Την εμπιστοσύνη των επενδυτών κερδίζουν όλο και περισσότερο οι κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρήσεις. Όπως σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Νίκος Αυλώνας, πρόεδρος του Κέντρου Αειφορίας (CSE) και αντιπρόεδρος του Iνστιτούτου Εταιρικής Υπευθυνότητας, η επένδυση στην εταιρική υπευθυνότητα, όταν αυτή γίνεται στρατηγικά και στοχοθετημένα, βοηθάει τις επιχειρήσεις να κερδίζουν την εμπιστοσύνη του κοινού, αλλά και την ανταγωνιστικότητά τους όπως και των προϊόντων τους.

Η επενδυτική αυτή στρατηγική, σύμφωνα με τον κ. Αυλώνα, «έχει πολλαπλό όφελος, τόσο για τους επενδυτές, οι οποίοι μεγιστοποιούν την αξία των μετοχών τους, όσο και για τα ενδιαφερόμενα μέρη (stakeholders), οι ανάγκες και οι απαιτήσεις των οποίων λαμβάνονται υπόψη».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «σαν γενικότερο αποτέλεσμα, σε εθνικό επίπεδο, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δημιουργήσει θετικό οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό αποτύπωμα κι έτσι να παρέχει τη λύση για την αντιμετώπιση του δυσμενούς οικονομικού περιβάλλοντος της χώρας».

Σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα, με εξαίρεση τις πολύ μεγάλες εταιρείες, εξακολουθούν να αγνοούν τη σημασία της εφαρμογής της εταιρικής υπευθυνότητας και βιώσιμης ανάπτυξης στις λειτουργίες τους.

Σύμφωνα με τον κ. Αυλώνα, δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως οι 90 εταιρείες με έκδοση εκθέσεων εταιρικής υπευθυνότητας, έχουν κύκλο εργασιών που ξεπερνά το 25% του ΑΕΠ της χώρας και στο σύνολό τους απασχολούν περισσότερους από 170 χιλιάδες εργαζόμενους, αφορούν, δηλαδή, κατά κύριο λόγο τις μεγάλες εταιρείες. Φυσικά, η διαρκής ανοδική τάση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην έκδοση εκθέσεων, με χαρακτηριστική την αύξηση κατά 50% σε σχέση με το 2012, υποδηλώνει την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση σε αυτά τα θέματα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Εταιρική υπευθυνότητα, βιώσιμη ανάπτυξη και επιχειρήσεις

Παρά τη δύσκολη για την οικονομία και την κοινωνία 10ετία που πέρασε, η εικόνα της εταιρικής υπευθυνότητας και βιώσιμης ανάπτυξης στην Ελλάδα, για άλλη μια χρονιά, παρουσιάζεται πιο στρατηγική και πιο συστηματοποιημένη συγκριτικά με τα προηγούμενα έτη.

Σύμφωνα με έρευνα που του Κέντρου Αειφορίας (CSE), 90 εταιρείες μελετήθηκαν και εκδίδουν έκθεση εταιρικής υπευθυνότητας στη χώρα, ενώ στα επόμενα 2 χρόνια αναμένεται να ξεπεράσουν τις 120 οι εταιρείες που θα έχουν στρατηγική και θα ασχολούνται ενεργά με την εταιρική υπευθυνότητα. «Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι η νέα νομοθεσία θέτει κάποιες απαιτήσεις στις μεγάλες επιχειρήσεις. Ωστόσο, για την ώρα βλέπουμε πως το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων και της ηγεσίας τους δεν είναι ενεργό στην υιοθέτηση πρακτικών και προτύπων που σχετίζονται με την εταιρική υπευθυνότητα και τη βιώσιμη ανάπτυξη, επομένως τον αριθμό αυτόν των 90 εταιρειών δεν τον θεωρώ ικανοποιητικό αλλά μάλλον απογοητευτικό» τονίζει ο κ. Αυλώνας.

Μέσα από την έρευνα του Κέντρου Αειφορίας (CSE), για δεύτερη συνεχή χρονιά, επιβεβαιώνεται η σύνδεση των καλύτερων οικονομικών επιδόσεων των επιχειρήσεων με υψηλές επιδόσεις στην εταιρική υπευθυνότητα και βιώσιμη ανάπτυξη.

Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Εκθέσεων του Κέντρου Αειφορίας, περισσότερο από το 50% των εταιρειών που εκδίδουν έκθεση εταιρικής υπευθυνότητας σημείωσαν αύξηση του κύκλου εργασιών τους κατά το 2018 συγκριτικά με την περίοδο 2016-2017, γεγονός που οφείλεται και στην ποιοτική ηγεσία των εταιρειών αυτών αλλά και αναγνώριση ότι η βιώσιμη ανάπτυξη μειώνει το επιχειρησιακό τους ρίσκο.

«Αυτό αποδεικνύεται, όμως, και από όλο και περισσότερες έρευνες του εξωτερικού. Το Harvard Business Review σε μια δημοσίευσή του αναφέρει ότι οι κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρήσεις παρουσιάζουν μεγαλύτερη κερδοφορία και καλύτερη απόδοση μετοχών από ό,τι οι ανταγωνιστές τους. Στα πιο παραδοσιακά οικονομικά, η Deutsche Bank σε μια ανάλυση περισσότερων από 2.000 εμπειρικών μελετών από το 1970, ανακάλυψε ότι στο 90% των μελετών υπήρχε η ένδειξη ότι η κοινωνικά υπεύθυνη επένδυση είχε πολύ καλύτερες αποδόσεις από ό,τι η μη κοινωνικά υπεύθυνη επένδυση. Αυτό είναι λογικό, καθώς μια μακροπρόθεσμη στρατηγική βασισμένη στις αρχές της βιωσιμότητας μπορεί να διασφαλίσει τη συνέχεια και την ανάπτυξη των εταιρειών, μειώνοντας το ρίσκο της και βελτιώνοντας τα μη χρηματοοικονομικά τους μεγέθη» προσθέτει ο κ. Αυλώνας.

Αναφορικά με τους πιο «ευσυνείδητους» κλάδους στην έκδοση εκθέσεων εταιρικής υπευθυνότητας και διαμόρφωσης ολοκληρωμένων στρατηγικών για τη βιώσιμη ανάπτυξη, ο κ. Αυλώνας επισημαίνει ότι είναι αυτοί των τροφίμων και ποτών, των κατασκευών, της ενέργειας, των οικονομικών υπηρεσιών και των φαρμακευτικών προϊόντων. Επιπλέον, ο κλάδος των τηλεπικοινωνιών ήταν από τους πρώτους που ξεκίνησαν δυναμικά να ασχολούνται με θέματα εταιρικής υπευθυνότητας και σήμερα και οι 4 μεγάλες εταιρείες του κλάδου προβαίνουν στην έκδοση εκθέσεων και στρατηγικών. Αλλά και ο τραπεζικός κλάδος είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένος με τις 4 συστημικές τράπεζες της χώρας να εκδίδουν εκθέσεις εταιρικής υπευθυνότητας εδώ και πολλά χρόνια.

Αντίθετα, δύο βασικοί κλάδοι για την ελληνική οικονομία, αυτοί του τουρισμού και της ναυτιλίας, παρουσιάζονται λιγότερο «ευσυνείδητοι». «Ο κλάδος του τουρισμού, τα τελευταία χρόνια, παρότι δείχνει να αντιδρά θετικά, με κάποιες εταιρείες να εκδίδουν εκθέσεις εταιρικής υπευθυνότητας και να ασχολούνται πιο ενεργά με θέματα βιώσιμης ανάπτυξης, ουσιαστικά δεν έχει εφαρμόσει σε εύρος ολοκληρωμένες στρατηγικές. Αντίστοιχα ο κλάδος της ναυτιλίας δεν έχει κινητοποιηθεί ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση της δημοσιοποίησης στοιχείων μέσω εκθέσεων εταιρικής υπευθυνότητας σε γενικές γραμμές, με εξαίρεση κάποιες εταιρείες της επιβατηγούς ναυτιλίας» σημειώνει ο κ. Αυλώνας.

Οικονομική κρίση και πράσινη ανάπτυξη

Συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ευρώπης, η Ελλάδα υπολείπεται σε θέματα περιβαλλοντικής δέσμευσης αλλά και αριθμού εταιρειών που έχουν δεσμευτεί σε θέματα βιώσιμης ανάπτυξης. Όπως υπογραμμίζει ο κ. Αυλώνας, παρά το ολοένα και αυξανόμενο ενδιαφέρον σε ευρωπαϊκό, αλλά και παγκόσμιο επίπεδο, σε θέματα δέσμευσης στην πράσινη και στη βιώσιμη ανάπτυξη, στην Ελλάδα η υιοθέτησή της φαίνεται να καθυστερεί. «Οι σημαντικότεροι λόγοι αυτής της αναπτυξιακής αναστολής συνδέονται κυρίως με τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, καθώς και την υστέρηση ουσιαστικού εκσυγχρονισμού και εφαρμογής της ευρωπαϊκών νομοθεσιών. Για παράδειγμα η εφαρμογή σχετικών νομοθεσιών, όπως αυτή για τη δημοσιοποίηση μη-χρηματοοικονομικών στοιχείων, είναι ελλιπής, χωρίς την κατάλληλη επεξήγηση και χωρίς την παροχή ενός ξεκάθαρου πλαισίου απαιτήσεων, προθεσμιών και ποινών όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες» προσθέτει.

Όσον αφορά στην περιβαλλοντική διαχείριση, με μικρές εξαιρέσεις, το κράτος τα τελευταία χρόνια άργησε να επικοινωνήσει στον επιχειρηματικό κόσμο τόσο τα οφέλη της, όσο και τα χρηματοδοτικά εργαλεία που προσφέρονται κατά καιρούς από διάφορους αναπτυξιακούς φορείς, ενώ δεν προσέφερε και κίνητρα λήψης πρωτοβουλιών για την πράσινη ανάπτυξη των επιχειρήσεων, όπως επισημαίνει ο κ. Αυλώνας. «Τέτοια κίνητρα θα μπορούσαν να αποτελούν οι φορολογικές ελαφρύνσεις ή απαλλαγές, αλλά και η μείωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών. Επιπλέον, δεν έχει δοθεί ακόμα η κατάλληλη προσοχή σε δράσεις ευαισθητοποίησης του καταναλωτικού κοινού και προώθησης “πράσινων προϊόντων” ενώ αντίστοιχα υπάρχει σημαντική παραπληροφόρηση όχι μόνο στους καταναλωτές αλλά και στο επίπεδο της πολιτικής ηγεσίας. Για παράδειγμα εκφράζονται απόψεις ότι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα είναι πράσινα και ότι μειώνουν τις εκπομπές ρύπων ενώ είναι γνωστό επιστημονικά ότι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Το μελλοντικό στοίχημα είναι η συστηματική προσέγγιση στην βιώσιμη ανάπτυξη να μην αφορά μόνο 100 με 200 επιχειρήσεις, αλλά ολόκληρο τον επιχειρηματικό κόσμο και έτσι κάθε επιχείρηση, μεγαλύτερη ή μικρότερη, να κατανοήσει τα οφέλη και να τις εντάξει στην καθημερινότητα της ώστε να παραμείνει βιώσιμη» σημειώνει.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης