. Σε αυτούς που έσκαβαν το μνήμα τους έδιναν από μια πετσέτα. Οι κασμάδες και τα φτυάρια έμεναν τρεις μέρες στο σπίτι του νεκρού και ύστερα τα έπαιρναν.

Πήγαιναν μια κούπα σιτάρι με ένα μπουκάλι λάδι στην εκκλησία και τα διάβαζε ο ιερέας μετά την λειτουργία. Επί 40 ημέρες πήγαιναν στο μνήμα του νεκρού και θυμιάτιζαν, έριχναν νερό και άναβαν κερί.

Στο εγκαταλειμμένο νεκροταφείο των μουσουλμάνων της Μεσσούνης σήμερα μετά από 60 χρόνια θάβουν τους αλλοδαπούς μετανάστες μουσουλμάνους, άραγε ποιανού ιδέα ήταν.

Τα ήθη και τα έθιμά τους, το προξενιό, ο αρραβώνας, ο γάμος, η γέννηση, ήταν όπως περίπου και των υπολοίπων Ανατολικορωμυλιωτών.

Σήμερα ο Μορφωτικός Σύλλογος Μεσσούνης συνεχιστής των τοπικών παραδόσεων αναβιώνει ορισμένα έθιμα που είχαν και οι πρόγονοί τους στο Σιναπλί, όπως την πρωτοχρονιά κόβανε ένα είδος βασιλόπιτας που ήταν μια παραδοσιακή τυρόπιτα, την οποία θυμιατίζανε με ένα υνί, σε κάθε δε κομμάτι της είχε μικρά κλαδάκια, τα λεγόμενα "σημάδια" τα οποία αντιπροσώπευαν το σπίτι, τα χωράφια και τα ζώα. Έτσι εκτός από το φλουρί στον τυχερό έπεφτε και σε κάθε κομμάτι και από ένα σημάδι.

Άλλο έθιμο ήταν ανήμερα της γιορτής του Αγίου Τρύφωνα πήγαιναν στ' αμπέλια και κόβανε από τις τέσσερις γωνίες από μια βέργα, κάνανε τον σταυρό τους για να τους βοηθάει ο Άγιος και μετά συγκεντρώνονταν οι χωριανοί και με την συνοδεία γκάιντας πίνανε, χόρευαν και γλεντούσαν μέχρι αργά το βράδυ. Εκτός από την Μεσσούνη το έθιμο το γιορτάζουν και στα Δίκαια Έβρου.

Πριν το 1900 στο Σιναπλί δεν είχε βρέξει και δεν υπήρχε νερό ούτε για τις ανθρώπινες ανάγκες ούτε για τα ζώα, ούτε για τα χωράφια. Έτσι παίρνοντας τις εικόνες πήγαν στα χωράφια και μαζί με ιερείς έκαναν δέηση για βροχή. Σε λίγο άρχισε να βρέχει. Από τότε μέχρι και σήμερα στην Μεσσούνη πραγματοποιείται η Τράπεζα Αγάπης όπου προσφέρονται βραστά αρνιά και πρόβατα υπό την επίβλεψη πάντα του Μορφωτικού Συλλόγου Μεσσούνης.

Πηγές
Αλεξίδης Ιωάννης
Μορφωτικός Σύλλογος Μεσσούνης
Wikipedia

Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News

Ροή Ειδήσεων

xronos
xronos.gr