Με τη βαρύτητα να πέφτει πλέον στο εμπόριο, ακόμη πιο εμφανή γίνονται τα προβλήματα της φετινής ελαιοκομικής περιόδου. Μειωμένες παραγωγές, προβλήματα στην ποιότητα και αποκλείσεις τιμών μεταξύ των περιοχών είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά της τρέχουσας περιόδου.

Μακριά από μία «μαξουλοχρονιά» η Λέσβος, πορεύεται με περσινές ποσότητες

Στους 1.500-2.000 τόνους υπολογίζεται η φετινή παραγωγή του νησιού, έναντι των 7.000-8.000 τόνων των αρχικών εκτιμήσεων. «Δεν θα είχαμε μεγάλη παραγωγή, μαξουλοχρονιά όπως λέμε, αλλά με βάση τις ενδείξεις του Μαΐου η παραγωγή θα ήταν σε καλά επίπεδα», ανέφερε ο πρόεδρος του ΑΣ Ακρασίου, Χρήστος Κουτλής. Ωστόσο, τα καιρικά φαινόμενα σε συνδυασμό με την επιδρομή του δάκου και την καθυστέρηση της έναρξης του προγράμματος δακοκτονιών επέφεραν μείωση της παραγωγής που αγγίζει το 80%, με μόνη νησίδα περιοχές στο κέντρο του νησιού, όπως η Αγία Παρασκευή και η Καλλονή, να δείχνουν καλύτερη εικόνα. Σε άλλες περιοχές, όπως αυτή του Πλωμαρίου, σύμφωνα με τον ίδιο, η καταστροφή μπορεί να αγγίζει και το 100%, με τη ζημιά για τους παραγωγούς του νησιού να υπολογίζεται σε πάνω από 20-25 εκατ. ευρώ.

Εκτός όμως από τις μειωμένες ποσότητες, μεγάλα είναι και τα προβλήματα ποιότητας, αφού τα περισσότερα λάδια φετινής εσοδείας κατατάσσονται στις κατηγορίες των παρθένων και των βιομηχανικών. Οι παραγωγοί του νησιού αναμένουν την απάντηση των Βρυξελλών στο πλαίσιο του γενικότερου αιτήματος της χώρας για αποζημίωση στην ελαιοπαραγωγή, όντας έτοιμοι «για μαζικότερες κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις στην περίπτωση που δεν προκύψουν αποζημιώσεις», σχολίασε ο πρόεδρος του συνεταιρισμού.

«Φετινά λάδια σχεδόν δεν υπάρχουν», πρόσθεσε ο κ. Κουτλής, συμπληρώνοντας ότι οι παραγωγοί πορεύονται με περσινές ποσότητες. Μέχρι το τέλος του προηγούμενου έτους, τα περισσότερα ελαιοτριβεία είχαν κλείσει, ελλείψει ποσοτήτων, για να ανοίγουν έκτοτε μόνο για το άλεσμα μικροποσοτήτων. Καθηλωμένες στα 2,50 ευρώ, με βάση τις 3 γραμμές οξύτητας, παραμένουν εδώ και αρκετούς μήνες οι τιμές για τα λάδια του νησιού, με εξαίρεση την περιοχή του Πλωμαρίου, που κινούνται στα 3 ευρώ.

Στα αζήτητα τα βαριά λάδια στο Ηράκλειο, μικρή ροή στα Χανιά

Κακή χαρακτηρίζουν τη φετινή χρονιά οι παραγωγοί του Ηρακλείου, μετά τα εκτεταμένα προβλήματα που αντιμετώπισαν, τα οποία φαίνονται και στο άλεσμα του λαδιού. «Τα τρίγραμμα στην περιοχή είναι ελάχιστα», σχολίασε ο πρόεδρος της Ένωσης Ηρακλείου ΑΒΕΕ, Ανδρέας Στρατάκης, συμπληρώνοντας ότι για τα βαριά λάδια δεν εκδηλώνεται κανένα εμπορικό ενδιαφέρον, ενώ για όσα είναι ποιοτικά οι τιμές διαμορφώνονται στα 3-3,20 ευρώ το κιλό, με βάση τις τρεις γραμμές οξύτητας.

Μικρή σταθερή ροή χαρακτηρίζει τις εμπορικές κινήσεις στα Χανιά, με τις τιμές να παραμένουν σταθερές μεταξύ 2,70-2,90 ευρώ το κιλό για τις τρεις γραμμές οξύτητας. «Ο παραγωγός κόβει μικρές ποσότητες για να καλύψει τις ανάγκες του, προσδοκώντας καλύτερες τιμές και στη χονδρική όλοι ψωνίζουν για τις ανάγκες τους», σημείωσε ο Νεκτάριος Παρασκάκης, υπεύθυνος δραστηριότητας ελαιολάδου στον ΑΣ Χανίων.

Στο κλείσιμο πλησιάζουν τα ελαιουργεία της περιοχής, αφού αυτή την περίοδο υπολειτουργούν αλέθοντας μία με δύο φορές την εβδομάδα ποσότητες που έχουν μείνει πίσω. Αυτό που χαρακτηρίζει την περίοδο είναι οι μεγάλες διαφορές τιμών μεταξύ των περιοχών, σύμφωνα με τον κ. Παρασκάκη, καθώς, για παράδειγμα, στο Ηράκλειο οι τιμές είναι της τάξεως των 2,60-2,70 ευρώ, με εξαίρεση βέβαια τις καλές ποιότητες.

Εκείνο που πρέπει να ληφθεί υπόψη, σημείωσε ο ίδιος, είναι το γεγονός ότι «η Ελλάδα πολύ λίγο διαδραματίζει ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών, υπό την έννοια ότι το μεγάλο ποσοστό του λαδιού διακινείται χύμα, άρα οι αγορές έξω είναι αυτές που καθορίζουν κατ’ ουσίαν τις τιμές, δικαίως ή αδίκως».