Το Hope Hostel είναι ένας περιποιημένος ξενώνας στα περίχωρα του Κιγκάλι, της πρωτεύουσας της Ρουάντας. Και τα πενήντα δίκλινα δωμάτιά του καθαρίζονται καθημερινά. Στο κομοδίνο, περιμένουν τους φιλοξενουμένους ένα ζευγάρι παντόφλες, βασικά είδη προσωπικής περιποίησης καθώς κι ένα αντίτυπο του Κορανίου. Στις εγκαταστάσεις, υπάρχουν τραπέζια μπιλιάρδου, ένα αθλητικό κέντρο καθώς και αίθουσες ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ολοι οι χώροι διαθέτουν Wi-Fi. «Ερχεστε ως φιλοξενούμενοι, φεύγετε ως φίλοι», γράφει μία πινακίδα πάνω από την είσοδο. Στον τοίχο πίσω από τη ρεσεψιόν, ένα ρολόι δείχνει ώρα Λονδίνου, ένα ακόμα δείχνει ώρα Παρισιού. Ο ξενώνας είναι απόλυτα λειτουργικός. Κι εντούτοις, στα δύο χρόνια της ύπαρξής του, δεν είχε ποτέ ούτε έναν πελάτη.

Παλαιότερα, το συγκεκριμένο κτίριο ήταν γνωστό ως ξενώνας του Συνδέσμου Φοιτητών Επιζώντων Γενοκτονίας (AERG). Χτίστηκε ώστε να προσφέρει ασφαλή στέγη σε περίπου 150-190 νέους ανθρώπους που είχαν μείνει ορφανοί στη γενοκτονία του 1994, όταν σφαγιάστηκαν στη Ρουάντα έως και 800.000 Τούτσι και μετριοπαθείς Χούτου. Το 2022, ωστόσο, όσοι ζούσαν ακόμα εκεί κλήθηκαν να μετεγκατασταθούν. Το Hope Hostel είναι το πρώτο (και το μόνο μέχρις στιγμής…) «διαμετακομιστικό κέντρο» το οποίο έφτιαξε η Ρουάντα προκειμένου να στεγάσει τους αιτούντες άσυλο που συμφώνησε να της στέλνει, έναντι αμοιβής, η Βρετανία. Συντηρείται εδώ και δύο χρόνια με βρετανικά χρήματα, χάρις στα 433 εκατομμύρια ευρώ τα οποία προβλέπει η συμφωνία που υπέγραψαν εξαρχής οι δύο χώρες.

Υπάρχει βέβαια μία κάποια σύγχυση, και ως προς τους αριθμούς των αιτούντων άσυλο που θα δεχθεί συνολικά η Ρουάντα και ως προς το πραγματικό κόστος όλων αυτών. Τον Μάρτιο, η εθνική ελεγκτική αρχή της Βρετανίας υπολόγισε πως το Λονδίνο θα πληρώνει το Κιγκάλι – πέραν των 433 εκατομμυρίων ευρώ – περισσότερα από 175.000 ευρώ κατ’ άτομο που στέλνει εκεί. Στις 15 Απριλίου, βρετανικά κυβερνητικά έγγραφα που διέρρευσαν αποκάλυψαν πως η κυβέρνηση σχεδιάζει να απελάσει στη Ρουάντα «περισσότερους από 30.000» αιτούντες άσυλο μέσα στην επόμενη πενταετία, αν και την πρώτη χρονιά, θα σταλούν εκεί το πολύ μερικές εκατοντάδες.

Στο Κιγκάλι, οι Αρχές λένε πως περιμένουν να μάθουν πρώτα πόσοι μετανάστες θα πάνε εκεί, και πότε θα πάνε, ώστε να προχωρήσουν τις «αρχικές συζητήσεις» που έχουν ξεκινήσει με άλλες εγκαταστάσεις γύρω από την πόλη, και πιο μακριά, για την υποδοχή τους. Λένε επίσης πως η εξέταση των αιτήσεων ασύλου, ή μετανάστευσης, των ανθρώπων αυτών θα διαρκεί «δύο με τρεις μήνες» και πως στη συνέχεια, θα τους δίνεται ένα σπίτι για να μείνουν, και οι «φιλόξενοι Ρουαντέζοι» θα τους καλωσορίζουν «με ανοιχτές αγκάλες», γιατί ο λαός αυτός «γνωρίζει τι σημαίνει το να αναγκάζεσαι να τραπείς σε φυγή».

Πίσω από αυτά τα ωραία λόγια, όμως, βρίσκεται ένα καθεστώς (ο Πολ Καγκάμε είναι πρόεδρος της Ρουάντας από το 2000 αλλά ουσιαστικά έχει τον έλεγχο εδώ και τρεις δεκαετίες) που κατηγορείται για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καταστολή της ελευθερίας της έκφρασης, αυθαίρετες συλλήψεις, κακομεταχείριση, βασανιστήρια… – δεν είναι τυχαίο που το βρετανικό Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε τον Δεκέμβριο ότι η Ρουάντα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα. Οσο και να εξωραΐζει τη συμφωνία αυτή η κυβέρνηση Σούνακ, ωραία δεν γίνεται. Το χειρότερο όμως για τον Ρίσι Σούνακ είναι πως δεν δείχνει ούτε καν εκλογικά χρήσιμη, αν κρίνει κανείς από τη βαριά ήττα που υπέστησαν οι Συντηρητικοί στις τοπικές εκλογές της περασμένης Πέμπτης στην Αγγλία και την Ουαλία.

Θα μπορούσε βέβαια να αντιτείνει κάποιος πως ο νόμος με το πιασάρικο όνομα «Ασφάλεια της Ρουάντας» δεν έχει προλάβει ακόμα να αποδώσει καρπούς: υιοθετήθηκε με τα πολλά από το βρετανικό κοινοβούλιο στις 23 Απριλίου, ο Σούνακ έχει πει πως τα πρώτα αεροπλάνα για Ρουάντα θα αρχίσουν να απογειώνονται στα μέσα Ιουλίου, η κυβέρνηση ελπίζει πως τα αποτρεπτικά τους αποτελέσματα θα αρχίσουν να γίνονται αισθητά στους διάπλους της Μάγχης μέχρι το φθινόπωρο, και οι επόμενες γενικές εκλογές πρέπει να πραγματοποιηθούν το αργότερο μέχρι τον Ιανουάριο, θεωρητικά, λοιπόν, υπάρχει ακόμα χρόνος. Από την άλλη πλευρά, κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν περιμένει πραγματικά πως η απογείωση μερικών αεροσκαφών γεμάτων αιτούντων άσυλο για τη Ρουάντα, αν τελικά προχωρήσει, είναι ικανή να διαγράψει τις 20 μονάδες που υπολείπονται οι Συντηρητικοί στις δημοσκοπήσεις των Εργατικών – και γενικότερα, όλες τις αποτυχίες της 14ετούς διακυβέρνησής τους.

Η πιο ακραία πτέρυγα των Τόρις, βέβαια, είδε στα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών ένα μήνυμα πως το κόμμα οφείλει να μετακινηθεί ακόμα δεξιότερα, και να αποσυρθεί για παράδειγμα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Αυτά παθαίνει κανείς, ωστόσο, όταν υποκύπτει στην Ακροδεξιά: την ισχυροποιεί ακόμα περισσότερο, την αποθρασύνει ακόμα περισσότερο, γίνεται όλο και πιο πολύ όμηρός της. Ο νόμος Ασφάλεια της Ρουάντας είναι μεν το πιο δραστικό αλλά επ’ ουδενί το μόνο παράδειγμα του πώς αυστηροποιεί η Ευρώπη τη μεταναστευτική πολιτική της, προδίδοντας συχνά τις αρχές της. Και τι καταφέρνει;