Ο «μεγάλος πόλεμος» πλησιάζει επικίνδυνα την Ασία ως συνέχεια της ήδη υπόγειας σύγκρουσης Κίνας και ΗΠΑ σε όλα τα επίπεδα, σύμφωνα με πολλούς πρώην στρατηγούς και πολιτικούς αναλυτές.

Στο πολυδιαφημισμένο βιβλίο του 2017, «Προβλεπόμενα για τον Πόλεμο», ο καθηγητής στο Harvard, Graham Allison, αξιολόγησε την πιθανότητα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα θα βρεθούν κάποια στιγμή σε πόλεμο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Συγκρίνοντας τη σχέση των ΗΠΑ – Κίνας με την εχθρότητα των αντιπάλων μεγάλων δυνάμεων την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου του 5ου αιώνα π.Χ., κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μελλοντικός κίνδυνος ανάφλεξης ήταν ορατός. Πρόσφατη ανάλυση δείχνει ότι οι δύο αυτές χώρες βρίσκονται ήδη σε πόλεμο μεταξύ τους.

Ακόμη και εάν η σημερινή τους σύγκρουση είναι αργής καύσης η οποία μπορεί να μην έχει προκαλέσει την άμεση καταστροφή ενός συμβατικού θερμού πολέμου, οι μακροπρόθεσμες συνέπειές της όμως, θα μπορούσαν να αποδειχθούν πολύ περισσότερο επικίνδυνες.

Από την οπτική γωνία του Allison (και πολλών άλλων στην Ουάσινγκτον και όχι μόνο), η «ειρήνη» και ο «πόλεμος» είναι πολικά αντίθετες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Εκεί που οι στρατιώτες είναι στα στρατόπεδα όπου εκπαιδεύονται και καθαρίζουν τα όπλα τους, ξαφνικά καλούνται σε δράση και στέλνονται στο πεδίο μάχης. Ο πόλεμος, σ’ αυτό το μοντέλο, ξεκινάει όταν αρχίζει ο ήχος των όπλων που εκπυρσοκρότησαν.

Σήμερα, ο πόλεμος σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο από στρατιωτική μάχη και μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμα και όταν οι ηγέτες των αντιμαχόμενων δυνάμεων συναντηθούν για να διαπραγματευτούν και να μοιραστούν τη μπριζόλα και τις πατάτες τους (όπως οι Ντόναλντ Τραμπ και Σι Τζιπίνγκ έκαναν στο Mar-a-Lago το 2017). Αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν πρόκειται για τις σινο-αμερικανικές σχέσεις.

Θα πρέπει να περιγράψουμε τον πόλεμο με ένα άλλο όνομα, ή ίσως, για να επαναφέρουμε έναν παλαιότερο όρο που πολλοί νόμισαν πως είχε πάρει σύνταξη, την καυτή νέα έκδοση του Ψυχρού Πολέμου.

Ακόμη και πριν ο Ντόναλντ Τραμπ πάρει τη θέση στο Οβάλ Γραφείο, οι στρατιωτικοί των ΗΠΑ. αλλά και άλλοι κυβερνητικοί κλάδοι είχαν ήδη προετοιμαστεί για έναν μακροπρόθεσμο οιονεί πόλεμο, με την αυξανόμενη οικονομική και διπλωματική πίεση στην Κίνα. Έτσι είχαν αρχίσει να συγκεντρώνουν στρατιωτικές δυνάμεις στην περιφέρεια της χώρας αυτής.

Από την ανάληψη της προεδρίας από τον ίδιο, παρόμοιες πρωτοβουλίες έχουν κλιμακωθεί στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου με άλλο όνομα, με την αμερικανική διοίκηση να δεσμεύει την Κίνα σε διμερή αγώνα για παγκόσμια οικονομική, τεχνολογική και στρατιωτική υπεροχή.

Τα Μέσα Ενημέρωσης και πολλοί πολιτικοί εξακολουθούν να επικεντρώνονται στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας.

Πίσω από το προσκήνιο όμως, οι περισσότεροι ανώτεροι υπάλληλοι της στρατιωτικής και της εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσινγκτον βλέπουν την Κίνα, όχι τη Ρωσία, ως τον κύριο αντίπαλο της χώρας.

Το πρόβλημα στην Ανατολική Ουκρανία, τα Βαλκάνια, την Συρία, τον κυβερνοχώρο και τον τομέα των πυρηνικών όπλων, η Ρωσία δημιουργεί ποικίλες απειλές για τους στόχους και τις επιθυμίες της Ουάσινγκτον.

Παρ’ όλα αυτά όμως, η δύσκολη οικονομική κατάσταση που της έχει προκληθεί, την στερεί από το είδος της δύναμης που θα επέτρεπε στην Ρωσία να αμφισβητήσει πραγματικά τις ΗΠΑ ως κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο.

Η Κίνα αποτελεί εντελώς διαφορετική ιστορία. Με τεράστια οικονομία, την αυξανόμενη τεχνολογική δυνατότητα, το διηπειρωτικό έργο υποδομής «Δρόμος του Μεταξιού» και τον ταχύ εκσυγχρονισμό των στρατιωτικών δυνάμεων, η ενθουσιασμένη Κίνα θα μπορούσε να αντέξει ή ακόμα και να υπερβεί την αμερικανική παρουσία σε παγκόσμια κλίμακα.

Οι φόβοι της Ουάσινγκτον για την αύξηση της ισχύος της Κίνας ήταν πλήρως εμφανής τον Ιανουάριο όταν ανακοινώθηκε η «Παγκόσμια Αξιολόγηση Απειλών 2019» που ήταν σύνθεση των απόψεων της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και άλλων μελών αυτής της «κοινότητας».

Το συμπέρασμα της έκθεσης ήταν πως «οι ηγέτες της Κίνας θα προσπαθήσουν να επεκτείνουν την παγκόσμια οικονομική, πολιτική και στρατιωτική εμβέλεια της χώρας, χρησιμοποιώντας τις στρατιωτικές δυνατότητες της χώρας και τις επενδύσεις σε έργα υποδομής και ενέργειας στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας «Belt and Road» («Ζώνη και Δρόμος» όπως αποκαλείται ο σύγχρονος «Δρόμος του Μεταξιού» για να μειώσουν την επιρροή των ΗΠΑ).

Όπως έχει γράψει και ο σπουδαίος δημοσιογράφος John Pilger στο άρθρο του «Ο πόλεμος που έρχεται με την Κίνα», «η μεγαλύτερη συσσώρευση αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο βρίσκεται σε εξέλιξη».

«Χρειάστηκα δύο χρόνια για να γυρίσω το ντοκιμαντέρ “Ο ερχόμενος πόλεμος στην Κίνα”, στο  οποίο οι μαρτυρίες προειδοποιούν ότι ο πυρηνικός πόλεμος «δεν είναι πλέον σκιά, αλλά ένα περιστατικό». Η μεγαλύτερη συσσώρευση αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο βρίσκεται σε εξέλιξη. Είναι εκεί, στο βόρειο ημισφαίριο, στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας, στην Ασία και στον Ειρηνικό, όπου αντιμετωπίζουν την Κίνα.

Όπως η ενδυνάμωση της μετασοβιετικής Ρωσίας, η άνοδος της Κίνας ως οικονομικής δύναμης χαρακτηρίζεται νέα «υπαρξιακή απειλή» για το ‘θεϊκό δικαίωμα’ των Ηνωμένων Πολιτειών να κυβερνούν και να κυριαρχούν στις παγκόσμιες ανθρώπινες υποθέσεις.

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες», έγραψε ο Amitai Etzioni, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο George Washington, «προετοιμάζονται για πόλεμο με την Κίνα. Κάτι που αποτελεί σημαντική απόφαση η οποία μέχρι στιγμής δεν έχει πάρει λεπτομερή σημασία από τους εκλεγμένους αξιωματούχους. «Αυτός ο πόλεμος θα ξεκινούσε με την επίθεση που θα έπληττε τις κινεζικές εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των εκτοξευτών πυραύλων εδάφους και θαλασσών και άλλα δορυφορικά και αντικατασκοπευτικά όπλα».

Ο στρατός και το οπλοστάσιο της Κίνας είναι μικρά σε σύγκριση με της Αμερικής.

Ωστόσο, «για πρώτη φορά», γράφει ο Γκρέγκορι Κούλατσι της «Ένωσης Ανησυχούντων Επιστημόνων», «η Κίνα συζητά το ενδεχόμενο να θέσει τους πυρηνικούς πυραύλους της σε ‘υψηλό επίπεδο συναγερμού’ ώστε να μπορεί να απαντήσει άμεσα, όταν δεχθεί προειδοποίηση επίθεσης… Αυτό θα ήταν σημαντική αλλά και επικίνδυνη αλλαγή στην κινεζική πολιτική…

«Αλλά, η  πολιτική των πυρηνικών όπλων από τις ΗΠΑ είναι ο πλέον σημαντικός εξωτερικός παράγοντας που επηρεάζει τους Κινέζους να υποστηρίξουν την αύξηση του επιπέδου συναγερμού των πυρηνικών δυνάμεων της Κίνας» καταλήγει ο Πίλτζερ.

«Κάτι που είναι εξαιρετικά επικίνδυνο».

Σύνταξη: Κώστας Μπετινάκης

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης