Ὑπακούοντας στήν ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά ὁριστῶ ὁμιλητής στήν παροῦσα Πανηγυρική Συνεδρία τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος1, στό πλαίσιο τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν 1.700 ἐτῶν ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, σπεύδω νά ἐκφράσω τίς εὐχαριστίες μου γιά τήν προσγενομένη τιμή καί νά ἐκζητήσω τίς εὐχές Σας γιά τήν ἔκβαση τοῦ παρόντος ἐγχειρήματος.
Ἡ συμπλήρωση 1.700 ἐτῶν ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποτελεῖ ἀφενός ἀφορμή γιά ἐπαναξιολόγηση τῶν ἱστορικῶν καί θεολογικῶν δεδομένων τῆς συγκεκριμένης Συνόδου καί ἀφετέρου τήν ἀπαρχή γιά τήν ἐπικαιροποίησή τους, ὡς διαδικασία ἐπαναπρόσληψης τῆς θεολογίας καί τοῦ ἔργου της στόν 21ο αἰῶνα. Καλούμεθα δηλαδή νά διερευνήσουμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο βιώθηκε στήν ζωή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί στό πλαίσιο τῆς συνοδικῆς αὐτοσυνειδησίας Της τό συνοδικό γεγονός καί οἱ ἀποφάσεις τῆς συγκεκριμένης Συνόδου ἀλλά καί ἡ σημασία τους στήν σύγχρονη ἐκκλησιολογική πραγματικότητα.
1. Ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποτελεῖ, ὡς γνωστόν, τήν σπουδαιότερη μορφή ἒκφρασης τῆς συνοδικότητας στήν ἱστορία καί θεολογία τῶν Συν-όδων, ὡς ἐκφράζουσα τήν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ μέ τήν σύγκλησή της καί τήν συνοδική της δομή καί λειτουργία ἀπετέλεσε τήν ἀναντίρρητη ἐκκλησιολογική ἔκφραση τῆς αὐθεντίας τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας σέ θέματα πίστεως καί κανονικῆς παραδόσεως, ὥστε νά δια-φυλαχθεῖ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀποφευχθεῖ μία «πολυκέφα-λη» θεώρηση τῆς ἐκκλησιαστικότητας.
Ὅπως εἶναι γνωστό ἡ Σύνοδος συνεκλήθη τό 325 μ.Χ. στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, γιά νά ἀντιμετωπίσει τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ὑποστή-ριζε, ἤδη ἀπό τό 319 μ.Χ. ὡς πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξαν-δρείας, ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι τό πρῶτο κτίσμα ἤ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ Πατρός, προῆλθε «ἐκ τῆς βουλήσεως» καί ὄχι «ἐκ τῆς οὐσίας» Αὐτοῦ καί κατά συνέπεια ὃτι ὑπῆρξε χρόνος πού δέν ὑπῆρχε ὁ Υἱός («ἦν ποτέ ὅτε οὐκ ἦν»).
Οἱ Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατεδίκασαν τίς συγκεκρι-μένες αἱρετικές ἀπόψεις τοῦ Ἀρείου καί διετύπωσαν μέ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τήν ὀρθότητα στήν πίστη, ὃτι δηλαδή ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γεννήθηκε «ἐκ τοῦ Πατρός μονογενῶς, ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», εἶναι Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθείς οὐ ποιηθείς, «ὁμοούσιος» πρός τόν Θεόν Πατέρα, σαρκωμένος καί ἐνανθρωπήσας.
Ἡ παροῦσα Σύνοδος ἔλυσε ἕνα θεολογικό πρόβλημα τό ὁποῖο ἀπασχο-λοῦσε τήν Ἐκκλησία ἤδη ἀπό τόν 2ο αἰῶνα καί ἀποτύπωσε τήν ἑνιαία καί καθολική πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὡς συνέχεια τῆς πίστεως τῶν Ἀποστόλων καί τῶν πρώτων Πατέρων καί μάλιστα στό πλαίσιο τῆς βιβλικῆς παραδό-σεως καί στή βάση διατυπώσεως τῆς ἀρχέγονης Χριστολογίας.
Γιά τούς λόγους αὐτούς ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος ὀρθά θεωρεῖται διαχρονικά ὡς ἡ αὐθεντική ἔκφραση τῆς συνοδικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ κατά τήν σύγκληση, συγκρότηση καί λειτουργία της ἐφαρμόστηκαν πλήρως τά κριτήρια τῆς συνοδικῆς παραδόσεως, τά ὁποῖα, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, ἐπιβεβαίωσαν ἀπόλυτα τήν σχέση της μέ τήν μέχρι τότε ἰσχύουσα συνοδική παράδοση καί λειτουργία.
2. Ἡ μετάβαση ὃμως ἀπό τήν τοπικότητα στήν οἰκουμενική διάσταση τῆς συνοδικότητας δέν ἦταν ἕνα γεγονός στιγμιαῖο. Χρειάστηκε ἀρκετός κόπος γιά τήν ἐπίτευξη μιᾶς πορείας σύγκλισης καί κυρίως πνεῦμα συνεργασίας καί κοινωνίας τῶν τοπικῶν ἐπισκόπων, ὥστε νά ἐπιτευχθεῖ ἡ καθολική ἀποδοχή συγκλήσεώς της, μέ σκοπό τήν ἐπίλυση ἑνός θεολογικοῦ θέματος σημαντικοῦ κυρίως ὡς πρός τίς σωτηριολογικές του διαστάσεις. Ἐπιπλέον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στηριζόμενη στήν μακραίω-νη ἐκκλησιολογική παράδοση καί στήν λειτουργική ἐμπειρία της, παρ-έμεινε πιστή στήν ἐφαρμογή καί λειτουργία τῆς συνοδικότητας, γι’ αὐτό καί δέν ἔπαυσε ποτέ νά ἀντιλαμβάνεται τήν αὐτοσυνειδησία της στά ὃρια τῆς συνοδικῆς ἒκφρασης τῆς «ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως». Στήν βάση αὐτῆς τῆς αὐτοσυνειδησίας, ἡ σχέση Ἐκκλησίας καί Συνόδου κατενοεῖτο πάντοτε ὡς μία σχέση «πράγματος ταυτότης», ἐνῶ ἡ Σύνοδος κατέστη τό μοναδικό μέσο ἀλάθητης ἔκφρασης, διατύπωσης καί ἑρμηνείας τῆς πίστης τῆς Ἐκκλησίας καί συγχρόνως ὁ κατεξοχήν τρόπος διαφύλαξης καί ἐπιβεβαίωσης τῆς ἑνότητας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀφοῦ ἡ ἑνότητα δέν εἶναι μία ἀθροιστικοῦ τύπου σύνδεση, ἀλλά ἕνα γεγονός ἐκκλησιολογικό, μέ τό ὁποῖο ἐκφράζεται ἡ καθολικότητα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀποστολικότητα αὐτῆς τῆς πίστεως.
Ἡ συνοδική αὐτή αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας διέπει ὅλες τίς ἐκφράσεις καί λειτουργίες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, σέ ἀναφορά πάντοτε πρός τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί τήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο μέσα ἀπό αὐτήν τήν συνοδική λειτουργία ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά θέτει ὅρια ὡς πρός τήν κανονικότητα, νά διακη-ρύττει τήν ὀρθότητα τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεως καί νά ἀποκηρύσσει θέσεις ἤ ἀπόψεις ὡς αἱρετικές ἔναντι τῆς ὀρθοδοξίας.
Πρός ἐπίτευξη τῶν ἐπιδιωκόμενων αὐτῶν στόχων καί σκοπῶν, ἡ Ἐκκλησία, ὅποτε ἔκρινε ὅτι ἦταν ἀναγκαῖο, δέν δίσταζε νά δημιουργεῖ καί νέες μορφές συνοδικῶν ἐκφράσεων μέ σκοπό τήν ἐπίλυση ἀνάλογων τοπικῶν ἤ καθολικῶν ζητημάτων, θεολογικῶν καί ἐκκλησιολογικῶν ἤ καί κανονικῆς φύσεως.
Στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας ὃμως ὑπάρχει καί μία ἀναλογικό-τητα, ὡς ἄρρηκτη συζυγία, μεταξύ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης καί τῆς ἐδαφικῆς περιγραφῆς τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν σέ τοπική, περι-φερειακή καί οἰκουμενική διάσταση, ὡς αὐθεντική προσαρμογή τοῦ συνοδικοῦ συστήματος στό πλαίσιο τῶν διαδοχικῶν σχημάτων διοικητικῆς ὀργανώσεως τῆς Πολιτείας. Ξεκινᾶ μέ τόν οἰκεῖο ἐπίσκοπο τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας καί τό τοπικό «πρεσβυτέριον» , κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες, καί ἐξελίσσεται μέ τήν εἰσαγωγή τοῦ Μητροπολιτικοῦ συστήματος στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση, τήν μορφή τῆς A’ Οἰκουμενι-κῆς Συνόδου (325 μ.Χ.) καί τοῦ Πατριαρχικοῦ συστήματος, μέ τήν Δ’ Οἰ-κουμενική Σύνοδο (451 μ.Χ.) κ. ἑξ.
Σέ ὅλες αὐτές τίς μορφές καί ἐκφράσεις συνοδικότητας, ἡ προεδρία συνήθως ἐδίδετο στόν ἐπίσκοπο τῆς «πρωτευούσης πόλεως» ἤ στόν ἀρχαιότερο τῶν ἐπισκόπων. Συμμετεῖχε μεγάλος ἀριθμός ἐπισκόπων, κατεβάλλετο προσπάθεια στήν Σύνοδο οἱ ἀποφάσεις νά ληφθοῦν «ἐν ὁμοφωνίᾳ» (consensus), χωρίς νά ἀποκλείεται καί τό «δικαίωμα τῆς πλειοψηφίας», ἐνῶ ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου συνδεόταν ἀπαραίτητα καί ἀπαρέγκλιτα μέ τήν εὐχαριστηριακή κοινωνία.
Ἡ Σύνοδος ἐπίσης, ὡς ἡ ἔκφραση τῆς ἑνότητας τῶν ἐπισκόπων, θεμελιώνεται στήν ἰδέα ὅτι κάθε ἐπίσκοπος εἶναι διάδοχος ὅλων τῶν Ἀποστόλων, ὃπως καί κάθε ἐπισκοπικός θρόνος, ἦταν ἡ «καθέδρα τοῦ Πέτρου» (Cathedra Petri)2. Μέ τόν τρόπο αὐτό κάθε ἐπίσκοπος ἔπρεπε νά ἐκφράζει τήν ἑνότητά του μέ τούς ἄλλους ἐπισκόπους, ὡς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων, μέ τήν συμμετοχή του σέ μία Σύνοδο (corpus Episcoporum).
Τό γεγονός αὐτό τῆς ἀποστολικότητας καί καθολικότητας κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀπετέλεσε τό πρῶτο βῆμα πρός τήν οἰκουμενικότητα μιᾶς Συνόδου. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή ἐκφράζεται καί ἡ σχέση τῆς Συνόδου πρός τήν ἀποστολικότητα καί τήν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς βέβαια οἱ ἐπιμέρους Τοπικές Ἐκκλησίες νά κατανοοῦνται ὡς ἀλληλοσυμ-πληρούμενα τμήματα ἢ στοιχεῖα μιᾶς ἀθροιστικοῦ τύπου καθολικότητας.
Μέ τήν λειτουργία τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, ἐλαχιστοποιήθηκε ἡ σημα-σία τῆς «συνόδου τοῦ ἐπισκόπου» κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας, χωρίς ὅμως νά ἐξαλειφθεῖ3. Τήν ἀντικατάσταση αὐτή τῆς Τοπικῆς ἀπό τήν Ἐπαρχιακή Σύνοδο ἐπισημαίνει ὁ δ΄ κανόνας τῆς A’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.), ὡς πρός τήν ἐκλογή τῶν ἐπισκόπων. Στήν πράξη ἡ διαδικασία αὐτή ἐπικυρώθηκε μέ τήν Σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας, τοῦ ἔτους 341 μ.Χ., μέ τά «κατά πλειοψηφίαν» ἐκλογικά ἀποτελέσματα, καί μέ τόν ε’ κανόνα τῆς A’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά θέματα κρίσεων καί ἀπονομῆς τῆς ἐκκλησια-στικῆς δικαιοσύνης. Δέν ἦταν ὅμως ἐκτός τοῦ σκοποῦ λειτουργίας τῆς Συνόδου καί ἡ λήψη ἀποφάσεων σέ θέματα πίστεως, τά ὁποῖα θά μπο-ροῦσαν νά ὁδηγήσουν σέ διαιρέσεις καί σχίσματα.
Μέ τήν διαδικασία αὐτή, οἱ Σύνοδοι ἔπαψαν πλέον νά εἶναι «ἔκτακτα» γεγονότα μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας καί κατεστάθησαν μόνιμες ἐπαρχια-κές συνελεύσεις, οἱ ὁποῖες συγκαλοῦντο δύο φορές τόν χρόνο.
Ἡ ἐπικράτηση τῆς ἰδέας τῆς οἰκουμενικότητας κατά τόν 4ο αἰώνα καί ἐπιπλέον ἡ ταύτισή της μέ τήν χριστιανική «Οἰκουμένη» ἀπετέλεσε τήν βάση ὥστε ἡ Καθολική Ἐκκλησία νά εἶναι ἕνα σῶμα σέ ὅλους τούς τόπους καί σέ κάθε τόπο, ὡς «τό τῆς κοινῆς Οἰκουμένης σῶμα»4 καί παρά τήν τοπική διάσπασή της γεωγραφικά, ἐνῶ ὁ συνδυασμός τῆς οἰκουμενι-κότητας πρός τήν ἀποστολικότητα τῆς Συνόδου νά ὁδηγήσει στήν κατά-νόηση τοῦ ἔργου τῆς Συνόδου, ὡς αὐτό τό ὁποῖο ἐκφράζει τό «καθόλου» σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν πίστη τῆς «κατά τήν Οἰκουμένην» Ἐκκλησίας5. Ἡ συνοδική αὐτή λειτουργία ἐπιβεβαιώνεται ἤδη ἀπό τό δεύτερο μισό τοῦ 3ου αἰῶνα (Σύνοδος Ἀντιοχείας τοῦ 268 μ.Χ.), ὅταν οἱ ἐπίσκοποι τῆς Συνόδου ἀπευθύνονταν «…καί τοῖς κατά τήν Οἰκουμένην πᾶσι συλλειτουργοῖς ἡμῶν ἐπισκόποις καί πρεσβυτέροις καί διακόνοις καί πάσῃ τῇ ὑπό τόν οὐρανόν καθολικῇ ἐκκλησίᾳ …»6.
Ἡ ἒννοια τῆς οἰκουμενικότητας ὃμως, ὃπως προαναφέραμε, σχετίστηκε ἂμεσα καί μέ τήν γεωγραφική της προσέγγιση. Χαρακτηριστικά ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας προσεγγίζει τήν μοναδικότητα τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μέ τήν γεωγραφική ἔκταση τῆς τότε Οἰκουμένης7, καθορίζοντας «μυσταγωγικά» τήν ταύτιση τῆς γεωγραφικῆς οἰκουμενικότητας μέ τήν ἐκκλησιαστική καθολικότητα8.
Φαίνεται τελικά ὃτι ἡ σχέση οἰκουμενικότητας, καθολικότητας καί ἀποστολικότητας, στό πλαίσιο λειτουργίας τοῦ θεσμοῦ τῆς Συνόδου, ἀπετέλεσαν τήν καταρχήν θεολογική βάση μετάβασης ἀπό τήν Τοπικό-τητα στήν Οἰκουμενικότητα τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ. Ἐπιπλέον τά ἱστορικά δεδομένα, ὅπως ἡ ἐξάπλωση τῶν ἀντιλήψεων τοῦ Ἀρείου πέραν τῶν τοπικῶν ὁρίων τῆς Ἀλεξανδρείας ἀλλά καί ἡ εἴσοδός τους στήν Παλαιστίνη καί στήν Ἀντιόχεια, ἔδωσαν πλέον τήν ἀφορμή κατανόησης τῆς ἀνάγκης γιά σύγκληση μιᾶς Γενικῆς-Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Μέ τόν τρόπο αὐτό τέθηκαν, στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰώνα, τά ἐκκλησιολογι-κά θεμέλια δημιουργίας μιᾶς νέας μορφῆς συνοδικότητας, τῆς Οἰκου-μενικῆς Συνόδου, μέ τήν ὁποία ἡ ἀρχική ἔννοια τῆς καθολικότητας βρῆκε τήν ἀπόλυτη ἔκφρασή της σέ μία νέα συνοδική δομή, ἡ ὁποία χαρακτηρί-στηκε ὡς Οἰκουμενική, τόσο ἐκκλησιολογικά ὃσο καί γεωγραφικά.
Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ σύγκληση τῆς A’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τόν Μ. Κωνσταντῖνο ἦταν μία αὐθεντική ἔκφραση τῆς συνοδικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό καί δέν ἐξέπληξε κανένα ἀπό τά ἐκκλησιαστικά μέλη. Ἄλλωστε, ἡ σύγκλησή της ὑπῆρξε ἀναγκαῖο ἀποτέλεσμα τῆς ἀδυναμίας ἐπιλύσεως τοῦ γενικότερου θεολογικοῦ προβλήματος, τοῦ ἀρειανισμοῦ, ἀπό μία ἤ καί περισσότερες Τοπικές Συνόδους, γεγονός τό ὁποῖο ἐπιβεβαιώνεται θεολογικά καί ἱστορικά. Ἡ Σύνοδος, ἄν καί παραμένει σημεῖο ἀναφορᾶς, στό πλαίσιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης καί τῆς συνοδικῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν Ἐκκλησιῶν ὡς πρός τό θεολογικό της ἔργο, ἐντούτοις δέν θά πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι τό ἐγχείρημα ὑλοποίησεώς της ἦταν ἀρκετά δύσκολο ἐξαιτίας τῆς συνθετότητάς του ἀλλά καί ὡς πρός τήν ἀποδοχή της.
Ἀπαιτήθηκαν περίπου 100 χρόνια μετά τήν σύγκληση τῆς Συνόδου γιά να καταστεῖ ἀποδεκτή ἡ καθολικότητα καί οἰκουμενικότητα τοῦ θεολογικοῦ της ἔργου καί 50 καί πλέον χρόνια γιά νά ὑπερβαθεῖ ἡ σύγχυση, ἡ ὁποία προκλήθηκε ἀπό τήν προσπάθεια διαφόρων ἄλλων Τοπικῶν Συνόδων ἀλλά καί πολλῶν Πατέρων καί ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, νά ἐπανερμηνεύσουν τήν θεολογική της πρόταση καί κυρίως τό Σύμβολο Πίστεως πού ἐξέδωσε.
Φαίνεται λοιπόν ὃτι ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος δέν ἦταν τό τέλος, ἀλλά ἡ ἀρχή μιᾶς συνεχοῦς θεολογικῆς συζητήσεως ὡς πρός την διαδικασία διαμορφώσεως τῆς Χριστολογίας καί Πνευματολογίας ἀπό τήν «κατά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησίαν».
3. Τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῆς Συνόδου, μέ τά ὁποῖα ἐκφράστηκε ἡ οἰκουμενικότητά της καί ἀναγνωρίστηκε ἡ καθολικότητα τῆς θεολογίας της καί τοῦ γενικότερου κανονικοῦ ἔργου της, στό πλαίσιο ἀπόδοχῆς της ἀπό τήν μεταγενέστερη ἐκκλησιαστική καί πατερική παράδοση, εἶναι ἐπίσης τά στοιχεῖα ἐκείνα τά ὁποῖα κατέστησαν τήν Σύνοδο τόν ἀλάθητο ἑρμηνευτή τῆς θεολογικῆς παραδόσεως, ἔναντι τοῦ προβλήματος τοῦ ἀρειανισμοῦ καί τόν θεμελιωτή τῆς σύγκλισης καί σύνθεσης τῶν δύο μεγάλων θεολογικῶν παραδόσεων τῆς Ἀνατολῆς, τῆς ἀλεξανδρινῆς καί τῆς ἀντιοχειανῆς, ἕνα ἀκόμη στοιχεῖο ἐπιβεβαίωσης τῆς οἰκουμενικότητας ι καθολικότητας τῆς θεολογικῆς της προσφορᾶς.
α) Ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος, στό πλαίσιο αὐτῆς τῆς διαδικασίας σύγ-κλισης τῶν τοπικῶν θεολογικῶν παραδόσεων, κατάφερε νά ἐκφράσει τήν μία καί ἑνιαία πίστη τῆς «Καθόλου Ἐκκλησίας» στό Σύμβολο Πίστεως, τό consensus δηλαδή τῆς ὅλης θεολογικῆς παραδόσεως καί τῆς «ἐκκλησια-στικῆς συνειδήσεως».
β) Ἡ Σύνοδος κατοχύρωσε μέ τήν αὐθεντία της ὅτι οἱ ὅροι καθ’ ἑαυτοί, ὡς ἁπλές λέξεις ἤ ἐκφράσεις, δέν ἔχουν κανένα ἀπόλυτα θεολογικό κῦρος, ἀλλά τό κῦρος τους ἔγκειται στό περιεχόμενο τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεως τό ὁποῖο διατυπώνουν καί τό ὁποῖο πρέπει να εἶναι σύμφωνο πρός τήν προηγούμενη θεολογική καί ἐκκλησιαστική παράδοση καί νά ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν σωτηριολογική του συνέπεια καί ἀξία. Αὐτό τό περιεχόμενο ἀπετέλεσε καί τό αὐθεντικό κριτήριο κρίσεως δηλαδή ἀποδοχῆς ἢ ἀπόρριψης κάθε δογματικῆς διατύπωσης ἀλλά καί τῆς ὀρθῆς ἑρμηνείας καί ἐπιβεβαίωσής της διαχρονικά.
Ἒτσι ἡ θεολογική ἑρμηνεία ἀλλά καί ἡ διατύπωση εἶναι «ἰσχυρά καί βεβαία» μόνο ὅταν εἶναι σύμφωνη πρός τήν ὁμολογία τῆς πίστεως, ὡς ἔκφραση τῆς συνοδικῆς λειτουργίας καί ὄχι μεμονωμένων ἀτόμων ἤ ὁμάδων, γι’ αὐτό καί ἡ συμφωνία τῆς θεολογίας πρός τήν ὁμολογία πίστεως τῆς Ἐκκλησίας βεβαιώνεται συνεχῶς ἀπό τόν ἔλεγχο τῆς «ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν οὐσιαστική λειτουργία καί ἔκφραση τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τό ὁποῖο καί διακρίνει τελικά τήν ὑγιῆ διδασκαλία ἀπό τήν αἱρετική ἀπόκλιση. Αὐτή ἡ συνοδική ἔκφραση τῆς «ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως» διαφυλάσσεται ἀπό τήν ὁρατή κεφαλή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τόν ἐπίσκοπο κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας, καί ἐκφράζεται μέ τήν συνοδική λειτουργία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος9. Τήν σημαντική αὐτή συνοδική λειτουργία κατοχύρωσε ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τόν 6ον κανόνα, ὁ ὁποῖος ὁρίζει ὅτι οἱ «αἱρετικοί» ἀποκηρύσ-σονται μόνο ἀπό τήν Σύνοδο τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ἀπό μεμονωμένα ἄτομα ἤ ὁμάδες.
γ) Ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος τόλμησε καί υἱοθέτησε τόν ὅρο «ὁμοού-σιος», ὡς προερχόμενο ἐκ τῆς ἀντιοχειανῆς θεολογικῆς παραδόσεως τοῦ ὁποίου ἡ χρήση εἶχε καταδικαστεῖ ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας τοῦ 268 ἐπειδή τόν χρησιμοποιοῦσε ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατέας, ἀποδίδοντας στό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ, μέ τόν ὃρο αὐτό «ἀνθρωπίνως» μερισμό ὡς πρός τήν θεία οὐσία, κατ΄ἀναλογίαν μέ ὃ, τι συμβαίνει μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀμφισβητῶντας μέ τήν παροῦσα ἀντίληψη τήν πληρότητα τῆς θεότητας τοῦ Υἱοῦ10.
Μέ τήν υἱοθέτηση τοῦ «ἄγραφου» ὅρου «ὁμοούσιος» ἀπό τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὁ ὅρος ἔλαβε νέο θεολογικό περιεχόμενο, διαφορετι-κό ἀπό τό μοναρχιανικό (Παῦλος Σαμοσατέας), καί συγχρόνως ἐπιβεβαι-ώθηκε ἀφενός ἡ παρρησία τῶν Πατέρων τῆς Νικαίας, νά ὑπερβοῦν δηλαδή τήν παλαιά ἀπαγόρευση, ὡς πρός τήν χρήση τοῦ συγκεκριμένου ὅρου, καί ἀφετέρου νά δοθεῖ ἡ δυνατότητα στήν Σύνοδο νά καταστήσει τόν ὅρο ὡς τό κατεξοχήν μέσο ἔκφρασης τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεως τῆς «Καθόλου» Ἐκκλησίας. Ὁ Υἱός εἶναι Θεός, ἐπειδή εἶναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρί», προέρχεται «ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός» καί ἔχει τήν ἴδια καί «ταὐτήν οὐσίαν» (ταυτότητα οὐσίας) πρός τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ Πατέρα.
Ἐξαιτίας τῆς συγκεκριμένης θεολογικῆς συμβολῆς, τό Σύμβολο τῆς Νικαίας κατέστη ἡ μόνη «ἱκανή καί αὐτάρκης ἔκφρασις πρός ἀνατροπήν πάσης ἀσεβοῦς αἱρέσεως καί πρός ἀσφάλειαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας»11, ἀλλά καί ἡ μόνη αὐθεντική ἔκφραση τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεως ἔναντι ὁποιουδήποτε ἄλλου Συμβόλου, τό ὁποῖο ἐκδόθηκε μετά τήν Σύνοδο τῆς Νικαίας καί μέχρι τοῦ ἔτους 381 μ.Χ., ἀλλά καί μέχρι την Δ΄Οἰκουμενική Σύνοδο (451 μ. Χ.).
4. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἡ Σύνοδος «μεταστοιχείωσε» θετικά τό ἀρχικά ἀρνητικό περιεχόμενο τοῦ ὅρου «ὁμοούσιος», στό πλαίσιο τῆς θεολογικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ἐπιβεβαιώνει καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀποδέχθηκε θεολογικά τήν πρό αὐτῆς θεολογική παράδοση (ἀντιοχειανή καί ἀλεξανδρινή) καί τήν κατέστησε θεολογική βάση ἔκφρασης «συμπάσης» τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ διαδικασία αὐτή ἀποδεικνύει ὃτι:
α) Ἡ ἀποδοχή σχετίζεται ἄμεσα μέ τό γεγονός τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκφράζεται «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ» καί «διά τῆς Ἐκκλησίας». Ἐξαιτίας μάλιστα αὐτῆς τῆς ἐκκλησιολογικῆς της διάστασης σχετίζεται ἄμεσα καί μέ αὐτό τό ὁποῖο ὁρίζουμε ὡς «ἐκκλησιαστική συνείδηση», ἡ ὁποία θεμελιώνεται στήν «traditio veritatis» (παράδοση τῆς ἀληθείας) καί καταξιώνεται στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας12, ὅπως καί ἡ ἴδια ἡ συνοδική λειτουργία, ἀφοῦ «Ἐκκλησία συστήματος καί συνόδου ἐστίν ὄνομα»13.
Οἱ Πατέρες τῆς Α‘ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁμολόγησαν μέ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τήν συμφωνία τους πρός τήν παράδοση καί τήν πίστη τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, «ἥν ὁ μέν Κύριος ἔδωκεν, οἱ δέ Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν, καί οἱ Πατέρες ἐφύλαξαν. Ἐν ταύτῃ γάρ ἡ Ἐκκλησία τεθεμελίωται, καί ὁ ταύτης ἐκπίπτων οὔτ’ ἄν εἴη, οὔτ’ ἄν ἔτι λέγοιτο Χριστιανός»14.
Ἡ σύνδεση αὐτή τῆς Συνόδου μέ τήν ἐκκλησιαστική παράδοση καθ-ορίζει ἀφενός τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο καθίσταται ἀποδεκτή ἡ Σύνοδος, στό πλαίσιο τῆς «ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως», ὡς «regula fidei» (κανόνας πίστεως), ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀφετέρου τήν σημασία τοῦ συνοδικοῦ ἔργου. Ἡ σύνδεση αὐτή ἐπιβεβαιώνει ἐπίσης ὃτι ἡ ἀποδοχή τοῦ Συμβόλου Πίστεως τῆς Συνόδου ἦταν μία δύσκολη πορεία καί προκάλεσε ἀρκετές θεολογικές ζυμώσεις ἐπί 1 ½ αἰῶνα, μέχρι καί τήν Δ’ Οἰκου-μενική Σύνοδο (451 μ.Χ., Χαλκηδόνα), μέ τό ὁποῖο τελικά προσδιορίστη-καν θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά τά ὅρια διάκρισης μεταξύ ὀρθοδοξίας καί αἵρεσης. Ἡ ἀποδοχή τέλος, ὡς πράξη λειτουργική καί συνοδική τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀπετέλεσε τό κατεξοχήν μέσον διαφύλαξης τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστεως ἀνόθευτης καί ἀκεραίας ἀπό τίς διάφορες ἀπόπειρες αἱρετικῶν στρεβλώσεων, ἀκόμη καί τοῦ ἲδιου τοῦ κειμένου τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, κυρίως μεταξύ τῶν ἐτῶν 325 καί 381 μ.Χ., ἀπό ἕναν «λαβύρινθον Συμβόλων»15.
Ἤδη ἡ Β’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐπικυρώνει τήν πίστη τῶν 318 Πατέρων, στήν Συνοδική της Ἐπιστολή «Πρός τούς Δυτικούς» (382 μ.Χ., Κων-σταντινούπολη), ἐνῶ ἡ Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (431 μ.Χ.,Ἔφεσος) μέ τόν ζ’ κανόνα της καθιστᾶ τό Σύμβολο Πίστεως τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κριτήριο ὀρθοδοξίας καί ἐπιβεβαίωσης ἀληθοῦς πίστεως16, γι’ αὐτό καί ἀπαγορεύει πλέον τήν σύνταξη ἤ χρήση κάποιου ἄλλου Συμβόλου Πίστεως17.
Ἀντίστοιχη ἀποδοχή ἔχουμε καί ἀπό τήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο (451 μ.Χ., Χαλκηδόνα), ὅπου, μετά τήν ἀνάγνωση τῆς «Ἐκθέσεως Πίστεως» τῆς Νικαίας, οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου ἐβόησαν: «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθο-δόξων. Ταύτη πάντες πιστεύομεν. Αὕτη ἀληθινή πίστις. Αὕτη ἡ ἁγία πί-στις. Αὕτη αἰωνία πίστις. Εἰς ταύτην ἐβαπτίσθημεν. Εἰς ταύτην βαπτίζο-μεν. Πάντες οὕτως πιστεύομεν»18, καί γιά τόν λόγο αὐτόν ἀπαγορεύουν «προσκομίζειν ἤ διδάσκειν» ἤ παραδιδόναι ἕτερον σύμβολον τοῖς ἐθέλουσιν ἐπιστρέφειν εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας19. Ἀργότερα, τό δεύτερο μισό τοῦ 6ου αἰῶνα, ὡς Σύμβολο πλέον Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως θά εἰσαχθεῖ στήν Θεία Λειτουργία, πιθανῶς ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας Πέτρο τόν Κναφέα20.
Ὃσα ἀναφέραμε ἀποδεικνύουν ὅτι τό Σύμβολο Πίστεως τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπετέλεσε τήν σπονδυλική στήλη ἔκθεσης τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς «Καθόλου» Ἐκκλησίας καί ὑπ’ αὐτήν τήν προοπτική τόσο ἡ Δ’ ὅσο καί ἡ Στ’ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὄχι μόνο ἐπεκύρωσαν τό συγκεκριμένο Σύμβολο ἀλλά καί θεώρησαν τό Σύμβολο τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ 381 μ.Χ., ὄχι ὡς ἕνα νέο Σύμβολο ἀλλά μία «τράνωσιν», ἑρμηνεία καί συμπλήρωση μέ βιβλικές μαρτυρίες. Ἀντίστοιχες ἀναφορές ἀποδοχῆς συναντᾶμε καί στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί στίς ἀποφάσεις Τοπικῶν Συνόδων.
β) Ἡ ἀποδοχή ἀποτυπώνεται καί στό πλαίσιο τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας, τόν ἄλλον αὐθεντικό τρόπο ἔκφρασης, ἀποδοχῆς καί ἀναγνώρισης τοῦ ἔργου τῆς Συνόδου, στό πλαίσιο τῆς «ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως» καί τῆς ὀρθοδόξου λειτουργικῆς παραδόσεως21. Ἡ ἀρχαιότερη μνεία ἀναγραφῆς τῆς μνήμης τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στά Δίπτυχα καί ἡ τέλεση εἰδικῆς λειτουργικῆς «συνάξεως» ἀνάγεται στούς χρόνους τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννου Β΄ (518-520 μ.Χ.)22, καί ἐπί Πατριάρχου Ἀνθίμου Α’ (535-538 μ.Χ.) ἔχουμε τήν πρώτη συναξαριακή ἀναφορά μνήμης τῆς Συνόδου, στίς 28 Μαΐου καί τήν Ζ’ Κυριακή ἀπό τό Πάσχα. Τό ἔτος 582 μ.Χ. μαρτυρεῖται καί ἡ τιμή τῶν Πατέρων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς ὡς ἁγίων πλέον, μέ τήν πρώτη συγγραφή ἐγκωμίου σ’ αὐτούς νά καταγράφεται τό 725 μ.Χ. περίπου ἤ τό πολύ μέχρι τόν 9ο αἰώνα23.
γ) Ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀνεγνώρισε γιά πρώτη φορά στά προσ-ωπα τῶν πολεμίων τῶν αἱρέσεων τούς «ἔγκριτους Πατέρας» καί θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας (Egregii Doctores Ecclesiae)24, ἐπικαλούμενη ὡς ὀρθή τήν θεολογική ἑρμηνεία τους ὡς πρός τόν ἀμάρτυρο καί «ἂγραφο» θεολογικό ὅρο «ὁμοούσιος», τόν «διαβεβλημένον» μέχρι τότε ἀπό τήν ἀδόκιμη σύνδεσή του μέ τήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ δυναμικοῦ μοναρχι-ανοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέα. Χαρακτηριστικές εἶναι οἱ θέσεις τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ὡς πρός τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο χρησιμοποιήθηκαν οἱ πατερικές ἀναφορές καί ἑρμηνεῖες γιά τήν θεμελίωση τοῦ συγκεκριμένου ὅρου «ὁμοούσιος» ἀπό τούς Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου25, ἐπαναβεβαιώνοντας τήν σύνδεση τῆς ἀποφάσεώς της μέ τήν «ἐκκλη-σιαστική συνείδηση» καί τήν προηγουμένη πατερική και θεολογική παράδοση.
Ἡ Σύνοδος υἱοθέτησε, γιά πρώτη φορά, τήν ἑξῆς ἑρμηνευτική διάκρι-ση, τό Σύμβολο Πίστεως εἶναι ὑπόθεση τοῦ φρονήματος τοῦ ὅλου σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ θεολογική του ὅμως ἑρμηνεία ἀποτελεῖ ἔργο κυρίως τῶν Θεολόγων καί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, συνδέοντας μέ τόν τρόπο αὐτό τήν θεολογία τῶν Πατέρων μέ τήν σταθερή βάση τοῦ «κανόνος τῆς ἀληθείας» (regula veritatis). Ἒτσι τό Σύμβολο Πίστεως κατέστει τό διαχρονικό καί οἰκουμενικό κριτήριο διάκρισης μεταξύ ὀρθοδοξίας καί ἑτεροδοξίας γιά ὅλες τίς Τοπικές Ἐκκλησίες τῆς Χριστιανικῆς Οἰκουμένης καί συγχρόνως προβλήθηκε τό «καθολικό» κύρος του. Τό ἐξαιρετικό αὐτό κῦρος τῆς θεολογικῆς προσφορᾶς τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, στήν βάση τῆς σύνδεσης ἡ ὁποία ἐπετεύχθη ἀπό τούς Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐπιβεβαιώνεται πλέον μέ τήν διαχρονική ἀξία καί ἀποδοχή τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων.
Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς σύνδεσης ἡ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, κατέστη μετά τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἐπίσης τό κριτήριο γνησιότητας τῆς ὀρθοδοξίας στίς συνοδικές συζητήσεις διαφόρων θεολογικῶν ζητημάτων, γι’ αὐτό καί στήν Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδο (431 μ.Χ., Ἔφεσος), ἔχουμε γιά πρώτη φορά τήν ἐπίκλησή τους μέ τίς λεγόμενες «χρήσεις» μέσα ἀπό διάφορα πατερικά «ἀνθολόγια» (floriléges). Πρῶτος ὁ Κύριλλος Ἀλεξαν--δρείας (412-444 μ.Χ.) προέβαλε, στήν Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδο (431 μ.Χ.), «τάς τῶν θεολόγων φωνάς» ὡς τό παράλληλο κριτήριο ὀρθότητας ἑρμηνείας τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, μέ σκοπό τήν «βεβαίωσιν» ἤ τήν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδοξίας τῆς πίστεως, ἐνῶ στήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (451 μ.Χ.) εἰσάγεται στόν «Ὅρον πίστεως» ἡ ρητή ἀναφορά «ἑπόμενοι τοίνυν τοῖς ἁγίοις Πατράσιν... συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν...», ἐπιτυγχάνοντας μέ τόν τρόπο αὐτό μία συμφωνία τῶν Ὅρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πρός τήν κοινή καί διαχρονική συμφωνία τῆς θεολογικῆς σκέψης τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας (consensus Patrum), ὡς τό αὐθεντικό δηλαδή κριτήριο θεμελίωσης τῆς ὀρθοδοξίας τῶν διαφόρων θεολογικῶν ἀπόψεων, τίς ὁποῖες τό ἴδιο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀξιολογοῦσε ὡς διαδικασία ἀποδοχῆς (reception) μέσω τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Αὐτή ἡ ἄρρηκτη συζυγία καί σχέση τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν Ὁμολογία Πίστεως καθιέρωσε τελικά καί τήν ἐξαιρετική αὐθεντία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τόσο γιά τήν ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς πίστεως, ὅσο καί γιά τήν εἰδικότερη ἀποστολή τῆς θεολογίας τους σέ ὁλόκληρη την ἀνέλιξη τῆς θεολογικῆς παραδόσεως γιά τήν ἲδια τήν Ἐκκλησία.
Μποροῦμε λοιπόν νά ἐπισημάνουμε, ὃτι ἡ διαδικασία ἀποδοχῆς τοῦ Συμβόλου τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπιβεβαιώθηκε ὁριστικά ὕστερα ἀπό παρέλευση πενήντα καί πλέον ἐτῶν μετά τήν Σύνοδο, ἐνῶ κατεβλήθησαν προσπάθειες ἐπαναπροσδιορισμοῦ καί ἐπανερμηνείας του. Ἀπό πολλούς θεωρήθηκε ὅτι μποροῦσε νά ὑποκατασταθεῖ ἀπό Σύμβολα ἄλλων Τοπικῶν ἤ Μειζόνων Συνόδων, ὄχι ὅμως Οἰκουμενικῶν. Ἀκούστηκαν βέβαια καί ἀκραῖες φωνές, ὅπως π.χ. ὅτι τό Σύμβολο μπορεῖ νά ἐπανερμηνευθεῖ ἀπό ἄλλα Σύμβολα Τοπικῶν Συνόδων ἤ καί νά τροποποιηθεῖ. Ὅμως, ἡ συμφωνία πρός τήν «ἐκκλησιαστική συνείδηση» καί ἡ ἐκκλησιαστική (λειτουργική) ἀναγνώριση τοῦ θεολογικοῦ ἔργου της, στό πλαίσιο τῆς συνοδικῆς παραδόσεως τῆς «Καθόλου» Ἐκκλησίας, ἐπιβεβαίωσε ὅτι ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποτελεῖ τήν πρώτη καί κατεξοχήν ἔκφραση οἰκουμενικῆς συνοδικότητας, ἔστω καί ἄν αὐτό κρίθηκε θετικά μετά τήν παρέλευση 100 χρόνων ἢ καί ἄν ἀκόμη δημιουργήθηκαν πολλές ἀμφισβητήσεις καί ἀρκετά προβλήματα, τά ὁποῖα ὁδήγησαν σέ διαιρέσεις.
Τελικά φαίνεται ὅτι τό μέλλον εἶναι αὐτό πού ἐπιβεβαιώνει, ἐπ-αληθεύει καί ἑδραιώνει στήν Ἐκκλησία τίς ἱστορικές ἀποφάσεις ὡς «Ἀλήθειες», καί δίνει νόημα καί κῦρος σ’ αὐτές, ὡς ἔκφραση τῆς «ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως» καί τῆς βιβλικῆς καί πατερικῆς παραδόσεως ἀλλά καί ὡς ἀνεκτίμητη ἐμπειρία βιώσεως στό πλαίσιο τῆς συνοδικῆς λειτουργίας καί τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
5. Ἀποδοχή ὅμως δέν ἐπιτεύχθηκε μόνο ὡς πρός τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί τήν ἑρμηνεία του ἀλλά καί ὡς πρός τό λοιπό ἔργο τῆς Συν-όδου, κυρίως τό κανονικό, τό περί τοῦ καθορισμοῦ τοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα καί τήν διευθέτηση τοῦ Μελιτιανοῦ σχίσματος, μέ σκοπό ἀφενός νά ἐπιλυθοῦν ζητήματα ποιμαντικῆς καί ἐκκλησιαστικο-κανονικῆς οἰκονομίας, καί ἀφετέρου νά τερματιστοῦν οἱ ἔριδες.
α) Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐξέδωσε εἴκοσι κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται σέ θέματα ἐκκλησιαστικῆς ὀργανώσεως (6, 7), ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως (4, 5, 8), ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας (1, 2, 3, 9, 15, 16, 19), στό ζήτημα τῶν πεπτωκότων (10, 11, 12, 13, 14), σέ θέματα λατρείας καί λειτουργικῆς εὐταξίας (18, 20) καί τέλος σέ θέματα χριστιανικοῦ βίου (17).
Οἱ κανόνες αὐτοί ἐπικυρώθηκαν ἀπό τήν Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο (381 μ.Χ., Κωνσταντινούπολη) καί ἀπό τήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο (451 μ.Χ., Χαλκηδόνα). Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἀναφορά: «μή ἀθετεῖσθαι τήν πίστιν μηδέ τούς κανόνας τῶν πατέρων τῶν τριακοσίων δέκα καί ὀκτώ, τῶν ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας συνελθότων», ἐνῶ ἀνάλογη εἶναι καί ἡ ἐπισήμανση τῆς Πενθέκτης «ἐν Τρούλλῳ» Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691 μ.Χ., Κωνσταν-τινούπολη), στούς δύο πρώτους κανόνες, μέ τούς ὁποίους ὁρίζει καί ἐπικυρώνει τούς κανόνες καί τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μαζί μέ ἄλλους κανόνες Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων καί Πατέρων. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά ἡ Σύνοδος: «μηδενί ἐξεῖναι τούς προδηλωθέν-τας παραχαράττειν κανόνας ἤ ἀθετεῖν ἤ ἑτέρους παρά τούς προκειμένους παραδέχεσθαι κανόνας, ψευδεπιγράφως ὑπό τινων συντεθέντας, τῶν τήν ἀλήθειαν καπηλεύειν ἐπιχειρησάντων».
Ἡ ἔκδηλη αὐτή προσπάθεια τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων νά διαφυλάξουν καί νά διατηρήσουν ἀλώβητο τό κανονικό ἔργο τῶν προηγουμένων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων ἀλλά καί ἡ θεμελίωση τοῦ περιεχομένου ὁποιασδήποτε νέας κανονικῆς διάταξης μέ μία περιγραφική ἀναφορά στήν προγενέστερη κανονική παράδοση ἐκφράζει ἀφενός τήν ἐκκλησιαστική ἀποδοχή (reception) τοῦ κανονικοῦ ἔργου τῆς Συνόδου, στό πλαίσιο τῆς παραδόσεως τῆς συγκεκριμένης κανονικῆς ἀναφορᾶς, καί ἀφετέρου τήν καθολική ἐκκλησιαστική συνείδηση τοῦ περιεχόμενου καί τοῦ πνεύματος τῶν θεσπιζομένων νέων κανόνων, ἀφοῦ οἱ παλαιότεροι καί προγενέστεροι κανόνες ἀποτελοῦν αὐθεντικό κριτήριο διασφάλισης τῆς κανονικῆς πιστότητας.
Ἡ παροῦσα ἀρχή, ὡς ἔκφραση ἀποδοχῆς τοῦ κανονικοῦ ἔργου τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐπιβεβαιώνεται μέ τήν διαχρονική πρόσληψη τοῦ κανονικοῦ της ἔργου, ἐνῶ ἀποκλείει κάθε ἀντίληψη περί ἀναιρέσεως τοῦ συγκεκριμένου ἔργου μέ τήν θέσπιση νέων κανόνων ἀπό τίς μεταγενέστερες Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους καί ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες ἐπέμεναν σταθερά στήν καθολική ἐκκλησιαστική παράδοση, διετύπωσαν πλῆθος νέων κανόνων γιά πολλά νέα κανονικά ζητήματα, ἀποδίδοντας μεγάλη σημασία στήν προγενέστερη κανονική παράδοση καί ἐν προκειμένῳ στό κανονικό ἔργο τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Αὐτή ἡ ἔκφραση ἀποδοχῆς ἐπικυρώνει τήν ἀνάδειξη τῆς αὐθεντικῆς συνέχειας τῆς κανονικῆς παραδόσεως σέ ὅλες τίς ἐποχές τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ αὐθεντική ὅμως συνέχιση τῆς κανονικῆς παραδόσεως δέν ἀποκλείει καί τήν τροποποίηση τῶν προγενέστερων κανόνων, ὡς μία προσπάθεια ἑρμηνείας, ἐπεξήγησης καί ἀνανέωσης, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖται ἀπό τήν ἐμφάνιση ἤ τήν μεταβολή τῶν ἱστορικῶν ζητημάτων, χωρίς βεβαίως ἡ παροῦσα ἔκφραση τροποποίησης νά θίγει τήν οὐσία ἤ τό πνεῦμα τῆς προγενέστερης κανονικῆς παραδόσεως. Συνεπῶς ἡ τροποποίηση τῆς προγενέστερης κανονικῆς παραδόσεως δέν συνεπάγεται τήν κατάργησή της ἀλλά τήν θέσπιση νέων κανόνων ἀπό τίς Συνόδους μέ βάση τό πνεῦμα τῶν παλαιῶν, γιατί οἱ κανόνες ἀποτελοῦν πάντοτε τό ἀναπαλλοτρίωτο κριτήριο τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκφράζουν κατά ἐποχές τήν αὐθεντική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν γνήσια ἐμπειρία Της, γι’ αὐτό καί ἀποτελοῦν δομικά στοιχεῖα τῆς διαχρονικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ βάση τίς παροῦσες κανονικές ἀρχές ἡ τροποποίηση τῶν κανόνων δ’ καί ε’ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τούς κανόνες β’ καί στ’ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποτελεῖ ἔκφραση ἀποδοχῆς τους καί ἀναγνώρισης τοῦ κύρους τους, τό ὁποῖο παραμένει ἀμείωτο στό πλαίσιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί κανονικῆς παραδόσεως, οἱ δέ τροποποιήσεις πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῶν τροποποιημένων κανόνων πρός ἐπίλυση διαπιστωμένων ἀναγκῶν. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά μία ὁλόκληρη σειρά κανόνων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιά ἀνάλογες καί ἀντίστοιχες διαδικασίες ἑρμηνευτικῶν καί ἐπεξηγηματικῶν τροποποιήσεων ἀπό τίς μεταγενέστερες Οἰκουμενικές ἤ Τοπικές Συνόδους καί ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι μέ τούς ὁμοειδεῖς κανόνες δέν ἔχουμε μία παράλληλη διατύπωση ἑνός μέρους τῆς ἴδιας ἀλήθειας τῆς πίστεως, ἀλλά μία διαφορετική ἐφαρμογή τῆς πληρότητάς της σέ διαφορετικά ἐκκλησιαστικά ζητήματα καί σέ διαφορετικές ἐποχές, στήν βάση ὅμως τῶν ἴδιων ἀρχῶν καί κανονικῶν προυποθέσων. Κάθε κανόνας δέν προσδιορίζει τήν πλήρη καί διαχρονική ἐφαρμογή τῆς ἀλήθειας γιά τό συγκεκριμένο ζήτημα στήν ἱστορική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά παρέχει μία διαφορετική καί ἐπί μέρους προοπτική τῆς ὅλης ἀλήθειας, τήν ὁποία κατέχει ἡ Ἐκκλησία καί τήν ἐκφράζει στά κατά ἐποχές ἀνακύπτοντα ἐκκλησιαστικά ζητήματα.
Οἱ θεσπισθέντες λοιπόν ἀπό τήν Ἐκκλησία κανόνες κατά τό ἱστορικό της παρελθόν δέν περιπίπτουν, μέ τήν θέσπιση νέων κανόνων σέ ἀχρησία ἤ ἀχρηστία, οὔτε καταργοῦνται κατά τό πνεῦμα ἤ κατά τήν οὐσία τους, διότι τό πνεῦμα καί ἡ οὐσία τῆς κανονικῆς παραδόσεως πρέπει νά διαφυλάσσονται ἀνόθευτα σέ κάθε νέα κανονική διατύπωση26.
β) Ὅπως εἶναι γνωστό ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀσχολήθηκε εἰδικά καί μέ τό θέμα καθορισμοῦ τοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσ-χα. Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἀσχολήθηκε ἡ Σύνοδος μέ τό συγκεκριμένο θέμα ἦταν ἡ παρατηρούμενη ἀσυμφωνία μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν ὡς πρός τόν χρόνο ἑορτασμοῦ τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα27, γεγονός τό ὁποῖο χαρακτηρίζεται ἀπό τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο ὡς «δεινόν τε καί ἀπρεπές»28.
Ἡ Σύνοδος ὑπό τήν προοπτική ἐπίτευξης κοινοῦ ἑορτασμοῦ ἀπεφάσισε ὁμόφωνα τό Πάσχα νά ἑορτάζεται «ἐν μιᾷ καί τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ» «καί τήν πασχάλιον ἑορτήν ἅπαντας κατά τόν αὐτόν ἐπιτελεῖν καιρόν»29, ἀπο-δοκιμάζοντας μέ τήν ἀπόφασή της αὐτή τήν συνήθεια τῶν Ἐκκλησιῶν Συρίας, Μεσοποταμίας καί Κιλικίας νά ἑορτάζουν τό Πάσχα «μετά τῶν Ἰουδαίων», πρίν δηλαδή τήν ἐαρινή ἰσημερία, ἐνῶ ἐπικύρωσε καί τήν πράξη τῶν περισσοτέρων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες ἑόρταζαν τό Πάσχα τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν 14η τοῦ μηνός Νισάν.30.
Τήν ἀπόφαση αὐτή τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπεδέχθη μέ τόν α΄κανόνα ἡ Σύνοδος τῆς Ἀντιοχείας (341 μ.Χ.), ἀπευθυνόμενη μάλιστα μέ αὐστηρότητα πρός ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τολμοῦν «παραλύειν τόν ὅρον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθείσης... περί τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα» γι’ αὐτό καί τούς καθ-ιστᾶ «ἀκοινωνήτους καί ἀποβλήτους εἶναι τῆς Ἐκκλησίας, εἰ ἐπιμένοιεν φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι πρός τά καλῶς δεδογμένα καί ταῦτα εἰρήσθω περί τῶν λαϊκῶν». Τό συγκεκριμένο κανόνα τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπικύρωσε ἀποδεχόμενη καί ἡ ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (681 μ.Χ., β’ κανόνα).
Ἡ παροῦσα ἀποδοχή τοῦ συγκεκριμένου κανόνα ἐπιβάλλει τήν ἀρχή τοῦ ἀπαρασαλεύτου τῆς τηρήσεώς του καί μάλιστα ὑπό τούς ὅρους τούς ὁποίους ἔθεσαν τόσον ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος ὅσο καί οἱ μεταγενέ-στερες ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχεία (341 μ.Χ., α΄ κανόνας) καί τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Αὐτή ἡ κανονική ἀρχή ἐφαρμόζεται καί ὡς πρός τήν κατάρτιση τοῦ Πασχαλίου Κανόνα γιά τήν Ἀνατολή ἕως καί σήμερα, ἀνεξάρτητα μάλιστα ἀπό τήν ἡμερολογιακή μεταρρύθμιση τοῦ ἒτους 1923.
Εἶναι χαρακτηριστική μάλιστα ἡ ἀπόφαση τῆς Ἐνδημοῦσας Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεω,ς τοῦ ἔτους 1592, ἐπί πατριάρχου Ἱερεμίου Β’, κατά τῆς γρηγοριανῆς μεταρρύθμισης τοῦ ἡμερολογίου στήν Δύση, ἡ ὁποία, στόν β’ κανόνα, δήλωσε τήν προσήλωσή της στήν ἀπόφαση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφορικά μέ τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα καί κατά τό πρότυπο τοῦ α’ κανόνα τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας (341 μ.Χ.)31. Ἡ ἀποδοχή τῆς συγκεκριμένης ἀποφάσεως τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, περί τοῦ καθορισμοῦ τοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, θά πρέπει νά ἀποτελέσει καί τόν ὁδοδείκτη προσεγγίσεως ὁποιασδήποτε ἂλλης πρό-κλησης ἢ συζήτησης περί κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης.
Ἐπίσης, θά πρέπει νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἤδη ἀπό τόν 2ο αἰῶνα μεταξύ Δύσης καί Ἀνατολῆς ὑπῆρχε μία διαφορετική ἡμερολογιακή θεώρηση ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, χωρίς ὃμως ἡ διαφοροποίηση αὐτή νά προκαλοῦσε σχίσμα ἤ κατάλυση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ὅπως βεβαίως καί ὁ τυχαῖος κοινός ἡμερολογιακός ἑορτασμός, δέν μπορεῖ νά «ἐπιβάλλει» ἕναν κοινόν ἑορτασμό, ὡς ἒκφραση διακοινωνίας ἢ νά σηματοδοτήσει τήν ἀπάλειψη τῶν ὑφιστάμενων θεολογικῶν καί ἐκκλη-σιολογικῶν διαφορῶν, οἱ ὁποῖες λειτουργοῦν ἀποτρεπτικά πάντοτε πρός ἕναν ἀπό κοινοῦ λειτουργικό ἑορτασμό καί μάλιστα ἡμερολογιακά στα-θερό32.
Κατά τά τελευταῖα 100 χρόνια (1925-2025), ἄν καί πραγματοποιήθηκε ἡμερολογιακά κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα 26 φορές, καί μέχρι τό ἔτος 2100 ὁ ἑορτασμός θά εἶναι ἄλλες 21 φορές κοινός, ἐντούτοις ὁ ἡμερολογιακά καί τυχαῖα συμπτωματικός αὐτός κοινός ἑορτασμός δέν συνεπάγετο ἀλλά οὔτε καί ὁδήγησε σέ διακοινωνία (intercommunion) ἤ συλλειτουργία, ἡ ὁποία βεβαίως συνεπάγεται ἐκκλησιαστική ἕνωση, προυποθέτουσα τήν ἐπίλυση τῶν ὑφισταμένων θεολογικῶν καί ἐκκλησιολογικῶν διαφορῶν.
Ἐπιπλέον, ἡ ὁποιαδήποτε ἀλλαγή τοῦ χρονικοῦ ἡμερολογιακοῦ προσ-διορισμοῦ μέ σκοπό τόν κοινό ἢ σταθερό συνεορτασμό τοῦ Πάσχα σέ Δύση καί Ἀνατολή προϋποθέτει, στό πλαίσιο τῆς συνοδικῆς και κανονικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀπόφαση μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κάτι τό ὁποῖο δέν εἶναι πρός τό παρόν ἐφικτό.
Αὐτό ὑπονοεῖται καί στό Ἀνακοινωθέν τῆς Συνάξεως τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῆς 3ης Σεπτεμβρίου τοῦ 2024, περί τοῦ κατ’ ἔτος κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα «συμφώνως πρός τό Πασχάλιον τῆς καθ’ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τήν ἐπιβεβαίωση δηλαδή τῆς μή ἀποδοχῆς τῆς γρηγοριανῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρυθμίσεως, τῆς μή ἀλλαγῆς τῶν ἀρχῶν καί τῶν προϋποθέσεων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἤ τῆς μή παρέκκλισης ἀπό τήν κρατοῦσα ἐκκλησιαστική παράδοση. Τό εὐκταῖον λοιπόν δέν εἶναι καί πάντοτε ἐφικτόν!!!
6. Ὁ ἑορτασμός ὅμως τῶν 1700 ἐτῶν ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.) καί ἡ ἀποδοχή της ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας συνεπάγεται τήν ἀναγνώριση τῆς ἐκκλησιολογικῆς σημασίας της ὡς πρός τήν ἔννοια τῆς συνοδικότητας καί μάλιστα στόν 21ο αἰῶνα, καί σέ ἀναφορά πρός τά ταυτοτικά στοιχεῖα ἂλλων χριστιανικῶν παραδόσεων. Καλούμεθα δηλαδή, στίς διαλογικές σχέσεις πρός τοός ἑτεροδόξους οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀντλήσουμε ἀπό τήν δομή, τήν λειτουργία καί τήν συγκρότηση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τά στοιχεῖα ἐκεῖνα μέ τά ὁποῖα θά μπορέσουμε νά ἐπαναδιατυπώσουμε τήν ἔννοια τῆς συνοδικότητας. Καλούμεθα γιά τήν ἀκρίβεια νά προσεγγίσουμε τήν Ὀρθόδοξη παράδοση τῆς συνοδικότητας ὡς μία δημιουργική ἀνανέωση τῆς συνοδικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας, ὄχι γιά τούς «ἐντός» μόνο ἀλλά καί γιά τούς «ἐκτός», ὃπως στό πλαίσιο τοῦ σύγχρονου Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν. Ὑπ΄αὐτή τήν προοπτική ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία διδάσκει, στό πλαίσιο τοῦ συγκεκριμένου Θεολογικοῦ Διαλόγου, περί τῆς δομῆς καί τῆς λειτουργίας τῆς συνοδικότητας καί περί τῆς ἒννοιας τοῦ Πρώτου ἐντός τῆς συγκεκριμένης ἔκφρασης συνοδικότη-τας καί ὄχι αὐτόνομα καί ἀνεξάρτητα ἀπό αὐτήν.
Ἡ συνοδικότητα, ἄν καί ἀνήκει στήν οὐσία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας33, ἐντούτοις ἔχει παρανοηθεῖ ἀρκετές φορές ἀκόμη καί «ἐντός» τῆς ὀρθό-δοξης ἐκκλησιαστικῆς πραγματικότητας, ἐπειδή πολλές φορές δέν γίνε-ται ἀπόλυτα ἀποδεκτό τό ἐκκλησιολογικό της περιεχόμενο.
α) Τό πρῶτο στοιχεῖο παρανόησης εἶναι ὅτι διαχωρίζεται ἡ συνοδική λειτουργία ἀπό τήν Θεία Εὐχαριστία34, μέ συνέπεια νά ἀμφισβητεῖται ὁ ἐπισκοποκεντρικός χαρακτήρας τῆς Συνόδου καί νά ἀλλοιώνεται ἡ ἐκ-κλησιολογική της σημασία, μέ ἀποτέλεσμα πολλές φορές νά προσεγγί-ζεται ὄχι ὡς ἐκκλησιαστικό γεγονός ἀλλά ὡς μία συνέλευση σωματεια-κοῦ τύπου.
β) Τό δεύτερο στοιχεῖο παρανόησης προέρχεται ἀπό μία ἐσφαλμένη ἀντίληψη περί τῆς θέσεως τοῦ Πρώτου, ὄχι ὡς δομικοῦ καί ἀναγκαίου στοιχείου σέ κάθε μορφή συνοδικότητας καί ἒκφραση ἑνότητας, ἀλλά ὡς ἒκφραση μιᾶς ὑπεροχικῆς δυνάμεως, μέ ἀποτέλεσμα, σέ ὁρισμένες Τοπικές Ἐκκλησίες, ἡ θέση τοῦ Πρώτου νά μήν κατανοεῖται ὡς μέρος τῆς συνοδικῆς διαδικασίας ἀλλά ὡς αὐτοπροσδιοριζόμενο καί ἀπομονωμένο στοιχεῖο στό πλαίσιο τῆς ἐκκλησιαστικότητας καί μόνο.
Μέ αὐτήν τήν ἀντίληψη σέ κάθε μορφή συνοδικότητας ἡ θέση τοῦ Πρώτου θεωρεῖται ἐκτός τῆς δομῆς τῆς Συνόδου, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν ὁρίζεται, οὔτε νά ἐλέγχεται ἤ καί νά κατανοεῖται ὡς τό ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς συνοδικῆς σχέσης τοῦ Πρώτου μέ τούς λοιπούς ἐπισκόπους, καί ἡ ψῆφος τῶν ἐπι-σκόπων («ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος») νά μήν θεωρεῖται ἰσχυρή καί ἀπαραί-τητη, ὡς πρός τόν ἀποφασιστικό της χαρακτῆρα ἀλλά νά τῆς ἀναγνωρί-ζεται μόνο ὁ συμβουλευτικός χαρακτῆρας.
Ὅμως στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ὃπως τήν διεφύλαξε καί τήν ἐξέφρασε «καθολικά» ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ἔννοια τοῦ Πρώτου δέν εἶναι ἀποδεκτή χωρίς τήν Σύνοδο ἀλλά καί ἡ Σύνοδος δέν νοεῖται χωρίς τόν Πρῶτο. Τήν «χρυσή» αὐτή ἀρχή ἔθεσε μέ σαφήνεια ὁ 34ος κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (δ΄αἰῶνας). Μέ βάση τόν συγκεκριμένο κανόνα ἡ Σύνοδος καί ὁ Πρῶτος ἀποτελοῦν ἀπαραίτητα καί συστατικά στοιχεῖα τῆς ἐπισκοπικῆς συνοδικότητας σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς ζωῆς της, ὡς ἀλληλοπεριχωρούμενα καί ἀλληλοσυμπληρούμενα συνοδικά, χρονικά καί τοπικά, γι’ αὐτό καί σέ καμία χρονική περίοδο δέν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά ὑπάρξει χωρίς αὐτά. Τά συγκεκριμένα στοιχεῖα δέν ἐπιδέχονται μεταρρύθμιση ἤ ἐκσυγχρονισμό, ἐνῶ σέ κανένα τοπικό ἐπίπεδο καί στό πλαίσιο τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας δέν εἶναι νοητή ἡ ὕπαρξη Ἐκκλησίας χωρίς Πρώτο ἀλλά καί χωρίς Σύνοδο.
Τό ὁποιοδήποτε λειτούργημα τοῦ Πρώτου μπορεῖ νά ἀσκηθεῖ μόνο ἐντός τοῦ γράμματος καί τοῦ πνεύματος τοῦ 34ου Ἀποστολικοῦ Κανόνα καί ἡ Σύνοδος δέν μπορεῖ νά ἔχει μόνο συμβουλευτικό, ἀλλά καί ἀποφα-σιστικό χαρακτήρα ὡς προς τήν λήψη τῶν ἀποφάσεων. Μόνο τότε ὁ Πρῶτος τῆς Συνόδου καθίσταται ἐκφραστής καί φύλακας τῆς ὁμοφωνίας ἤ τῆς πλειοψηφίας (19ος κανόνας Ἀντιοχείας) τῶν μελῶν τῆς Συνόδου.
γ) Τό τρίτο στοιχεῖο παρανόησης ὡς πρός τήν λειτουργία τῆς συνοδικότητας προέρχεται ἀπό μία λανθασμένη ἀντίληψη κατανόησης τῆς Αὐτοκεφαλίας τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Κάποιες Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ἔχουν λησμονήσει τήν ἔκφραση τῆς γνήσιας ἐπισκοπικῆς συνοδικότητας, ὡς σχέσεως καί μεταξύ τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί ἔχουν υἱοθετήσει στοιχεῖα μιᾶς φραγκικῆς (καρλομάγ-νειας) ἢ μεσαιωνικοῦ τύπου ἐκκλησιολογίας, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀντιλαμ-βάνονται τήν Αὐτοκεφαλία τους ὡς μία ἐσωστρεφῆ, κλειστή, ἀπομονω-μένη καί αὐτάρκη ἐκκλησιαστικότητα, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σέ ἀντίστοιχες ἐκκλησιολογικές ἐκτροπές, ἕως καί αὐτοῦ τοῦ σχίσματος, καί ὄχι στό πλαίσιο μιᾶς σχέσεως κοινωνίας μέ ὅλες τίς ἄλλες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ὂχι δηλαδή ὡς μία «communion Ecclesiarum», μέ τήν ὁποία ἐπιβεβαιώνεται ἡ Αὐτοκεφαλία τους συνοδικά καί ἐκκλησιολογικά.
7. Ὅλες αὐτές οἱ παρανοήσεις, σέ ἀναφορά πρός τό Πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, ἀποτελοῦν τό ἀντικείμενο μελέτης στόν Θεολογικό Διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, ὅπου, ὑπό τό φῶς τῆς ἒννοιας τῆς συνοδικότητας καί στό πλαίσιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιο-λογίας, ἐξετάζεται ἡ θέση τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, ἐντός τῆς δυτικῆς παρα-δόσεως καί ἡ ἒννοια τῆς «παγκόσμιας δικαιοδοσίας» του.
Ἔχει ἤδη ἐπισημανθεῖ, στό πλαίσιο τοῦ παρόντος Θεολογικοῦ Δια-λόγου, ὅτι μέ βαση τόν 34ο Ἀποστολικό Κανόνα ἡ ἰσόρροπη καί ἀμοιβαία ἐκτίμηση στίς σχέσεις τῶν ἐπισκόπων μέ τόν Πρῶτο, τόν προεξάρχοντα ἐπίσκοπο, ἐπιβάλλει τήν συνύπαρξη ἐπισκόπων καί Πρώτου, ἐνῶ δέν ὑφίσταται Πρῶτος χωρίς τούς λοιπούς ἐπισκόπους. Ὑπ’ αὐτήν τήν προ-οπτική τῆς ἀμοιβαίας ἀλληλεξάρτησης συνοδικότητας καί Πρωτείου καί στό πλαίσιο τῆς συνοδικότητας ὁδηγούμεθα στήν διερεύνηση ὓπαρξης ἢ μή Πρωτείου, θεωρῶντας μάλιστα αὐτόν ὡς τόν μοναδικό τρόπο γιά τήν ἐπίλυση καί τοῦ εἰδικότερου ζητήματος τοῦ Πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης.
Ἐπίσης ἡ ἀναγνώριση ἑνός «παγκόσμιου Πρωτείου» στόν ἐπίσκοπο Ρώμης δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ στήν βάση μιᾶς λανθασμένης ἀντίληψης περί γεωγραφικῆς καί μόνο θεώρησης μιᾶς «παγκόσμιας Ἐκκλησίας» (Ecclesia Universalis), ἀλλά στήν λογική μιᾶς οἰκουμενικῆς συνοδικότητας, δηλαδή μιᾶς συνοδικότητας, μέ τήν ὁποία ἐκφράζεται ἡ «Καθόλου» Ἐκκλησία (Totum Ecclesia), ὡς ἡ «κατά τήν Οἰκουμένην» Ἐκκλησία, καί συγχρόνως ἡ κοινωνία ὃλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ὡς «communion Ecclesiarum». Μία τέτοια θεώρηση τοῦ Πρώτου, στό πλαίσιο τῆς «Καθ-ολικῆς» συνοδικότητας τῶν ἐπισκόπων τῶν «κατά τήν Οἰκουμένην» Τοπι-κῶν Ἐκκλησιῶν, ὡς διαλεκτική δηλαδή σχέση καί συγχρόνως χαρισματική, δικαιολογεῖ καί τήν ὓπαρξη ἑνός «Kαθολικοῦ» Πρώτου, χωρίς ὃμως καμμία ἄλλη θεσμική ἔννοια «μονιμότητος» καί «παγκοσμιό-τητος». Ἐπίσης, ἡ ἀναγνώριση τῆς Συνόδου ὡς Οἰκουμενικῆς δέν καθ-ορίζεται ἀπό τήν γεωγραφικά παγκόσμια ἐμβέλειά της, ὥστε νά ὁριοθετεῖ μόνιμα καί ἀποκλειστικά καί ἕναν ἀντίστοιχα «παγκόσμιο» Πρῶτο, ἀλλά ἐξαρτᾶται ἀπό τήν «Καθολική» ἀποδοχή καί πρόσληψη τῶν ἀποφάσεών Της ἀπό ὁλόκληρο τό «Καθολικόν» σῶμα τῶν ἐπισκόπων τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ προεδρία τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου, Ἀντιοχείας Εὐστάθιος, μετά τήν λήξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου, δέν διεκδίκησε κάποια ἰδιαίτερα προνόμια «παγκόσμιας δικαιοδοσίας», οὔτε «ἀπέλαβε» ἀναγνώρισης κάποιου μόνι-μου καί «παγκόσμιου» Πρωτείου, οὒτε προσωπικά ἀλλά οὒτε καί ὡς ἐπίσκοπος τῆς Ἀντιοχείας, διετήρησε τά «δίκαια» καί τήν «τάξιν» τοῦ θρόνου, ὃπως ἴσχυαν καί ἀποτυπώθηκαν μέ τον 36ον κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἀλλά ὡς πρός τήν ὕπαρξη τῆς συνοδικότητας σέ σχέση πρός τό Πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ὑφίσταται ἕνα ἀκόμη ζήτημα ἐπίσης ἐκκλησιολογικά οὐσιαστικό. Ἡ διαφορετική θεώρηση τῆς Συνόδου σέ σχέση πρός τό Πρωτεῖο δέν περιορίζεται μόνο ὡς πρός τήν διάκριση μεταξύ τοῦ ἀποφασιστικοῦ καί συμβουλευτικοῦ χαρακτήρα ἀλλά καί σέ σχέση πρός τήν ἐκλογή καί τήν παραχώρηση δικαιοδοσίας στούς ἐπισκόπους, στούς ὁποίους ἡ διοίκηση τῶν ἐπισκοπῶν τους δίδεται ἀποκλειστικά καί μόνο ἀπό τόν Πάπα καί ὄχι κατά τήν διάρκεια τῆς χειροτονίας ἀλλά πραγματοποιεῖται σέ «δεύτερο» χρόνο (pallium). Ἡ παροῦσα διακριτική ἰδιαιτερότητα τοῦ ἐπισκόπου τῆς Ρώμης ἀποτελεῖ τήν ἔκφραση καί ἐπιβεβαίωση τῆς «παγκόσμιας δικαιοδοσίας» του καί μάλιστα στό πλαίσιο τῆς «missione canonica» καί στήν διάκριση μεταξύ τῆς «ἱερατικῆς ἐξουσίας» (potestas ordinis) καί «ἐξουσίας δικαιοδοσίας» (potestas juridictionis), θέμα τό ὁποῖο ἐπίσης θά πρέπει νά μελετηθεῖ στόν διεξαγόμενο Θεολογικό Διάλογο. Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι, μετά τήν Β’ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ, τό θέμα παραμένει ἀνοικτό καί γιά τήν ρωμαιοκαθολική ἐκκλησιολογία35, γεγονός τό ὁποῖο ἔχει ἤδη ἐπισημανθεῖ καί ἀπό ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους36.
Ὑπ΄ αὐτήν τήν προσέγγιση καί ἡ διδασκαλία τῆς Α’ Βατικανῆς Συνόδου (1870) περί τοῦ «Ἀλαθήτου» τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, ἡ ὁποία ἐπίσης ἀποτελεῖ ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο στό πλαίσιο τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιο-λογίας, ἐπειδή τό Ἀλάθητο μπορεῖ νά θεωρηθεῖ μόνο ὡς συνοδική ἒκφραση τῆς «ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως» ὃλων τῶν ἐπισκόπων τῆς «κατά τήν Οἰκουμένην» Ἐκκλησίας καί ὂχι «ἑνός μόνου καί ἀποκλειστικά» ἐπισκόπου (ex sese et non ex consensus Ecclesiae).
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι,
8. Ὁ ἑορτασμός τῶν 1.700 ἐτῶν ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς Α΄ Οἰκου-μενικῆς Συνόδου ἐπαναφέρει στό προσκήνιο τοῦ θεολογικοῦ καί ἐκκλη-σιολογικοῦ προβληματισμοῦ μας, ὃπως ἐπιβεβαιώθηκε ἀπό τήν παροῦσα Εἰσήγηση, τό θέμα τῆς συνοδικότητας καί τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο δύνα-ται νά ἀναγνωριστεῖ καί νά καταστεῖ ἀποδεκτό ἀπό ὁλόκληρο τόν χριστιανικό κόσμο.
Ὃπως ἀποδείχθηκε ἀποτελεῖ ἕνα ἀρκετά εὐαίσθητο ζήτημα, τό ὁποῖο ἀπαιτεῖ διαλεκτική κατανόησης καί συναίνεση. Δέν μπορεῖ νά εἶναι αὐτοσκοπός ἀλλά καρπός καί ἒκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας, κυρίως γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί πάντοτε στό πλαίσιο τῆς ἐκκλησιολογικῆς παραδόσεως καί αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία προκαλεῖται καί προσκαλεῖται νά διδάξει καί νά νοηματοδοτήσει καί τίς ἄλλες Χριστιανικές Ὁμολογίες καί Παραδόσεις σχετικά μέ τά «πῶς δεῖ καί ὑπέρ ὧν δεῖ» τῆς συνοδικότητας, ἀλλά καί γιά ἂλλα σύγχρονα ἀνθρωπολογικά προβλήματα.
Ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος θά πρέπει νά παραμένει πάντοτε τό σημεῖο ἀναφορᾶς καί τό πρότυπό μας, ὄχι μόνο ἑορτολογικά, ἀλλά κυρίως ἐκκλησιολογικά, ὣστε νά μποροῦμε νά ἐπιβεβαιώνουμε ἔμπρακτα καί οὐσιαστικά τήν σημασία της, τήν σπουδαιότητά της ἀλλά καί τήν ἀναγκαιότητά της.
Αὐτήν ἀκριβῶς τήν σπουδαιότητα καί ἀναγκαιότητα προσπάθησε νά ἐπισημάνει καί ὁ ὁμιλητής. Τό ἀξιολογικό ἀποτέλεσμά του, θετικό ἤ ἀρνητικό, ἐπαφίεται στήν κρίση σας.
Σᾶς εὐχαριστῶ καί πάλι γιά τήν τιμή, τήν προσοχή καί γιά τήν ὑπομονή σας.