Φθιώτιδα: Προστασία της επιτραπέζιας ελιάς ζητούν οι παραγωγοί

Την έντονη ανησυχία για το μέλλον του προϊόντος τους εκφράζουν οι παραγωγοί ελιάς από την περιοχή της Λοκρίδας. Με σημείο αναφοράς τις Λιβανάτες, σε πρόσφατη συνάντησή τους ανέδειξαν τους προβληματισμούς τους για την πορεία της καλλιέργειας της ελιάς, όπως και για την εμπορία της.

Η καλλιέργεια της ποικιλίας «καλαμάτα» έχει αυξητική πορεία την τελευταία δεκαετία στην περιοχή της Λοκρίδας. Μπαίνουν νέες φυτεύσεις και οι τεχνικές καλλιέργειας συνεχώς βελτιώνονται με αποτέλεσμα τα δέντρα να είναι περισσότερο παραγωγικά. Τα τελευταία χρόνια η ζήτηση του προϊόντος είναι μεγάλη και η τιμή παραγωγού ξεπερνά ακόμη και τα 2,5 ευρώ το κιλό.

Δυστυχώς, όμως, αν και οι προοπτικές είναι θετικές, το προϊόν δεν έχει αποκτήσει τη δική του ταυτότητα και η ελιά διακινείται στην αγορά ως «συνώνυμο της ποικιλίας καλαμάτας», μετά από υπουργική απόφαση. Μία τέτοια προοπτική, ανοίγει τις ορέξεις για ελληνοποιήσεις εισαγόμενων ελιών τύπου καλαμών και στη συνέχεια την πώλησή τους σε ξένες αγορές. Η κατάσταση προβληματίζει έντονα τους παραγωγούς της περιοχής για το μέλλον της καλλιέργειας. Όπως υποστηρίζουν, η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει σε συρρίκνωση της παραγωγής λόγω του έντονου ανταγωνισμού από τις ξένες αγορές. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Μπουράμα, παραγωγό ελιάς από τις Λιβανάτες «η πρακτική διαφόρων επιτήδειων να βαφτίζουν τις εισαγόμενες ελιές ως ελληνικές δυναμιτίζει τη δική μας παραγωγή με αποτέλεσμα να βγαίνουμε εκτός αγοράς».

Ιδιαίτερη έμφαση κατά τον κ. Μπουράμα θα πρέπει να δοθεί στην ταυτότητα του προϊόντος μέσα από την ολοκληρωμένη διαχείριση της παραγωγής. «Αυτή την πρακτική την ακολουθήσαμε παλαιότερα και είχαμε θετικά αποτελέσματα. Δεν συνεχίσαμε, όμως, διότι το πρόγραμμα που εφαρμόσαμε ήταν χρηματοδοτούμενο από κοινοτικά κονδύλια. Θα πρέπει να ξαναδούμε τα συστήματα πιστοποίησης του προϊόντος μας, ώστε μέσα από αυτές τις δράσεις να του δώσουμε την προστιθέμενη αξία που του αρμόζει».

Τέλος, μέσα από τη συζήτηση, αναλύθηκαν και διάφορα ζητήματα που έχουν σχέση με τις ομάδες παραγωγών και την αναγκαιότητα να ισχυροποιηθούν στην περιοχή. Η παρουσία τους μπορεί να παίξει έναν σημαντικό ρόλο στα παραγωγικά δρώμενα, στη στήριξη των αγροτικών προϊόντων, όπως επίσης και στην καλύτερη αξιοποίηση χρηματοδοτικών εργαλείων από διάφορα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.