Eνστάσεις από το Γραφείο Προϋπολογισμού για την αποσύνδεση των εισφορών από το εισόδημα

Eνστάσεις από το Γραφείο Προϋπολογισμού για την αποσύνδεση εισφορών από το εισόδημα

Κριτική στην κυβέρνηση για τον πυρήνα της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης η οποία συνίσταται στην αποσύνδεση των εισφορών από το φορολογητέο εισόδημα ασκεί το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στην έκθεσή του για το τέταρτο τρίμηνο του 2019.

Αν και οι συγγραφείς της έκθεσης αναγνωρίζουν αρκετές θετικές παρεμβάσεις, όπως τη μείωση των εισφορών μισθωτής εργασίας για επιδόματα ανεργίας, το ανώτατο όριο του αθροίσματος κύριας και επικουρικής σύνταξης, την προαιρετική ασφάλισης για επικουρική σύνταξη και, κυρίως, την αύξηση στα ποσοστά αναπλήρωσης για χρόνο ασφάλισης μεγαλύτερο των 30 ετών, εκφράζουν σοβαρές ενστάσεις για τις αλλαγές στον τρόπο προσδιορισμό των εισφορών των μη μισθωτών.

«Η πιο σημαντική αλλαγή που εισάγει το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο είναι η αποσύνδεση των εισφορών από το εισόδημα για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες, με τη θέσπιση έξι κατηγοριών εισφορών από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ελεύθερα ο ασφαλισμένος», αναφέρει η έκθεση, συμπληρώνοντας ότι «πρόκειται ουσιαστικά για επαναφορά του καθεστώτος που τροποποίησε η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του νόμου 4387/2016, στα πλαίσια εξορθολογισμού του συστήματος και ίσης μεταχείρισης των ασφαλισμένων, αυτοαπασχολούμενων ή μισθωτών».

Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, «η ακύρωση αυτής της μεταρρύθμισης επανεισάγει την ευνοϊκότερη μεταχείριση των ελεύθερων επαγγελματιών σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους, μια από τις βασικές αιτίες των ιδιαίτερα υψηλών ποσοστών αυτοαπασχόλησης (χωρίς προσωπικό) που καταγράφει διαχρονικά η χώρα μας (22% έναντι 9% στην Ευρωζώνη) με αρνητικές επιπτώσεις στη συνολική παραγωγικότητα και στα δημόσια έσοδα».

Στα θετικά του νέου νομοσχεδίου, σύμφωνα με την έκθεση, καταγράφεται η κατάργηση της 13ης σύνταξης και το γεγονός ότι «η εξοικονόμηση που προκύπτει (0,5% του ΑΕΠ) κατευθύνεται στη συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και σε άλλες πολιτικές κοινωνικής ασφάλισης, πρόνοιας και κοινωνικής αλληλεγγύης και υγείας».

«Ναι» στην αύξηση του κατώτατου μισθού

Σε ό,τι αφορά τον κατώτατο μισθό, το Γραφείο Προϋπολογισμού σημειώνει ότι, παρά τις ανησυχίες που υπήρξαν λόγω της αύξησής του, στο τρίτο τρίμηνο του 2019 υπήρξε μείωση του δείκτη μισθολογικού κόστους κατά 1,2% σε ετήσια βάση, ανακόπτοντας μια περίοδο εφτά τριμήνων συνεχούς αύξησης. «Η εξέλιξη αυτή αποτελεί ένδειξη της περιορισμένης επίδρασης της αύξησης του κατώτατου μισθού (από τον Ιανουάριο 2019) στους υπόλοιπους μισθούς της οικονομίας (spillover)», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Τα παραπάνω, κατά τους συγγραφείς της έκθεσης, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη «ενόψει των διαπραγματεύσεων για τη νέα αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού».

Ενθαρρυντική η πορεία της οικονομίας

Στο μέτωπο των οικονομικών, το Γραφείο Προϋπολογισμού αναμένει ότι το πρωτογενές αποτέλεσμα του 2019 θα διαμορφωθεί κοντά στα αποτελέσματα του 2018, αναφέρεται στα πολύ θετικά χαρακτηριστικά της έκδοσης του 15ετούς ομολόγου (λήξη πέραν του 2032, πολύ χαμηλή απόδοση, υψηλό ποσοστό υπερκάλυψης). Στέκεται επίσης στους ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2% που πέτυχε η ελληνική οικονομία στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2019, στον ενισχυμένο ρόλο των εξαγωγών, στη μείωση της ανεργίας, την ανάκαμψη του πληθωρισμού καθώς και τις βελτιώσεις στους δείκτες προσδοκιών και οικονομικού κλίματος. Όλα αυτά δείχνουν, σύμφωνα με την έκθεση, ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να συνεχιστεί παρά τις προκλήσεις και την αβεβαιότητα του εξωτερικού περιβάλλοντος.